ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)

271 30 132
                                    

«Ανοίξτε! Ανοίξτε την πόρτα!»

Τα δυνατά χτυπήματα στην βαριά ξύλινη πόρτα μπερδεύονταν με τις βροντές που ξέσκιζαν τον νυχτερινό ουρανό, καθώς η καταιγίδα που μαινόταν εδώ και ώρες πάνω από την πόλη όλο και αγρίευε. Οι δρόμοι κοντά στο λιμάνι, όπου βρισκόταν το κτίριο της εμπορικής εταιρείας Νταλ και Κάρλσον, πλημμύριζαν από τις σταγόνες της βροχής που έπεφταν με θόρυβο στα παράθυρα και στις στέγες και γέμιζαν νερό τις τρύπες ανάμεσα στις πέτρες από τις οποίες ήταν φτιαγμένοι. Φεγγάρι δεν φαινόταν πουθενά πίσω από τα εχθρικά γκρίζα σύννεφα• το λιμάνι ήταν πνιγμένο στο σκοτάδι, με εξαίρεση το λιγοστό φως που χυνόταν από κάποιο φανάρι του δρόμου στην ομίχλη. Με κόπο έβρισκαν οι άνθρωποι που περνούσαν πάνω κάτω τους δρόμους τους παράλληλους και τους κάθετους τον δρόμο τους, συχνά σκόνταφταν ή έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον, ενώ από τους επιβάτες στις λίγες άμαξες που κυκλοφορούσαν ακούγονταν ξαφνικά μέσα στη σιωπή οργισμένες κατάρες και βλαστήμιες για τα τραντάγματα της άμαξας στις γεμάτες νερό λακκούβες. Πέρα όμως από αυτήν την κίνηση, δεν συνέβαινε τίποτα το ενδιαφέρον απόψε στην οδό της εμπορικής εταιρείας, στην αρχή του λιμανιού του Ελσίνκι.

Ήταν απόψε η εικοστή δεύτερη νύχτα του Δεκέμβρη του 1835 και οι καμπάνες όπου να ’ναι θα σήμαιναν μεσάνυχτα, ωστόσο, παρά την προχωρημένη ώρα και το κλίμα των εορτών που έκλεινε από νωρίς τα περισσότερα γραφεία και καταστήματα, ο Άλφρεντ Νταλ βρισκόταν ακόμη κλεισμένος στο δικό του γραφείο, κάπου μέσα στο τεράστιο κτίριο στο οποίο στεγαζόταν η εταιρεία Νταλ και Κάρλσον, βαθιά συλλογισμένος. Τα κεριά που ήταν σκορπισμένα σε διάφορες γωνιές του δωματίου έφτιαχναν κατάμαυρες σκιές στους ψηλούς τοίχους που περικύκλωναν την σκυφτή φιγούρα του, καθισμένη στο ξύλινο σκαλιστό τραπέζι στο κέντρο, πάνω από στοίβες σκονισμένα χαρτιά. Ο Άλφρεντ Νταλ διέσχιζε ακόμα τα τριάντα εννέα κι όμως το αυστηρό γκριζοπράσινο βλέμμα του και η συνήθειά του να εργάζεται πάρα πολύ και ταυτόχρονα να διασκεδάζει πολύ λίγο πρόσθεταν στα μάτια όσων των αντίκριζαν περίπου δέκα χρόνια ακόμα στην ηλικία του, όπως και τα μαλλιά του, τόσο ξανθά που έμοιαζαν άσπρα, λες κι ήταν ήδη γέρος. Στο σώμα όμως ήταν πολύ γεροδεμένος, ψηλός σαν βουνό, με αρκετά αξιοσέβαστο προγούλι για τα χρήματα που είχε και τον σεβασμό από την υψηλή κοινωνία που άξιζε το όνομά του, με μεγάλα χέρια και τραχιά δάχτυλα. Αν είχε γεννηθεί χαμάλης κι όχι πάμπλουτος αστός, ο Νταλ θα μπορούσε ως και ανθρώπους να μεταφέρει στα χέρια• τέτοια ήταν η δύναμη που είχε από τη φύση του αλλά δεν την χρησιμοποιούσε συχνά, έως και καθόλου. Συνήθως κρατούσε την πλάτη του ίσια σαν τόξο είτε καθιστός είτε όρθιος, εκτός από τις ώρες που η νύχτα τον έβρισκε πάνω από έγγραφα με ψιλά γράμματα και κουραστικές λεπτομέρειες που έπρεπε να εξετάσει στο χλωμό και αδύναμο φως των κεριών. Τότε έγερνε από πάνω τους, όπως απόψε, για να μην χάσουν τα μάτια του ούτε λέξη.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα