Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 709 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)

79 14 84
By Marypap04

Με τους πέντε χτύπους του ρολογιού, κι αφού σκέπασαν μαζί με τον ταβερνιάρη το σώμα του γέρου με μια τρύπια κουβέρτα, ο Νταλ κι ο Μπλομ αποφάσισαν πως ήταν καιρός πια να πηγαίνουν. Η βροχή είχε πια σταματήσει κι η ατμόσφαιρα γύρω τους, ήρεμη και σιωπηλή, αύξανε τις πιθανότητες να πέσουν κι οι δυό για ύπνο στο πάτωμα χωρίς καν να το καταλάβουν, ζαλισμένοι από το μεθύσι και την κούραση. Δε μιλούσαν πια ο ένας στον άλλον• μέσα τους είχε ξυπνήσει μια ανόητη πονηριά που τους έκανε εχθρούς. Η ιστορία με τον θησαυρό, αν και απίστευτη και ξαφνική, τους είχε ταρακουνήσει για τα καλά, και το ότι την ήξεραν και οι δύο τους φαινόταν απειλή. Ένιωθαν πως έπρεπε πάση θυσία να μπει ο καθένας εμπόδιο στο δρόμο της προσπάθειας του άλλου να βρει πρώτος το ναυάγιο του Ολλανδού και να κολυμπήσει μόνο αυτός στο χρυσό και τα πετράδια που λαμπύριζαν ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του μυαλού τους. Εξυπακούεται ότι στον δύστυχο τον Σουηδό πανδοχέα δεν είπαν λέξη• κι εκείνος δε νοιάστηκε να μάθει ούτε πότε και πώς πέθανε ο γεράκος, ούτε τι τους είπε πριν παραδώσει το πνεύμα του. Ήταν μονάχα ανακουφισμένος που τους έβλεπε επιτέλους να παίρνουν δρόμο. Χωρίς να τους ευχηθεί καληνύχτα - ούτε και καλημέρα όμως - βιάστηκε με το που έκαναν ένα βήμα έξω να κλειδώσει την πόρτα πίσω τους και να τρέξει να κοιμηθεί για λίγες έστω ώρες, πριν τον ξυπνήσουν οι πελάτες.

Ο καπετάν Μπλομ στράφηκε προς την κλειστή πόρτα του Θαλασσόλυκου που κοίταζε η πλάτη του, σμίγοντας τα φρύδια του δυσαρεστημένος.
«Ο διαολεμένος» ρουθούνισε. «Πάω στοίχημα ότι αν μπορούσε, θα μας πέταγε έξω με τις κλωτσιές από μόνος του.»
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σαν να έψαχνε κάτι, μα ύστερα το τράβηξε ξανά έξω, δίχως να κρατάει τίποτα. Χάζεψε το λιμάνι τριγύρω του, που το σκέπαζε η σιωπή. Ξημερώματα. Στους δρόμους ήταν μόνο οι εργάτες που έπιαναν νωρίς νωρίς δουλειά. Στους δυό πιωμένους συντρόφους φαινόταν πως δεν είχε περάσει ούτε στιγμή από την ώρα που το θορυβώδες πανηγύρι κατέκλυζε τη γειτονιά, καθώς είχαν περάσει τη νύχτα κλεισμένοι στο πανδοχείο, σε έναν κόσμο δικό τους. Τώρα ο καθαρός αέρας που τους χτυπούσε τους έβγαζε σιγά σιγά από τον λήθαργο της ευφορίας• τα κεφάλια τους ήταν δυσάρεστα βαριά, σαν μολύβι, και μια επιθυμία να πέσουν ξεροί στον δρόμο σε χειμερία νάρκη, σαν τις αρκούδες, τους είχε καταλάβει. Μορφάζοντας από τον πόνο πίσω από τα μάτια του, ο Μπλομ γύρισε στον Άλφρεντ.
«Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε μασώντας τα λόγια του.

Ο Νταλ ήτανε εδώ και ώρα βυθισμένος σε συλλογισμούς που απαιτούσαν την αμέριστη προσοχή του. Χαζεύοντας τη σκούρη θάλασσα, χωρισμένη σε μικρά κομματάκια από τα κατάρτια και τα σκοινιά των πλοίων που βρίσκονταν μπροστά μπροστά στο τοπίο, τη βροχή που γυάλιζε στο έδαφος κάτω από τα λίγα δειλά φώτα που είχαν ανάψει όσοι ξυπνούσαν τα χαράματα, τους βράχους που έγλειφαν τα κύματα της θάλασσας, πάσχιζε να ξαναφέρει στο μυαλό του την ιστορία του γέρου και να την αναλογιστεί. Τώρα το κεφάλι του ήταν κουρασμένο, αλλά πριν! Πριν, μέσα στην ανόητη χαρά που του ’χε προσφέρει το πρώτο γερό μεθύσι που έκανε στη ζωή του, και τι δεν είχε σκεφτεί για εκείνον τον θησαυρό! Για σκέψου! Θησαυρός, κάτι εβδομάδες μόνο μακριά από τον τόπο που πατούσαν τώρα τα πόδια του! Για το περίφημο καράβι που τον έκρυβε, ο Άλφρεντ Νταλ δεν είχε ακούσει πολλά κι ούτε τον ενδιέφερε• ο Ιπτάμενος Ολλανδός ήταν από εκείνους τους δίχως ουσία και νόημα θρύλους των ναυτικών που η Κλάρα λάτρευε κι αυτός απεχθανόταν. Θυμόταν αμυδρά κάτι σαχλαμάρες για έναν Ολλανδό θαλασσοπόρο που το ’χε βάλει πείσμα να πλευρίσει στο Ακρωτήριο των Καταιγίδων, κάτω κάτω στην Αφρική, και με μια κατάρα καταδικάστηκε να τριγυρνάει εκεί γύρω με το καράβι του εις τους αιώνας των αιώνων. Ίσως να του είχε πει την ιστορία ο πατέρας του, όταν ήταν ακόμα πάρα πολύ μικρός.

Όπως και να είχε, ο Ιπτάμενος Ολλανδός δε σήμαινε για τον Νταλ τίποτα. Σήμαινε όμως αυτό που, σύμφωνα με τον γέρο, ήτανε κρυμμένο στην κοιλιά του, μετά από το ναυάγιο που τον βύθισε στην άβυσσο. Ακόμη και τώρα ο Άλφρεντ φανταζόταν κοιτώντας τα πλοία πως μέσα τους έβλεπε βουνά χρυσού, πλούτη που μόνο στα όνειρά του νόμιζε πως μπορούσαν να υπάρξουν. Αν έβρισκε αυτόν τον θησαυρό, πόσο πιο γλυκιά θα ήταν η ζωή του! Πόσο δεν θα χρειαζόταν να ανησυχεί για τίποτα! Τέρμα τα χρέη, τέρμα κι η καταραμένη Νταλ και Κάρλσον, τέρμα τα ειρωνικά γέλια σαν αυτά που αντιμετώπισε στη δεξίωση των γενεθλίων του Λούκας, του οποίου το μέλλον θα ήταν σίγουρο κι εξασφαλισμένο αν είχαν τον θησαυρό στα χέρια τους! Ο Άλφρεντ και μετέπειτα ο διάδοχός του θα βρίσκονταν ξαφνικά πάνω απ’ όλους τους μεγαλοαστούς και αριστοκράτες που είχαν μέχρι πρότινος το θράσος να τους υποτιμούν και να τους ειρωνεύονται, δεν θα χρειάζονταν κανέναν και ίσως και να ανέβαιναν αντικειμενικά αρκετά σκαλιά στην δύσβατη πυραμίδα της κοινωνίας. Το όνομα Νταλ μπορούσε όχι μόνο να βγει από τον λάκκο της οικονομικής καταστροφής που του έσκαβε η σουηδική καλή κοινωνία, αλλά να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στη Φιλανδία. Ο μεθυσμένος εαυτός του Άλφρεντ ήταν πεπεισμένος πως του είχε χαμογελάσει η τύχη.

Ωστόσο, έπρεπε να προσέχει. Μέσα στον Θαλασσόλυκο το έφερε κι αυτό στον μεθυσμένο νου του, κοιτάζοντας τον Μπλομ που όλο κι εξέταζε τον χάρτη, ξανά και ξανά, με την έμπειρη ματιά του ναυτικού. Όσο αξιολύπητος κι αν είχε γίνει προσφάτως, ο Έιναρ Μπλομ προερχόταν από παραδοσιακά ναυτική οικογένεια και στο παρελθόν κρατούσε γερά στους αντίστοιχους κύκλους• ήξερε σαν την παλάμη του χεριού του τη Βαλτική, είχε κάνει ένα σωρό ταξίδια και πλεονεκτούσε ολοφάνερα σ’ αυτό το κομμάτι σε σχέση με τον Άλφρεντ Νταλ, που λίγο φοβόταν και πολύ αντιπαθούσε τη θάλασσα. Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό. Περισσότερο ήταν η επίγνωση του ότι ο Μπλομ είχε κι εκείνος ανάγκη τον θησαυρό που τάραζε τον Νταλ. Το σόι του είχε σχεδόν πάψει να τον αναφέρει• τα ταξίδια του τα τελευταία χρόνια πήγαιναν όλο και χειρότερα και τα λεφτά του τελείωναν. Θεωρούνταν χαμένος από χέρι, και η μόνη οικογένειά του που τον μνημόνευε - η αδερφή του η Άγκνες κι ο ανιψιός του ο Βάλτερ - δεν είχε τις δυνατότητες να του κάνει τον πάτρωνα. Όλα αυτά σήμαιναν για τον Άλφρεντ πως υπήρχε στον ορίζοντα ανταγωνιστής και μάλιστα επικίνδυνος. Τέτοιες σκέψεις αντανακλούσε το γυαλιστερό βλέμμα που έριχνε στον καπετάνιο μέσα στην ταβέρνα, το οποίο εκείνος φαινόταν να μην καταλαβαίνει καθόλου.
Τώρα, ακούγοντας πως δεν έλεγε τίποτα, πλησίασε περισσότερο και τον σκούντησε ατσούμπαλα.
«Εεε! Σου μίλησα» έκανε άκεφα. «Τι θα κάνεις τώρα;»
Ο Άλφρεντ έβαλε τα χέρια του στη μέση άτσαλα. Κοίταξε τον καπετάνιο σαν απελπισμένος.
«Είναι καιρός να γυρίσω σπίτι, πιστεύω» είπε σιγανά και το τέλος της φράσης του διαδέχτηκε το σκάσιμο του κύματος στον βράχο.
Ο Μπλομ κούνησε το κεφάλι του.
«Κι εγώ έτσι λέω» αποκρίθηκε. «Με περίμενε η αδερφή μου και τώρα θα μου κάνει ιστορίες. Αλλά, δε βαριέσαι• μέχρι κι αυτές μου έλειψαν, τόσο καιρό που έχω να τη δω...»
Έφτιαξε το καπέλο του πάνω στο κεφάλι του κι αναστέναξε.
«Έλα, λοιπόν» είπε στον Νταλ προσπαθώντας να ακουστεί κάπως ευδιάθετος μέσα στην άψυχη ατμόσφαιρα. «Ας βρούμε μια άμαξα.»
«Ναι» απάντησε ο Νταλ και στένεψε τα μάτια. «Ας βρούμε.»
Πιάστηκαν γερά ο ένας από το μπράτσο του άλλου σαν ζευγαράκι και πήραν τον δρόμο κατά μήκος της θάλασσας περπατώντας σαν χαλασμένες μαριονέτες.

Βρήκαν τον αμαξά των Νταλ. Τον είχε στείλει στο λιμάνι σε μια κίνηση απελπισίας η Λίζμπεθ, που είχε μείνει ξάγρυπνη όλη νύχτα και αφουγκραζόταν, κουλουριασμένη στο κρεβάτι της σαν μικρό φοβισμένο παιδί, τα βήματα μέσα στο σπίτι, περιμένοντας πως θα άκουγε όπου να ’ναι και τα δικά του να πλησιάζουν σιγά σιγά για να μην την ξυπνήσουν στην κρεβατοκάμαρα. Περίμενε δυό ώρες, τρεις, τέσσερις, και ακόμη κανένα ίχνος του τόσο πολυπόθητου συζύγου. Τότε το πήρε απόφαση• σηκώθηκε, ντύθηκε μ' ένα απλό πρόχειρο φουστάνι κι ανέβηκε πρώτα πρώτα στον πύργο στις μύτες των ποδιών της για να ελέγξει αν ο Λούκας κοιμόταν ήσυχα. Αφού βεβαιώθηκε ξαναγύρισε κάτω, δίχως να δώσει ιδιαίτερη σημασία στην Κλάρα, που την είχε πάρει ο ύπνος σε μια γωνιά, με το κεφάλι και τον ώμο στηριγμένα στον τοίχο• στο κάτω κάτω, αν η μικρή ήθελε να κάνει τρέλες, εκείνη τι έφταιγε; Δεν ήταν καν μάνα της• ας τα πρόσεχε ο πατέρας της αυτά. Γυρνώντας στη σάλα κάλεσε τον μπάτλερ και, αφού παρουσιάστηκε μπροστά της τρεχάτος, τον διέταξε να της φωνάξει τον αμαξά. Όταν ήρθε κι ο κακομοίρης ο αμαξάς, αγουροξυπνημένος, τον πρόσταξε να οδηγήσει μέχρι το Ελσίνκι και να αναζητήσει στο λιμάνι τον κύριό του. Εκείνος άλλο που δεν ήθελε, μα δεν μπορούσε να παρακούσει την κυρία του, έτσι μια και δυό έτρεξε με τα άλογα μέχρι την πόλη μέσα στ’ άγρια χαράματα και πέτυχε τον Άλφρεντ λίγα σοκάκια παραπέρα από το παρακμιακό ταβερνάκι, λιώμα στο ποτό.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Νταλ ήταν να τον φοβερίσει:
«Έτσι και πεις, καημένε μου, στην κυρία σου πώς μας βρήκες, θα σε πετάξω στον δρόμο όχι χωρίς αποζημίωση αλλά χωρίς ούτε μισό ρούχο, να πεθάνεις από το κρύο!»
Ανέβασαν και τον καπετάν Μπλομ στην άμαξα και τον πέταξαν μέχρι το σπίτι της αδερφής του, στην άκρη της πόλης. Η Άγκνες Κάρλσον, που πάντα ξυπνούσε με τις κότες, τον είδε από το παράθυρο να σέρνει τα βήματά του προς την πόρτα στηριγμένος στον υπηρέτη του Νταλ κι έβαλε εξοργισμένη τις φωνές, χωρίς να ντρέπεται ούτε τον αμαξά ούτε τη γειτονιά, που αναμφίβολα την άκουσε.
«Μπεκρή καταραμένε! Ακόμα δεν ήρθες κι αμέσως μου την έκανες! Κι εγώ να σε περιμένω σαν την ερωτευμένη μοδιστρούλα όλη νύχτα και να τρέμω μήπως κάτι έπαθες!» τον βομβάρδιζε αλύπητα με κατηγορίες, ώσπου εξαφανίστηκαν κι οι δυό τους στο εσωτερικό του σπιτιού κι ο Άλφρεντ, που τόλμησε από το μικρό παράθυρο της άμαξας να κρυφοκοιτάξει, δεν τους άκουγε πια.
Για μια στιγμή, και μέσα στη θολούρα του ποτού, ζήλεψε τον Μπλομ. Τον ζήλεψε πραγματικά. Για μια στιγμή ευχήθηκε να μην είχαν απομακρυνθεί με όλα του τα αδέρφια, να του φώναζε κι εκείνου η αδερφή του η Άστριντ όταν τον έβλεπε να γυρνάει στο σπίτι μεθυσμένος. Μα η σκέψη αυτή εξαφανίστηκε βιαστικά. Το όχημα ξεκίνησε ξανά, ο Άλφρεντ Νταλ έγειρε το κεφάλι του στο κάθισμα κουρασμένα και, ώσπου να φτάσουν στο σπίτι και να τον ξυπνήσει το τράνταγμα της άμαξας που σταματούσε, βυθίστηκε σε ένα παράξενο όνειρο σαν αυτά του πυρετού: έβλεπε ένα καράβι γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη με χρυσά νομίσματα κι εκείνον στο τιμόνι με τα χέρια στη μέση, να αγναντεύει τα παγωμένα νερά και να νιώθει παντοτινός και μοναδικός τους αφέντης.
«Κύριε Νταλ, φτάσαμε.»

Ανοίγοντας απρόθυμα τα μάτια, περίμενε τη βοήθεια του αμαξά για να σηκωθεί και να βγει με το ζόρι έξω, περπατώντας ένα βήμα τη φορά σαν να είχε κουραστεί ξαφνικά πάρα πολύ. Ο καημένος ο υπηρέτης ίσα που άντεχε το βάρος του κυρίου του πάνω του, κι ας ήταν γεροδεμένος, με φάτσα Τατάρου και φαρδιές πλάτες. Με χίλια ζόρια τον τράβηξε προς την πόρτα, όπου τους παρέλαβε ο δύσμορφος μπάτλερ, χωρίς να δείχνει διόλου ταραγμένος με την κατάσταση του αφέντη του, ώσπου να συνειδητοποιήσει ότι ήταν η πρώτη φορά που γυρνούσε σε τέτοια χάλια από τις μυστικές «δουλειές» του στο λιμάνι.
«Καλώς ήρθατε, κύριε» τον χαιρέτησε ψύχραιμος.
«Θέλω να κοιμηθώ» γκρίνιαξε σαν παιδί ο Άλφρεντ κι έκανε να πέσει εκεί δα στο πάτωμα, μπροστά στα μάτια των έκπληκτων υπηρετών. Τα χέρια τους τον έπιασαν γερά από τα μπράτσα και τον σήκωσαν προς τα πάνω, πράγμα που τον έκανε να αρχίσει να παλεύει να αντισταθεί με έναν τρόπο γελοίο.
«Αφήστε με να κοιμηθώ!» φώναξε.
«Ηρεμήστε, κύριε• θα ξυπνήσετε τη σύζυγό σας, τον μικρό κύριο και τη νεαρή δεσποινίδα» απάντησε ο μπάτλερ σιγανά κι έγνεψε στον αμαξά να εξαφανιστεί και να τακτοποιήσει τα άλογα, αφού η δουλειά που του ανέθεσε η Λίζμπεθ είχε τελειώσει. «Θα πω να σας ετοιμάσουν το μπάνιο για να συνέλθετε» έκανε ύστερα να προτείνει, αλλά ο Νταλ κούνησε το κεφάλι του άγρια πέρα δώθε.
«Όχι!» απάντησε. «Δε θέλω να πλυθώ και δε θέλω να συνέλθω! Και τώρα εξαφανίσου κι άσε με στην ησυχία μου!»
Έσπρωξε άτσαλα τον μπάτλερ μακριά του και κοίταξε τριγύρω σαν χαμένος, προσπαθώντας να αποφασίσει προς ποιο δωμάτιο έπρεπε να κατευθυνθεί. Μέσα στο σκοτάδι και στο μεθύσι του φαινόταν λες κι είχε μπει σε άγνωστο σπίτι. Έσμιξε τα φρύδια του όταν άκουσε τον υπηρέτη να τον πλησιάζει ξανά κι έκανε να στραφεί και να τον διώξει σπρώχνοντας ακόμα πιο δυνατά, όταν ο ήχος μιας γυναικείας φωνής πάγωσε τα πάντα εντελώς ξαφνικά, ακόμα και τον ίδιο τον πάγωσε στη θέση του.
«Τι φωνές είναι αυτές; Ποιος είναι εδώ κάτω;»

Η Λίζμπεθ είχε προβάλει στην κορυφή της σκάλας και το θέαμα που βρήκε μπροστά της την έκανε να αναφωνήσει τρομαγμένη και να καλύψει το στόμα της με το λευκό της χέρι. Της φάνηκε πως στεκόταν στη βάση της σκάλας ξαφνικά όχι ο άντρας της, αλλά ένας αγροίκος που δεν τον γνώριζε και που την κοίταζε με μάτια κατακόκκινα από το ποτό και την κούραση. Της πήρε ώρα μέχρι να συνέλθει και να συνειδητοποιήσει ότι ο Άλφρεντ κατά πάσα πιθανότητα τα κοπανούσε στο λιμάνι με τον καπετάν Μπλομ μέχρι τα ξημερώματα που είχε παρουσιαστεί στο σπίτι του ξανά. Η πιθανότητα ήταν για εκείνη τερατώδης και την έκανε να γίνει κόκκινη από ντροπή• τώρα θα μάθαινε όλος ο κόσμος το ρεζίλι του αρχηγού της οικογένειας Νταλ. Η Άγκνες Κάρλσον με τίποτα δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη και δεν θα της ήταν δύσκολο να τους κάνει βούκινο σε όλους τους κύκλους στους οποίους ίδρωνε η Λίζμπεθ να κρατάει μια καλή εικόνα, έτσι όπως κυλούσε, από φυσικό χάρισμα, η γλώσσα της ροδάνι.
Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.
«Άλφρεντ, για όνομα! Πού ήσουν;» τον ρώτησε, κι εκείνος της χαμογέλασε αθώα κι έκανε μια ακατάληπτη χειρονομία.
«Εντάξει, μην κάνεις έτσι!» γέλασε. «Πρωί είναι ακόμα!»
Η Λίζμπεθ τραβήχτηκε πίσω προσπαθώντας, για λόγους τακτ, να μην ξεσπάσει σε βήχα από την έντονη μυρωδιά του ποτού που εισέβαλλε στα ρουθούνια της κάθε φορά που ο Νταλ άνοιγε το στόμα του.
«Ω, Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Θεέ μου, δεν σε αναγνωρίζω! Εσύ ήσουν μετρημένος, καθωσπρέπει άνθρωπος! Είναι δυνατόν να γυρνάς σ’ αυτά τα χάλια στο σπίτι σου χαράματα;»
Ο Άλφρεντ ξίνισε τη φάτσα του σαν μικρό παιδί που το είχαν μαλώσει κι αυτό καθόλου δεν του άρεσε.
«Είσαι κακιά! Πολύ κακιά!» γκρίνιαξε δυνατά• μόνο που δεν χτύπησε κάτω το πόδι του σαν κακομαθημένο - ευτυχώς, γιατί σ’ αυτήν την περίπτωση η Λίζμπεθ μάλλον θα λιποθυμούσε από τη ντροπή της. Αλλά έβαλε απλώς το χέρι στο μέτωπό της κι είπε, κοιτάζοντας αυστηρά τους υπηρέτες:
«Αφήστε μας μόνους.»

Ο αμαξάς έφυγε βιαστικά ξεχνώντας να χαιρετήσει, θεωρώντας μάλλον πως, για σήμερα τουλάχιστον, το ένα αφεντικό του είχε τρελαθεί, οπότε δεν θα το πρόσεχε. Ο μπάτλερ από την άλλη, με τη συνηθισμένη του δουλοπρέπεια, υποκλίθηκε βαθιά και αθόρυβα αποσύρθηκε προς το υπόγειο, προφανώς για να βάλει σε κίνηση με τις εντολές του την πρωινή υπηρεσία. Όταν είχαν μείνει πια ολότελα μόνοι, η Λίζμπεθ συνέχισε.
«Άλφρεντ, το ξέρεις καλά πως, με τη θέση που έχουμε, η εικόνα μας...» έκανε να πει, μα σταμάτησε απορημένη βλέποντάς τον να την πλησιάζει μ’ ένα μούτρο που ξαφνικά έλαμπε ολόκληρο και νιώθοντας τα χέρια του να τυλίγονται σφιχτά γύρω από τη μέση της.
«Σώπα» τη διέταξε. «Φτάνει πια με την εικόνα μας, πλέον δεν θα χρειάζεται να σκάμε διόλου για την εικόνα μας, χρυσή μου! Δεν θα πιστέψεις τι έγινε απόψε το βράδυ στην ταβέρνα! Που λες, εγώ και ο μικρός ο Μπλομ...»
Τώρα ήταν σειρά της γυναίκας να τον διακόψει.
«Α, ώστε πράγματι ήσουν με αυτόν!» τον μάλωσε σιγανά, αλλά ολοφάνερα θυμωμένα. «Ωραία υποκείμενα βρίσκεις για να συχνάζεις μαζί τους• τι να σου πω! Και καλά αυτός• ναυτικός είναι κι έχει την ακολασία στο αίμα του: ποτό, γυναίκες κι όλα τα παρόμοια! Εσύ όμως! Εσύ, ένας κύριος αξιοσέβαστος, να κάνεις τέτοια πράγματα!»
Ο Άλφρεντ Νταλ ξεφύσηξε σαν να τον ενοχλούσε απέραντα το κήρυγμά της. Περίμενε να τελειώσει κι αμέσως πετάχτηκε:
«Τι με νοιάζει να είμαι αξιοσέβαστος» έκανε, «όταν μπορώ να είμαι πάμπλουτος! Που λες, εκεί που καθόμασταν με τον μικρό Μπλομ στον Θαλασσόλυκο και κάναμε συντροφιά ο ένας στον άλλον, ήρθε ένας γέρος άγγελος από τον Θεό και μας το είπε: στον Ιπτάμενο Ολλανδό, κάπου στη θάλασσα της Δανίας, υπάρχει ένας θησαυρός που μόνο στα όνειρά σου τον έχεις δει! Σκέψου να τον βρω εγώ! Σκέψου πόσο υπέροχο θα ήταν! Ένας θησαυρός αμύθητος, μόνο έναν μήνα μακριά μας - ή και λιγότερο! Να, δες!»

Έβγαλε όλο ενθουσιασμό από την τσέπη του τον χάρτη και της τον έδειξε, περιμένοντας να πετάξει από τη χαρά της. Εκείνη όμως γούρλωσε τα μάτια, μη μπορώντας να καταλάβει από πού είχε ξεκινήσει ξαφνικά όλη αυτή η σαχλαμάρα, στην οποία ο άντρας της έπαιρνε μέρος τόσο πρόθυμα. Δεν έφτανε που ο χάρτης ήτανε μάλλον ψεύτικος, ήταν και σκισμένος στη μέση• ο Άλφρεντ το είχε ξεχάσει ήδη πως, καθώς έφευγαν από τον Θαλασσόλυκο, αυτός κι ο Μπλομ είχαν πάει ταυτόχρονα να αρπάξουν τον χάρτη και, τράβα ο ένας από δω, τράβα ο άλλος από κει, τον έσκισαν σε δυό κομμάτια κι έβαλαν στην τσέπη ο καθένας από ένα, κοιτώντας ο ένας τον άλλον με πονηρή ικανοποίηση, σαν να έλεγαν: «Να σε δω πώς θα κάνεις όταν φτάσεις σπίτι σου και καταλάβεις ότι εγώ έχω τον χάρτη κι εσύ δεν έχεις τίποτα!».
Όμως τόσα ήξεραν, τόσα έλεγαν. Και τώρα είχαν αναπόφευκτα ανάγκη ο ένας τον άλλον αν ήθελαν να βρουν τον θησαυρό.
Στο μεταξύ η Λίζμπεθ άρπαξε τον χάρτη από το χέρι του, τον τσαλάκωσε σε μια μικρή μπάλα και τον πέταξε στο πάτωμα. Ο Νταλ, σοκαρισμένος, έσκυψε βιαστικά, τον σήκωσε και άρχισε προσεκτικά να τον ξετυλίγει για να τον ξαναφτάσει στην αρχική του μορφή. Όταν βεβαιώθηκε ότι καμιά ζημιά δεν είχε πάθει, κοίταξε τη γυναίκα του θυμωμένος.
«Τι έκανες;»
«Αχ, Άλφρεντ, δεν σε αντέχω άλλο!» αγανάκτησε η Λίζμπεθ. «Τι να σου πω! Όχι μόνο γυρνάς μεθυσμένος αλλά λες και τρέλες σαν αλήτης τυχοδιώκτης! Άκου «θησαυρός» και μπούρδες! Ωραίο παράδειγμα θα δώσεις έτσι στον γιο μας!»

Τότε ξαφνικά ο Νταλ την κοίταξε με διαφορετικό ύφος, ήρεμο και κάπως μετανιωμένο. Ήταν ίσως η πρώτη φορά, μετά την παιδική του ηλικία, που στα μάτια του ξεχώρισε μια καθαρότητα και μια καλοσύνη.
«Το ξέρεις ότι ο Λούκας μας είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω» είπε με τη φωνή του να χαμηλώνει ξαφνικά. «Δεν θα έκανα ποτέ τίποτα που θα μπορούσε να είναι κακό για εκείνον. Τίποτα.»

Για μια στιγμή η Λίζμπεθ σάστισε. Ο θυμός της φάνηκε σιγά σιγά να υποχωρεί, όπως τα σύννεφα μετά την τρικυμία. Ίσως ένας από τους λόγους που ποτέ δεν αντιδρούσε στις πτυχές του χαρακτήρα του άντρα της που την προβλημάτιζαν ήταν αυτός: ο Άλφρεντ την ξάφνιαζε συχνά με παθιασμένες εκδηλώσεις της πατρικής του αγάπης προς τον γιο τους κι όταν το έκανε, εκείνη, συνεπαρμένη, έπαυε ξαφνικά να αναρωτιέται και να σκοτίζεται για οτιδήποτε άλλο. Ο Νταλ δεν προσπαθούσε να την αποπροσανατολίσει με ψέματα, τα εννοούσε όσα έλεγε για τον γιο του• το πρόβλημα ήταν ότι συνήθως έμενε στα λόγια. Πιο μεγάλη ευθύνη είχε στο άλλο ζήτημα η ανισόρροπη ψυχοσύνθεση της συζύγου του, που, ακόμα και μετά από δεκατρία χρόνια γάμου, αδυνατούσε να αποφανθεί για το ποιος ήταν σε βάθος ο άνθρωπος που είχε παντρευτεί. Σε μια τέτοια στιγμή αμηχανίας είχε βρεθεί και τώρα και δεν είχε ιδέα πώς να αντιδράσει. Να του φώναζε κι άλλο, να μην έλεγε τίποτε κι απλώς να έφευγε, να τον συγχωρούσε αμέσως;
Τελικά αναστέναξε κι έτριψε τα μηνίγγια της με τις άκρες των δαχτύλων της.
«Άλφρεντ, σε παρακαλώ, πάμε επάνω. Θα κάνεις ένα κρύο μπάνιο για να συνέλθεις κι ύστερα θα μπεις στο κρεβάτι. Είναι ντροπή να είσαι έτσι, και μάλιστα χριστουγεννιάτικα.»
Προς μεγάλη της έκπληξη, πήρε ως απάντηση ένα θετικό νεύμα• απρόθυμο, αλλά θετικό. Ο Νταλ έβαλε τον χάρτη στην τσέπη του.
«Εντάξει, πάμε» συμφώνησε. «Έχεις δίκιο.»

Πιάστηκε γερά από το μπράτσο της κι ανέβηκαν τις σκάλες σιγά σιγά, για να μην κάνουν θόρυβο και ξυπνήσουν τον γιο τους που ήξεραν πως ακόμη θα κοιμόταν. Κάτω στο υπόγειο το υπόλοιπο σπίτι, εκείνο που έμενε κρυμμένο, ξυπνούσε. Οι μαγείρισσες κι οι οικονόμοι, οι καμαριέρες κι ο αμαξάς, άρχιζαν τις εργασίες τους προσέχοντας με θρησκευτική ευλάβεια να μην ξυπνήσουν κάποιο από τα αφεντικά τους από το χτύπημα των παπουτσιών τους στο πάτωμα ή από τους κρότους που έκαναν οι κατσαρόλες κι οι κουτάλες στην κουζίνα. Για τις περιπέτειες του κυρίου κανείς δεν είχε ακόμα ιδέα και δεν ήταν βέβαιο ότι θα μάθαιναν και ποτέ. Η Λίζμπεθ το είχε πάρει απόφαση να μην αφήσει τον άντρα της να παρασυρθεί από τις ανοησίες του Έιναρ Μπλομ. Η οικογένειά της γνώριζε τη δική του• ήξερε τι μούτρο ήταν ο καπετάνιος κάτω από τη συμπαθητική μάσκα του απερίσκεπτου ναυτικού. Ο Άλφρεντ της δεν έπρεπε να ανακατευτεί μαζί του.

Άλλωστε, ποιος νοήμων άνθρωπος μιλούσε για θησαυρούς τη σήμερον ημέραν; Θησαυροί υπήρχαν μόνο στα παραμύθια των πειρατών• ακόμα κι αυτοί, σκέφτηκε η Λίζμπεθ με σαρκασμό, θα έχουν ανακαλύψει πια πως μάταια ψάχνει όποιος κυνηγάει τέτοια ψέματα. Και μάλιστα μέσα στον Ιπτάμενο Ολλανδό; Όποιος κι αν τον ξεγέλασε τον άντρα της, μπορεί κι ο Μπλομ, έπρεπε σίγουρα να αποκτήσει μεγαλύτερη φαντασία.
Ειλικρινά δεν το πίστευε.
«Άκου εκεί Ιπτάμενος Ολλανδός!» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της καθώς έφταναν στο δεύτερο πάτωμα κι εξαφανίζονταν μαζί πίσω από την πόρτα της συζυγικής κρεβατοκάμαρας.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Και τώρα η περιπέτεια αρχίζει. Πώς σας φάνηκε ο καινούργιος χαρακτήρας που εμφανίστηκε, ο καπετάνιος Μπλομ; Καθώς και οι τρεις ναύτες, ο Σάμι, ο Φρανς και ο Μάρκους; Πρόκειται να τους συναντήσετε ξανά...

Πιστεύετε πως ο Νταλ κι ο Μπλομ θα αφήσουν την ευκαιρία να πάει χαμένη; Μήπως πιστεύετε ότι ο θησαυρός είναι ένα ψέμα; Ή αρχίζετε να σκέφτεστε πως ίσως και να υπάρχει;

Continue Reading

You'll Also Like

711 11 43
Η Νίνα είναι μια κοπέλα της σύγχρονης εποχής, όπου δίχως την θέληση της καταλήγει σε έναν οίκο ανοχής και έρχεται αντιμέτωπη με τις αντιξοότητες και...
2.2M 76.6K 26
BOOK ONE OF THE GOLDSTREAK TRILOGY They found her in the middle of the street, small hands woven into short, dark hair, bent over on her knees, sobbi...
110K 6K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...
3.8K 245 47
Δύο αδέλφες η μία παιθανε σε τροχαίο ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται , η άλλη πως θα αντιδράσει όταν μάθει πως η αδερφή της της αφήνει το μεγαλύτερο μέρο...