ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)

77 11 55
                                    

Ο Γιόνας άνοιξε τα μάτια του αρκετή ώρα αργότερα, όταν πια δεν θα προλάβαινε να κάνει τίποτα για να αποφύγει το αναγκαστικό ταξίδι με το καράβι του Μπλομ. Ο Φρανς και ο Σάμι κινδύνεψαν να φάνε της χρονιάς τους από τους Νορβηγούς που είχαν σύρει με τον ίδιο τρόπο στο πλοίο, οι οποίοι είχαν συνέλθει ώρα πριν. Ο καπετάν Μπλομ τους εξήγησε με τον συνήθη αλαζονικό και επιβλητικό τρόπο του πως ούτε είχε, ούτε ήθελε να ετοιμάσει συμβόλαια για το ταξίδι• αυτό το ξεκαθάρισε στους άντρες του που γνώριζαν για τον θησαυρό από νωρίς. Αν επισημοποιούσε αυτό το ιδιαίτερο ταξίδι του Μπέλουα, ποιος ξέρει πόσα άπληστα χέρια θα απλώνονταν προς τον θησαυρό στον οποίο μόνο εκείνος κι ο Άλφρεντ Νταλ θεωρούσαν πως είχαν δικαίωμα. Όχι συμβόλαια λοιπόν. Αρπάζοντας με το τέχνασμα της επίθεσης με σπασμένο μπουκάλι έναν και άλλους τρεις ναύτες, το πλοίο ξεκίνησε δυναμικά τη διαδρομή του προς το άγνωστο όνειρο και τον τρομερό Ιπτάμενο Ολλανδό. Αν πραγματικά υπήρχε, δηλαδή.

Σ’ ένα από τα αμπάρια του πλοίου, ο Γιόνας ανέκτησε τις αισθήσεις του σιγά σιγά, καθώς το μεσημέρι έδινε τη θέση του στο ήσυχο, κατασκότεινο απόγευμα. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα - και εντελώς άτσαλα - πάνω σε μια σκληρή ξύλινη τάβλα. Το πρώτο πράγμα που ένιωσε, πριν καν ξεθολώσει η όρασή του καλά καλά, ήταν ένας δυνατός πόνος στο κεφάλι. Προσπάθησε να ανασηκωθεί, μα ήταν κακή ιδέα. Κοιτώντας γύρω του πιο μπερδεμένος από ποτέ, πάλεψε να θυμηθεί πώς μπορεί να είχε ξυπνήσει μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, που σίγουρα δεν ήταν το δωμάτιο που είχε καταφέρει τον Σουηδό να του δώσει στον Θαλασσόλυκο. Αλλά δεν του ερχόταν τίποτα στο μυαλό. Είχε χάσει ολότελα την αίσθηση του χρόνου, το μέρος δεν του θύμιζε, όσο και να το ερευνούσε, τίποτα. Ώσπου ξαφνικά διέκρινε δίπλα του τη μορφή ενός άλλου άντρα, που κάπνιζε αμίλητος, καθισμένος πάνω σε ένα παλιό βαρέλι, έχοντας του τη μισή πλάτη γυρισμένη. Πριν όμως τον παρατηρήσει καλά, εκείνος γύρισε αδιάφορα το κεφάλι του προς το μέρος του και, βλέποντάς τον ξύπνιο, ξαφνιάστηκε• τον κοίταξε με περιπαιχτική συμπάθεια.
«Α, επιτέλους! Καλώς τονε!» έκανε.

Ο Μάρκους χαμογέλασε κάτω από τα ξανθά, αραιά για την ώρα, γένια που κάλυπταν τα μάγουλά του. Ο Γιόνας ανασηκώθηκε με κόπο και στηρίχτηκε στα χέρια του που έτρεμαν. Ένιωθε τον πόνο να επιμένει και να τον καίει κάπου πάνω από τον σβέρκο. Ψηλάφισε με το ένα του χέρι κι άγγιξε μια δεμένη πληγή, ένα τσαλακωμένο μαντίλι ελαφρώς ματωμένο, ενώ κοιτούσε τριγύρω απορημένος.
«Τι στο...» μουρμούρισε. «Το κεφάλι μου....» έκανε ύστερα πιάνοντας ξανά την πληγή.
Ο Μάρκους τον κοίταξε απολογητικά.
«Ε, ναι, φοβάμαι ότι χτύπησες λίγο άσχημα στον δρόμο» έκανε. «Δεν το είχα υπολογίσει. Αλλά σου το έδεσα και είναι καλά, οπότε περασμένα ξεχασμένα!» και χαμογέλασε ξανά.
Είχε αναμφίβολα ανακτήσει το σχεδόν χαμένο κέφι του στη θάλασσα κι έλαμπε, θαρρείς, ολόκληρος, σε πλήρη αντίθεση με τον εντελώς χαμένο και ζαλισμένο κοκκινομάλλη απέναντί του.
Στο μεταξύ εκείνος, αρχίζοντας να αισθάνεται το κούνημα μπρος πίσω του καραβιού και να σκέφτεται ότι το μέρος όπου βρισκόταν θα μπορούσε θαυμάσια να είναι αμπάρι, κοίταξε τον Μάρκους σαστισμένος.
«Για μισό λεπτό...σε καράβι είμαστε, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now