Πρόλαβα να περάσω άλλο ένα κεφάλαιο σήμερα. YEH!!!!
Η Δανάη έτρεχε για να φύγει χωρίς όμως να ξέρει που ήθελε να πάει. Άκουσε πίσω της τον Ορέστη να την φωνάζει αλλά δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Ήθελε να φύγει μακριά από όλους και όλα όσα την πλήγωσαν. Πήγε στις σκάλες και άρχισε να τις κατεβαίνει. Όταν έφτασε στην είσοδο άκουσε τα βήματα του Ορέστη πίσω της. Βγήκε στον δρόμο ενώ η δυνατή βροχή συνέχισε να πέφτει.
Αισθάνθηκε όπως αισθανόταν όταν ήταν παιδί και έτρεχε να ξεφύγει από τα χέρια των ανθρώπων που ενώ έπρεπε να την προσέχουν της προκαλούσαν πόνο. Και τώρα πονούσε, ίσως πιο πολύ από τότε.
Έτρεξε και κρύφτηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Είχε γίνει μούσκεμα αλλά δεν την ένοιαζε. Κρυφοκοίταξε για να δει τον Ορέστη να βγαίνει στην βροχή και να κοιτάζει γύρω του, ψάχνοντάς την. Μετά από λίγο προχώρησε προς την μεριά που ήταν αντίθετα από αυτήν που είχε κρυφτεί. Μόλις εκείνος χάθηκε στην γωνία, η Δανάη βγήκε από την κρυψώνα της και κατευθύνθηκε προς την αντίθετη από εκείνον κατεύθυνση. Προχωρούσε αργά με το μυαλό της να ταλαιπωρείται από σκέψεις που την βασάνιζαν.
Πίστευε ότι δεν ήταν άξια να αγαπηθεί από κανέναν γι αυτό και όλοι της φερόταν με αυτόν τον τρόπο. Ότι και αν έκανε όσο και αν προσπαθούσε να είναι ένα άτομο που όλοι θα θαύμαζαν και θα αγαπούσαν δεν το κατάφερε. Αισθανόταν πολύ κουρασμένη και ήθελε να φύγει. Για μια φορά στην ζωή της ήθελε να μην σκέφτεται και να κάνει ο κάτι που θα την ηρεμούσε και θα την παρηγορούσε.
Ένας κεραυνός την έκανε να πεταχτεί και να τρέξει σε μια είσοδο πολυκατοικίας. Έμεινε εκεί τρέμοντας τόσο από τα βρεγμένα ρούχα της όσο και από τον φόβο της. Το τηλέφωνό της άρχισε να χτυπάει και πάλι. Κοίταξε την οθόνη. Ο Ορέστης. Το έκλεισε και το έβαλε στην τσέπη της. Μετά από λίγο άρχισε και πάλι να χτυπάει. Η Χαρά. Το έκλεισε και πάλι αλλά αμέσως άρχισε να χτυπάει. Ο Ορέστης.
Η Δανάη τσίριξε και πέταξε με δύναμη το κινητό μακριά της. Μια γυναίκα που περνούσε από μπροστά της τρόμαξε και την κοίταξε επιφυλακτικά. Η Δανάη της ζήτησε συγνώμη και απομακρύνθηκε τρέχοντας μέσα στην βροχή.
Ο Ορέστης έβρισε δυνατά κάνοντας έναν ζευγάρι μπροστά του να τον κοιτάξει περίεργα. Η Δανάη δεν του απαντούσε. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε νιώσει τόσο ανήμπορος και απελπισμένος. Το βλέμμα που είχε δει τον είχε τρομάξει. Δεν ήταν φόβος, δεν ήταν απελπισία ήταν παραίτηση. Ο ίδιος αισθάνθηκε τόσο ξαφνιασμένος από την συμπεριφορά της που δεν πρόλαβε να την κρατήσει αλλά αυτό που τον είχε παγώσει δεν ήταν ο θυμός της αλλά το σκοτάδι στα μάτια της.
Πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα μαλλιά του για να διαπιστώσει οτι είχε γίνει μούσκεμα. Εκείνη πως θα ήταν; Ήδη πριν φύγει φαινόταν άρρωστη. Που να είχε πάει. Προσπάθησε άλλη μια φορά να της τηλεφωνήσει αλλά μετά από λίγο απάντησε ο τηλεφωνητής. Ξαναέβρισε.
Το τηλέφωνό του άρχισε να χτυπάει και πάλι. Ήταν ο Δημήτρης.
"Ναι;"
"Ορέστη είμαι ο Δημήτρης. Είναι η Δανάη μαζί σου;"
"Ήταν αλλά την έχασα. Είναι η Χαρά μαζί σου;"
Ο Δημήτρης έδωσε το τηλέφωνο στην Χαρά που μίλησε με αγωνία ενώ φαινόταν να κλαίει: " Ορέστη που είναι η Δανάη;"
" Χαρά η Δανάη τα θυμήθηκε όλα και έφυγε. Δεν ξέρω που είναι την ψάχνω. Δεν απαντάει στο τηλέφωνο. Τι έγινε; Γιατί ήταν σε αυτή την κατάσταση;"
"Όχι...Δεν μπορεί..." Μετά από λίγο μίλησε ο Δημήτρης: " Ορέστη σήμερα η Δανάη μας άκουσε να μιλάμε με την Χαρά. Άκουσε οτι η Μίνα και ο Αλκιβιάδης είναι οι πραγματικοί της γονείς και εγώ υιοθετήθηκα σαν δίδυμος αδερφός της Αθηνάς."
Ο Ορέστης αισθάνθηκε τα πόδια του να κόβονται και ακούμπησε στον τοίχο που βρισκόταν δίπλα του: " Γι αυτό ήταν τόσο απελπισμένη. "
Η φωνή της Χαράς ήταν αυτή που ακούστηκε : " Η Δανάη δεν θα το αντέξει όλο αυτό. Τώρα πιστεύει ότι όλοι μας την έχουμε προδώσει. Ακόμη και εγώ. Δεν έχει σε ποιον να στηριχτεί. Τι θα κάνει θεέ μου..."
Το αίμα του Ορέστη πάγωσε: " Δεν νομίζω να πιστεύεις οτι μπορεί να ..." Δεν ήθελε ούτε να το πει.
"Πρέπει οπωσδήποτε να την βρούμε."
Ο Δημήτρης ήταν αυτός που είπε : " Η Δανάη δεν απαντάει σε κανέναν μας και πιστεύω οτι δεν θα απαντήσει. Νομίζω οτι αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να μιλήσουμε με την Μίνα και τον Αλκιβιάδη και να αναλάβουν αυτοί . Ίσως είναι οι μόνοι άνθρωποι που θα μπορέσουν να την πείσουν να επιστρέψει κοντά μας."
Ο Ορέστης αισθάνθηκε οτι υπήρχε ελπίδα: "Έχεις δίκιο αν δείξουν ότι ενδιαφέρονται πραγματικά για εκείνη, ίσως μας μιλήσει. Δεν έχουμε άλλο τρόπο. Δημήτρη ας συναντηθούμε στο σπίτι σου."
Η Μίνα είδε τον Δημήτρη και την Χαρά να μπαίνουν. Οι δυο τους έδειχναν να μην είναι καλά. Ο Δημήτρης ρώτησε: " Ο ... μπαμπάς γύρισε;"
"Όχι ακόμη. Είπε οτι θα αργήσει σήμερα."
"Όχι του τηλεφώνησα. Όπου να ναι θα έρθει όπως και ο Ορέστης. Πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό."
Η Μίνα αισθάνθηκε έναν κόμπο να την πνίγει: " Έγινε κάτι; Χαρά που είναι η Δανάη; Δεν έχετε δουλειά σήμερα;."
Τα κόκκινα μάτια της Χαράς υγράνθηκαν και πάλι και ο Δημήτρης έπιασε το χέρι της και το έσφιξε, την στιγμή που στο δωμάτιο έμπαινε ο Ορέστης. Όταν η Μίνα είδε το ύφος του πετάχτηκε όρθια: " Κάτι κακό έχει γίνει. Τι έχει συμβεί; Η Δανάη είναι καλά;"
Στο δωμάτιο μπήκε ο Αλκιβιάδης και τους κοίταξε όλους απορρημένος: " Τι έγινε;"
Ο Δημήτρης άφησε το χέρι της Χαράς και έκανε ένα βήμα μπροστά : " Ξέρω οτι δεν είμαι πραγματικό σας παιδί. Με υιοθετήσατε στην θέση της Δανάης. Το άκουσα λίγες μέρες πριν που το συζητούσατε. Σήμερα κατά λάθος το έμαθε και η Δανάη. Αυτήν την στιγμή κανείς μας δεν μπορεί να την βρει."
Η Μίνα είχε μείνει παγωμένη να κοιτάζει τον Δημήτρη ενώ ο Αλκιβιάδης κάθισε βαρύς στην πολυθρόνα πίσω του.
"Η Δανάη ξέρει οτι είναι πραγματικό μας παιδί; Γιατί δεν ήρθε να μας μιλήσει;"
Η Χαρά ήταν αυτή που μίλησε: " Εσείς γιατί δεν της μιλήσατε. Η Δανάη πάντα έψαχνε την αγάπη και την αποδοχή των γονιών της αλλά από εσάς, όταν έμαθε οτι ενώ γνωρίζατε δεν της μιλήσατε, αισθάνθηκε απόρριψη για δεύτερη φορά. Η κόρη σας είναι περήφανη. Δεν θα ζητιανέψει ποτέ την αγάπη που της αρνούνται. Πάντα προσπαθεί σε κάθε αναποδιά να σταθεί στα πόδια της,.... όμως ... αυτή την φορά πιστεύω οτι της κόπηκαν και τα πόδια. Φοβάμαι. Σας παρακαλώ κάντε κάτι να την βρούμε.... ανησυχώ πολύ..."
Η Μίνα έδειχνε συγκλονισμένη όπως και ο Αλκιβιάδης, Ο Ορέστης έτριψε το πρόσωπό του για να μην αφήσει την υγρασία από τα μάτια του να φανεί. Έβγαλε το τηλέφωνό του και κάλεσε και πάλι το νούμερο της Δανάης. Αφού χτύπησε μερικές φορές το απάντησε μια άγνωστη γυναικεία φωνή: " Ναι;"
Η καρδιά του χοροπήδησε στο στήθος του με ελπίδα: " Μου δίνετε την Δανάη; Το τηλέφωνό της δεν είναι αυτό;"
"Δεν ξέρω ποιανού είναι. Το βρήκα πεταμένο. Αν θέλετε ελάτε να το πάρετε."
Η Χαρά τον παρακολουθούσε με ελπίδα που έσβησε όταν εκείνος είπε: " Η Δανάη πέταξε το τηλέφωνό της."
Μετά εκείνη ήταν που μίλησε με απελπισία: " Η Δανάη γκρεμίζει τις γέφυρες. Δεν έχει σκοπό να γυρίσει."