ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)

106 12 90
                                    

Στο μεταξύ, στο σπίτι των Νταλ, πάντα απομακρυσμένο και μοναχικό, το πνεύμα της γιορτής είχε αρχίσει να πεθαίνει, μαζί με την ημέρα, που είχε ολότελα παραδοθεί στην αγκαλιά της σκοτεινής χειμωνιάτικης νύχτας. Όλα τα δωμάτια ήτανε φωτισμένα, μα τα πιο πολλά δεν είχαν ζωή• κανένας δεν περπατούσε μέσα τους. Μονάχα στον πύργο του Λούκας και στην κάμαρα της Κλάρας πήγαιναν πάνω κάτω οι υπηρέτριες, ετοιμάζοντας με φροντίδα τα απαραίτητα για το ταξίδι. Ένα ταξίδι του οποίου τον αληθινό λόγο ο Νταλ δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν εκτός από την οικογένειά του. Ωστόσο, τα νέα ταξίδευαν πίσω από την πλάτη του αυστηρού αφέντη του σπιτιού. Ο δύσμορφος μπάτλερ, που ήταν παρών τη νύχτα που γύρισε ο κύριός του στο σπίτι με τον χάρτη, σφύριξε όσα είχε δει στο αυτί της μαγείρισσας κι εκείνη τα πρόλαβε στη Σάννα. Η ροδομάγουλη κοπέλα τώρα ετοίμαζε τις φορεσιές του μικρού της αφέντη αμίλητη και περίλυπη για τον πατέρα του, που δεν είχε πια τρόπο να ξεφύγει από την κόλαση, μ’ αυτή τη νέα του τρέλα, στην οποία παρέσερνε και τα παιδιά του αδίστακτα.

Ο Λούκας έδειχνε ενθουσιασμένος παρ’όλα αυτά. Δεν τον χωρούσε ο τόπος από την ανυπομονησία. Από το πρωί ως το βράδυ τριγύριζε χωρίς να σταματήσει καθόλου μέσα στο σπίτι, στον κήπο, στον πύργο του. Κι είχε ταράξει τον πατέρα του στις ερωτήσεις για το ταξίδι, τον θησαυρό, το καράβι, τον καπετάνιο. Ερωτήσεις στις οποίες ο Νταλ απαντούσε πολύ πρόθυμα, ευχαριστημένος με την πλάνη πως ο γιος του είχε αρχίσει να σκέφτεται σαν αυτόν. Η μητέρα του από την άλλη είχε μαραζώσει. Μόνο που δεν είχε βάλει τα κλάματα• έκανε σαν ο Νταλ να επρόκειτο να στείλει τον Λούκας μακριά της για πάντα. Κάθε φορά που τον έβλεπε, τον φώναζε κοντά της, τον αγκάλιαζε σφιχτά, του χάιδευε τα μαλλιά, τον φιλούσε στο κεφάλι και στα μάγουλα. Ο Λούκας κάποια στιγμή γκρίνιαξε.
«Θα με σκάσεις, μαμά» παραπονέθηκε ευγενικά, προσπαθώντας να ξεφύγει από το σφιχτό της κράτημα.
Η Λίζμπεθ χαμογέλασε θλιμμένα, σκούπισε γρήγορα γρήγορα ένα δάκρυ που έκανε δειλά να κυλήσει στο λευκό της μάγουλο, τον άφησε και είπε σιγανά και κουρασμένα:
«Συγγνώμη, αγοράκι μου, αλλά θα μου λείψεις πολύ.»
Η Κλάρα, που στεκόταν κοντά στη φωτιά, παρατηρούσε τη σκηνή από μακριά με τα χείλη σφιγμένα. Δεν το πίστευε, αλλά ένα κομμάτι της είχε λυπηθεί για τη Λίζμπεθ κι ένα άλλο τη βασάνιζε με τύψεις για τις αμφιβολίες της ότι η μητέρα του Λούκας τον αγαπούσε αληθινά. Είδε τον μικρό να την κοιτάζει συμπονετικά και να παίρνει το ένα της χέρι στο δικό του.
«Μη στενοχωριέσαι» απάντησε. «Θα ξανάρθουμε. Και θα έχουμε βρει τον θησαυρό του Ολλανδού

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Où les histoires vivent. Découvrez maintenant