Κεφάλαιο 3

7.4K 594 29
                                    

 Το επόμενο πρωί η  Ιφιγένεια είχε κανονίσει να βγει με την παιδική της φίλη, την Έλενα.

Η Έλενα με τα ξανθά μακριά σγουρά μαλλιά της, το λευκό της δέρμα και το λεπτό της σώμα έμοιαζε με άγγελο και πάντα τραβούσε την προσοχή, όπου πήγαιναν. Με την Ιφιγένεια αγαπιόταν σαν αδερφές. Όσο εκείνη ήταν στο εξωτερικό, επικοινωνούσαν καθημερινά και την είχε επισκεφτεί πολλές φορές για να μείνει μαζί της.

Η Έλενα που έμενε δύο τετράγωνα πιο πάνω από το σπίτι της Ιφιγένειας, πάρκαρε το αυτοκίνητό της μπροστά στην είσοδο  του σπιτιού της φίλης της και κόρναρε επίμονα και παιχνιδιάρικα. Η  Ιφιγένεια χαιρέτησε την μαμά της και βγήκε τρέχοντας για να την συναντήσει.

Η Έλενα είχε βγει από το αυτοκίνητο και μόλις η φίλη της βγήκε από την μεταλλική πόρτα έτρεξε επάνω της και την αγκάλιασε σφιχτά: "  Επιτέλους ήρθες για να μείνεις !" είπε και την φίλησε πολλές φορές στα μάγουλα για να την πειράξει, ώσπου η Ιφιγένεια αγανακτισμένη την έσπρωξε γελώντας: " Φτάνει!!! Με κάτσιασες!!!"

Η Έλενα όρμησε και πάλι επάνω της και άρχισε και πάλι τα φιλιά ενώ παράλληλα έλεγε με τραγική φωνή : " Δεν ξέρεις πόσο μόνη ένιωθα μακριά σου!!! Άσε με να σε χορτάσω!!!"

"Είμαι σίγουρη οτι υπήρχαν πολλοί πρόθυμοι άντρες να σε παρηγορήσουν  κατά την απουσία μου. Πάμε τώρα; Αλλιώς θα πλακώσουν οι δημοσιογράφοι και θα μας κάνουν πρωτοσέλιδο τα κουτσομπολίστικα." είπε ξεκαρδισμένη η Ιφιγένεια. Η Έλενα έκανε την μουτρωμένη και προχώρησε προς το αυτοκίνητο.

Λίγο πριν μπει στην θέση του οδηγού η Ιφιγένεια  της είπε εύθυμα: " Έλα μην μουτρώνεις το ξέρεις οτι και εγώ σε αγαπώ πολύ." της έστειλε ένα φιλάκι, της έκλεισε το μάτι και μπήκε στην θέση του συνοδηγού.


Έφτασαν σε μια καφετέρια του κέντρου με τα πόδια αφού άφησαν το αυτοκίνητο σε ένα πάρκινγκ εκεί κοντά.

"Πως και ήρθαμε κέντρο;" ρώτησε με περιέργεια η Ιφιγένεια.

"Πρέπει να συναντήσω έναν συνεργάτη για λίγο." Ο πατέρας της Έλενας είχε ένα από τα μεγαλύτερα δικηγορικά γραφεία και η Έλενα δούλευε εκεί, αφού τελείωσε την Νομική.

Η πόρτα της καφετέριας άνοιξε και μέσα μπήκε ο άντρας των ονείρων της Ιφιγένειας. Ήταν ψηλός φορούσε σκούρο μπλε κουστούμι, είχε γένια λίγων ημερών και ξεχείλιζε αυτοπεποίθηση. Τα γκρι μάτια του σάρωσαν τον χώρο και το βλέμμα του σταμάτησε στο τραπέζι τους. Μετά κατευθύνθηκε με αργά βήματα προς το μέρος τους.

ΦΗΜΕΣOnde histórias criam vida. Descubra agora