ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)

68 8 37
                                    

Μακριά τους, πίσω στο λιμάνι του Άαλμποργκ, το φλεγόμενο Μπέλουα είχε αρχίσει να προκαλεί το ενδιαφέρον και την ανησυχία όλων. Ο ψαράς που είχαν δει ο Άλφρεντ Νταλ και ο Μπλομ πριν στην παραλία είχε διασχίσει τρέχοντας ολόκληρο τον δρόμο τον παράλληλο στη θάλασσα φωνάζοντας πως ένα καράβι στην προκυμαία καιγόταν. Εργάτες και ναυτικοί, γυναίκες και παιδιά και γέροι όρμησαν έξω από τις ταβέρνες και τα σπίτια τους και βγήκαν στον δρόμο, πέφτοντας ο ένας πάνω στον άλλον, για να δουν το φλεγόμενο πλοίο. Το τεράστιο πλήθος που κοντανάσαινε και αλάλαζε βλέποντας το καράβι να παραδίνεται στη φωτιά μπλόκαρε τις άμαξες και τα άλογα, κι ως αποτέλεσμα, οι ευγενείς και οι πλούσιοι αστοί που μετακινούνταν μ’ αυτά κατέβηκαν και μπλέχτηκαν κι αυτοί με τη φτωχολογιά. Το λιμάνι γέμισε ασφυκτικά από ανθρώπους κι οι υπηρέτες έτρεξαν, κατά διαταγή των αφεντικών τους να ειδοποιήσουν την αστυνομία της πόλης.

Η αναταραχή έφτασε φυσικά και στο μέρος όπου έμεναν οι ναυτικοί του Μπέλουα. Εκείνος ο εργάτης, ο Άνκερ, που τους θυμόταν από νωρίτερα, έτρεξε μέσα στο πανδοχείο φουριόζος και σταμάτησε αλαφιασμένος στο τραπέζι τους ενώ έτρωγαν.
«Εσείς δεν είστε από το καράβι που μόλις έφτασε;» τους ρώτησε.
Πέντε κεφάλια γύρισαν προς το μέρος του ταυτόχρονα, κάποια με πρόσωπα βαριεστημένα, κουρασμένα και ίσως κάπως μελαγχολικά.
«Ναι, εμείς» του απάντησε εκ μέρους όλων ο Φρανς. «Γιατί;»
Ο Άνκερ έμεινε έκπληκτος.
«Καλά, δεν έχετε πάρει χαμπάρι πως το πλοίο σας εδώ και ώρα καίγεται;» τους ρώτησε.
«Τι έκανε λέει;» τινάχτηκε μέχρι πάνω ο Μάρκους και οι υπόλοιποι δεν άργησαν να τον μιμηθούν.
Έτρεξε στο παράθυρο. Ο Γιόνας και ο Φρανς τον πήραν πρώτοι στο κατόπι και ακολούθησαν ο Ελίας και ο νάνος.
«Μην σπρώχνετε, ντε!» τους παραπονέθηκε ο Φρανς.
Τα πέντε ζευγάρια μάτια αντίκρισαν γουρλωμένα το θέαμα ενός καραβιού, του καραβιού τους, που έγερνε έτοιμο να λυγίσει πίσω από το πλήθος του λιμανιού και την προκυμαία έχοντας πραγματικά λαμπαδιάσει, και ρίχνοντας βίαια το φως από τις λάμψεις της φωτιάς που το κατέτρωγε στο σκοτεινό μαύρο του ουρανού. Η πόλη ολόκληρη είχε φωτιστεί, και σιγά σιγά, κομμάτι κομμάτι, κοίταζε σε αναβρασμό το ταλαιπωρημένο Μπέλουα να διαλύεται.
«Διάολε! Διάολε!» έκανε ο Μάρκους, και χωρίς να πει τίποτα στους υπόλοιπους, πετάχτηκε κι άρχισε να τρέχει προς τα έξω, σπρώχνοντας όποιον βρήκε μπροστά του.
«Στάσου, Μάρκους, περίμενε!» φώναξε ο Φρανς και βγήκε κι εκείνος στον δρόμο, μαζί με τους υπόλοιπους.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now