ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)

69 12 54
                                    

Το Μπέλουα ήταν ένα παλιό και ταλαιπωρημένο καράβι, όσο κι αν στις ημέρες της δόξας του δεν υστερούσε σε τίποτε από οποιοδήποτε άλλο φαλαινοθηρικό είτε στη Φιλανδία είτε στη Σκανδιναβία ή σ’ όλη την ήπειρο. Μετά το ατύχημα στα νορβηγικά βράχια, αγκομαχούσε ώσπου να πάρει μπρος και να ακολουθήσει τον άνεμο• φυσικά οι πληγές του στην πλώρη είχαν επιδιορθωθεί πριν ακόμη γυρίσει στο Ελσίνκι, ο Έιναρ Μπλομ έκανε μεγάλες προσπάθειες να είναι προσαρμοστικός, άλλωστε το είχε ανάγκη το καράβι για να φτάσει στον θησαυρό, κι οι ναυτικοί παρά τη φανερή δυσαρέσκειά τους δούλευαν πυρετωδώς για να μπει το πλοίο σε κλίμα ταξιδιού. Οι γκρίνιες όμως δεν έλειπαν• το ξύλο του καταστρώματος έτριζε ανατριχιαστικά, τα πανιά ήταν για κλάματα κι ήθελαν όλο ράψιμο και μπάλωμα, φούντωσε καβγάς όταν οι άντρες πήγαν να μοιράσουν τις βάρδιες και τις αγγαρείες κι επίσης ανακάλυψαν πως ένας από αυτούς που είχαν σοφότατα προλάβει να λιποτακτήσουν από το Μπέλουα ήταν κι ο μάγειρας του προηγούμενου ταξιδιού. Και στο ποιος θα τον αντικαθιστούσε, τα βρήκαν σκούρα.

Ένας μισός Φιλανδός μισός Σουηδός που είχε δουλέψει αρκετά χρόνια σε ναυτικές ταβέρνες αρνήθηκε τη δουλειά κατηγορηματικά, κι ας ήταν ο πρώτος που πρότειναν όλοι.
«Εγώ δεν ξαναμπαίνω σε κουζίνα ούτε με το μαχαίρι στον λαιμό μου» έκανε, έγειρε πίσω κι άπλωσε τα πόδια του μ’ ένα χασμουρητό• εκτός από έμπειρος στα μαγειρικά, ήτανε και τεμπέλης και μόνιμα νυσταγμένος.
Ο Μάρκους, που είχε αναλάβει ξανά ηγετικά καθήκοντα, τον κοίταξε και χαμογέλασε πλατιά.
«Ή αυτό ή θα βγάζεις τη βραδιά ξάγρυπνος πάνω στο κατάρτι» έκανε με μαεστρία την πρότασή του, «και τον ύπνο ξέχνα τον. Αυτές είναι οι μόνες δουλειές που σου μείνανε. Εσύ αποφασίζεις.»
Τα γαλαζοπράσινα μάτια του νωθρού του συναδέλφου τον κοίταξαν με απέραντη απελπισία και μίσος μαζί. Ήξεραν κι οι δύο ότι τον ύπνο δεν μπορούσε να τον θυσιάσει κι ότι στη νυχτερινή βάρδια θα αποτύγχανε και ίσως να κατέληγε στη θάλασσα από το χέρι του Μπλομ. Σταύρωσε τα χέρια του μπροστά στο στήθος σαν άτακτο παιδί που ξέρει πως πρέπει να δεχτεί την τιμωρία του.
«Βρε, άντε χάσου!» γρύλισε στον Μάρκους που πάλευε μάταια να πνίξει τα γέλια του κι απομακρύνθηκε με βαριά βήματα προς τα ενδότερα του Μπέλουα, όπου βρισκόταν μεταξύ άλλων κι η παλιά κουζίνα και το κελάρι, εφοδιασμένο με ολοκαίνουργιες προμήθειες - φυσικά ξεχωριστές για το πλήρωμα και ξεχωριστές για τον καπετάνιο κι όλο το πλήθος που είχε πεισμώσει να κουβαλήσει μαζί του: τον φίλο του τον έμπορο με τα παιδιά του και τον - παντελώς ξέμπαρκο στα μάτια όλου του πληρώματος - ανιψιό του.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now