Κεφάλαιο 45

5.2K 510 17
                                    

Η Ιφιγένεια έφτασε στο σπίτι που μοιραζόταν με τον Νικόλα, το απόγευμα της επόμενης μέρας. Μετά από την συζήτησή της με τον Στέφανο κατάλαβε οτι η ζωή δεν είναι αιώνια για να την σπαταλάει. Ήθελε να μιλήσει με τον Νικόλα και να ακούσει τι είχε συμβεί εκείνη την νύχτα και μετά θα έπαιρνε την οριστική της απόφαση . Το σπίτι ήταν σκοτεινό που σήμαινε οτι ο Νικόλας δεν είχε επιστρέψει ακόμη από το γραφείο.

Ανέβηκε στο δωμάτιό της και μπήκε στο μπάνιο. Είχε τελειώσει το μπάνιο της και έβγαινε όταν η πόρτα της κρεβατοκάμαρας άνοιξε και μπήκε ο Νικόλας. Τα μάτια του έμειναν επάνω της σα να μην πίστευε οτι την έβλεπε. Η Ιφιγένεια σφίγγοντας την πετσέτα στο στήθος της τον παρατηρούσε. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους σα να είχε να κοιμηθεί μέρες.

Ξαφνικά σαν εκείνος να συνειδητοποίησε οτι η Ιφιγένεια πραγματικά στεκόταν μπροστά του έτρεξε κοντά της και την αγκάλιασε: " Ιφιγένεια γύρισες."

"Ναι επέστρεψα γιατί θέλω να ακούσω τι έγινε εκείνη την νύχτα. Ήταν λάθος μου που δεν σε άφησα να μου εξηγήσεις τι είχε συμβεί αλλά ήμουν σαστισμένη και πολύ φορτισμένη για να το κάνω. Θέλω να ακούσω την αλήθεια όποια είναι αυτή και μετά θα πάρω την απόφασή μου για το τι θα κάνω."

" Επιτέλους νόμιζα οτι θα με καταδίκαζες χωρίς καν να με ακούσεις." Επέτρεψέ μου να ντυθά και θα έρθω να σε βρω στο σαλόνι."

 Ο Νικόλας έδειξε εκείνη την στιγμή να αντιλαμβάνεται οτι η Ιφιγένεια στεκόταν σχεδόν γυμνή μπροστά του: " Ναι, έχεις φάει; Να ετοιμάσω κάτι ;"

"Δεν έφαγα τίποτα."

" Ωραία. Σε περιμένω κάτω." Της είπε και βγήκε από το δωμάτιο.


Όταν η Ιφιγένεια βγήκε απο την κρεβατοκάμαρα νόστιμες μυρωδιές γαργάλησαν την μύτη της. Μπήκε στην κουζίνα και ο Νικόλας γύρισε και την κοίταξε. Ασχολιόταν με μια σάλτα εκείνη την ώρα.

"Θέλεις βοήθεια;" Τον ρώτησε.

"Όχι. Όλα είναι σχεδόν έτοιμα. Κάθισε στο τραπέζι."

Εκείνος είχε ήδη στρώσει το τραπέζι και είχε ανοίξει ένα λευκό κρασί. Η Ιφιγένεια γέμισε τα δύο ποτήρια και του πρόσφερε το ένα.

"Στην υγειά μας." Του είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό του. Μετά πήγε και κάθισε στο τραπέζι για να τον βλέπει.

Εκείνος ακούμπησε τους γοφούς του στον πάγκο με το βλέμμα του επίμονα καρφωμένο επάνω της : " Που ήσουν;"

ΦΗΜΕΣWhere stories live. Discover now