ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)

89 7 60
                                    

Καθώς βράδιαζε για τα καλά και το πλοίο συνέχιζε την πορεία του, ένα πολύ φιλόδοξο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει με τη βοήθεια του φωτός τη στεριά του Άαλμποργκ να σκάει μύτη από πολύ μακριά. Χρειαζόταν ίσως και λίγη φαντασία, ίσως και λίγη ανυπομονησία να φτάσει το καράβι στον επόμενο προορισμό του. Όμως το μετά, αυτό κατά βάθος όλους τους τρομοκρατούσε. Πόσο μάλλον τώρα, που το πλήρωμα ολόκληρο είχε μάθει για τον Ολλανδό και την αναζήτηση του θησαυρού. Το ίδιο βράδυ και το επόμενο θα άρχιζαν ήδη μεταξύ των ναυτικών να ψιθυρίζονται όλες οι διαφορετικές ιστορίες και εκδοχές που γνώριζαν για το θρυλικό πλοίο. Ιστορίες για τρελούς καπετάνιους που τα έβαζαν με τον ίδιο τον διάβολο, για φαντάσματα, για γυναίκες που θα απάλυναν με την αγάπη τους την ψυχή του κολασμένου πλοιάρχου. Θα περιέγραφαν οπτασίες του πλοίου, τυλιγμένες σε υπερφυσική ομίχλη και αλλόκοτες λάμψεις φωτός που έσκιζαν τα σύννεφα κι έφταναν ως το νερό της θάλασσας, κάνοντάς το να αναταραχτεί σε πανίσχυρες τρικυμίες. Ήταν η δυσοίωνη δύναμη του αιμοδιψή Ολλανδού καπετάνιου και του πληρώματός του, που γύρευαν να παρασύρουν στη δική τους σκοτεινή μοίρα κι άλλα πλεούμενα.

Ως και ο Νταλ κόντευε να πιστέψει όλους αυτούς τους μύθους πια. Στην καμπίνα του γιου και της κόρης του, βυθισμένος στη σιωπή και το σκοτάδι, καθόταν σ’ ένα από τα κρεβάτια. Ο Λούκας είχε αποκοιμηθεί πάνω στα γόνατά του κι εκείνος του χάιδευε τα μαλλιά αφηρημένος. Η κόρη του δεν έλεγε να φανεί. Σκέφτηκε πως θα ήταν με τον Βάλτερ. Τον είχε όντως εξαντλήσει αυτή η ιστορία• θα το άφηνε πάνω της. Ένα δικό της λάθος δε θα του κόστιζε τίποτα• εξαρχής ο ερχομός της στην οικογένεια δεν ήταν τίποτε πέρα από ένα λάθος. Αν δεν είχε γεννηθεί εκείνη τη νύχτα του 1835 εκείνη, αν είχε γεννηθεί ένα αγόρι, πολλά δε θα είχαν συμβεί, πολλά για τα οποία μέρες τώρα τρωγόταν με τους φόβους του. Ίσως να μην σκότωνε την Έμπα με τις πράξεις του. Ίσως να μην έφτανε στο σημείο να πάρει τη Λίλυα με το ζόρι. Ίσως να μην πέθαινε, ίσως το παιδί της να μην είχε χαθεί ποτέ, άγνωστο για πού. Ήταν μεγάλη ειρωνεία που ο Νταλ αγνοούσε ότι αυτό το παιδί βρισκόταν μια ανάσα μόλις μακριά του. Ότι αν κατέβαινε στο εσωτερικό του καραβιού και σταματούσε στο ένα απ’ τα μοναδικά δύο φωτισμένα αμπάρια, θα τον έβλεπε κατευθείαν εκεί, μεγαλωμένο κι ολοζώντανο.

Ο Γιόνας ήταν ξαπλωμένος ξανά στην ίδια ξύλινη τάβλα που τον είχε φιλοξενήσει αναίσθητο τις πρώτες του ώρες στο Μπέλουα. Πόσος καιρός είχε περάσει; Καθισμένος δίπλα του, ο Μάρκους έβρεχε το πιο καθαρό πανί που είχε καταφέρει να βρει στο πλοίο με βότκα και προσπαθούσε κάπως να του καθαρίσει τις φρέσκες πληγές από το μαστίγιο, κάτι που ομολογουμένως δεν είχε πάντα επιτυχία.
«Διάολε, αν δεν σταματήσεις να κουνιέσαι, ορκίζομαι ότι θα σε καρφώσω εδώ πάνω!»
Ο Γιόνας ανασηκώθηκε ελάχιστα και τον κοίταξε απότομα.
«Μα πονάει! Επίτηδες το κάνεις;» γκρίνιαξε σαν μικρό παιδί.
Ο Μάρκους του έσπρωξε το κεφάλι προς τα κάτω, αναγκάζοντάς τον να ξαπλώσει ξανά.
«Κοιτάξτε εδώ έναν γενναίο δαμαστή των Επτά Θαλασσών!» κορόιδεψε και συνέχισε τη δουλειά του, μόνο λιγάκι πιο προσεκτικά. «Πραγματικά λυπάμαι τον φίλο σου τον Ίνγκβαρ που σε φρόντιζε όταν σε μαστίγωνε εκείνος ο τρελάρας ο Νορβηγός.»
Ο Γιόνας δεν απάντησε τίποτα. Όσο ο Μάρκους τον βοηθούσε με τις πληγές τους, και μ’ αφορμή τη συμφιλίωσή τους, του είχε πει τα πάντα. Όλη του την ιστορία, από την αρχή μέχρι το τέλος. Πλέον αισθανόταν ότι τον εμπιστευόταν, κι ο Μάρκους το ίδιο. Μοιράστηκε κι εκείνος κάποιες δικές του αναμνήσεις από το παρελθόν, από παλιότερα ταξίδια του, από τη χαμένη του οικογένεια.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now