ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)

92 10 79
                                    

Νωρίς το μεσημέρι, το Μπέλουα φόρτωσε ολόφρεσκες προμήθειες, το πλήρωμα σε απαρτία, τον Άλφρεντ Νταλ - με ελαφρά κέφια που έφευγαν από το νησί, αλλά και με φανερό κατσούφιασμα για τη συζήτηση με τον Μπλομ - μαζί με τα παιδιά του και τέλος τον Βάλτερ, που αισθανόταν ξαφνικά ολότελα κομπάρσος στο όλο σκηνικό, κι αναχώρησε για δεύτερη φορά, τώρα από το λιμάνι του Βίσμπυ.

Καθώς το καράβι ξεμάκραινε από την ακτή και ορμούσε στα ανοιχτά, μέσα σ’ ένα σύννεφο παχιάς χειμωνιάτικης ομίχλης και παγωμένης υγρασίας, ο άνεμος ξεσήκωσε μ’ ένα μπουρίνι τα κύματα. Σκούρα και κρύα, χωρίς ν’ αφήνουν να φαίνονται ούτε στάλα τα μυστικά του βυθού που σκέπαζαν, τα μυριάδες παιδιά της θάλασσας φούσκωσαν, τινάχτηκαν ψηλά κι άρχισαν να γλύφουν λάγνα σχεδόν το ταλαιπωρημένο φαλαινοθηρικό, σαν να έμπαιναν στον πειρασμό να το πάρουν μαζί τους στην άβυσσο. Τα βράχια έσκυβαν κι εκείνα, μυτερά κι επιβλητικά, πάνω από το καράβι και το κοιτούσαν απειλητικά, σαν όρνεα, λαχταρώντας, θαρρείς, να του σκίσουν τα πανιά, να του σπάσουν τα κατάρτια, να του διαλύσουν το κατάστρωμα και έτσι κατεστραμμένο ολότελα να παραδώσουν το μικρό φαλαινοθηρικό στην αγκαλιά της παγερής Βαλτικής που στέναζε από κάτω του. Στεναγμοί γυναίκας τρελής από ηδονή για τα χάδια ενός εραστή που είχε στερηθεί έμοιαζαν οι ήχοι των κυμάτων εκείνο το μεσημέρι που ξεκίνησε απ’ το Βίσμπυ το Μπέλουα.

Μαζί με τα κύματα στέναζε κι ο Βάλτερ, αιώνια ερωτευμένος και αιώνια βυθισμένος στις ίδιες σκέψεις και τις ίδιες εικόνες. Φορές φορές κι ο ίδιος του ακόμα ανησυχούσε για την τυραννία που επέβαλε στον νου του η Κλάρα κι ο τρόπος που βασάνιζε την καρδιά του• μια τυραννία που άγγιζε, μέρα με τη μέρα, τα όρια της εμμονής. Μα ο Βάλτερ αρνιόταν να δει κακό σ’ αυτήν την εμμονή, που την ερμήνευε σαν παθιασμένη λατρεία ενός ποιητή για τη μούσα του, σαν μεγαλειώδη έρωτα κάποιου αρχαίου επικού ήρωα, από αυτούς που κρατάνε χρόνια και αργούν να αφήσουν τη σιωπή, τα όνειρα και τους συλλογισμούς και να περάσουν στα λόγια και τα - πλατωνικά φυσικά - έργα. Αρνιόταν να δει σκοτάδι μέσα στο γαλήνιο φως που τύλιγε τη μορφή της ποθητής αγαπημένης κάθε φορά που εκείνη εμφανιζόταν μπρος στα νοητά του μάτια. Γιατί να το δει, άλλωστε, όταν και τα δικά της τα μάτια του είχαν πει ξεκάθαρα πως του ’διναν την άδεια να προσπαθήσει να την κατακτήσει; Και θα τα κατάφερνε, πολεμώντας με τη μοναδική δύναμη που ένιωθε να του δίνει ο έρωτας τον Νταλ ή όποιον άλλον έβρισκε στον δρόμο του.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now