Κεφάλαιο 39

5.4K 512 67
                                    

Ο Νικόλας κοίταξε με την άκρη του ματιού του την Ιφιγένεια. Δεν είχαν κοιμηθεί σχεδόν καθόλου το προηγούμενο βράδυ αλλά εκείνη έδειχνε το ίδιο φρέσκια και όμορφη όπως πάντα. Αισθάνθηκε και πάλι το άγχος να τον πλημμυρίζει:

"Δεν θέλω να σε αφήσω να φύγεις τώρα." Είπε μουτρωμένος κοιτάζοντας τον δρόμο μπροστά του.

Η Ιφιγένεια γύρισε προς το μέρος του χαμογελώντας : "Δεν κατάλαβες αυτό που ήθελα να σου πω χθες το βράδυ; Είμαστε πια ένα κανονικό παντρεμένο ζευγάρι."

Ο Νικόλας μόλις είχε παρκάρει στο πάρκινγκ του αεροδρομίου και γύρισε προς το μέρος της :"Ναι αλλά..."

Η Ιφιγένεια τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Όταν απομακρύνθηκε από κοντά του είπε : " Δεν υπάρχει αλλά. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο."

Με μισή καρδιά ο Νικόλας την συνόδευσε στον έλεγχο διαβατηρίων. Εκεί την πήρε στην αγκαλιά του και την κράτησε επάνω του: " Να γυρίσεις μόλις τελειώσεις την δουλειά σου. Δεν χρειάζεται να καθίσεις παραπάνω. Αν θέλεις να δεις κάτι στο Λονδίνο, θα σε πάω εγώ μόλις βρούμε το χρόνο και κυρίως ... να μην κοιτάς άλλους άντρες και να μην τους χαμογελάς. Όταν χαμογελάς είσαι ακαταμάχητη και λάμπεις σαν αστέρι."

Η Ιφιγένεια γέλασε με τα κοπλιμέντα του: " Τι θέλεις δηλαδή, να μιλάω κοιτάζοντας τα παπούτσια μου;"

" Ναι. Να μην τους κοιτάς και να φοράς σεμνά ρούχα και να κουμπώνεις και τα επάνω κουμπιά." Είπε εκείνος μισοσοβαρά μισοαστεία.

"Νομίζω οτι πλέον η συζήτηση μας ανήκει στην σφαίρα του παραλόγου. Φεύγω." Τον φίλησε απαλά στα χείλη και τον έσπρωξε απαλά από κοντά της: " Πήγαινε και εσύ."

Ο Νικόλας την είδε να βάζει το εισιτήριό της στο μηχάνημα και να προχωράει. Όταν απομακρύνθηκε λίγο η Ιφιγένεια γύρισε, του χαμογέλασε και κούνησε το χέρι της σε χαιρετισμό. Μετά του έκανε νόημα να φύγει και προχώρησε για να μπει στην ουρά για τον έλεγχο χειραποσκευών.


Η Ιφιγένεια έφτασε στο δωμάτιό της  και αφού έκανε ένα μπάνιο ετοιμάστηκε να καθίσει για να κοιτάξει την παρουσίασή της. Όταν άκουσε το κινητό της να χτυπάει υπέθεσε οτι ήταν ο Νικόλας αλλά έκανε λάθος.

"Επιτέλους ήρθες. Καλώς όρισες." Ήταν ο Μάρκος και ακουγόταν πολύ χαρούμενος.

"Μάρκο! Εδώ στο Λονδίνο είσαι;"

ΦΗΜΕΣWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu