ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)

114 12 71
                                    

Η ώρα του προγεύματος κύλησε ανέλπιστα γρήγορα για την Κλάρα και τον Βάλτερ, που ένιωθαν κι οι δυο ότι δεν τους χωρούσε ο τόπος. Τους φάνηκε ότι πέρασαν λίγα μόνο λεπτά στην καμπίνα του Μπλομ, την πιο μεγάλη και άνετη στο πλοίο, πάνω από ένα πιάτο σούπας με κομμάτια ψαριού, ακούγοντας τους οργανωτές του ταξιδιού, τον καπετάνιο και τον έμπορο, να συζητούν σαν πομπώδεις νεαροί ευγενείς περί ανέμων και υδάτων με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Ο Λούκας στο μεταξύ ήταν απόλυτα προσηλωμένος είτε στο να κυνηγάει το ψάρι μέσα στη σούπα του είτε στο να προσπαθεί να μιμηθεί τον σχεδόν γελοία αριστοκρατικό τρόπο με τον οποίο έτρωγε ο Βάλτερ, που καθόταν ακριβώς δίπλα του. Αναρωτιόταν πώς κατάφερνε ο νεαρός να κρατάει το κορμί του στητό συνεχώς και κυρίως να ρουφάει τη σούπα αθόρυβα και χωρίς να πιτσιλάει ούτε στάλα, σε αντίθεση με εκείνον, που πάλευε να μην τα κάνει χάλια, νιώθοντας στο μεταξύ το παρατηρητικό κι αυστηρό βλέμμα της αδερφής του να κρέμεται από πάνω του.

Ο Βάλτερ αδυνατούσε ακόμα να καταπιεί το προηγούμενο φέρσιμο του Νταλ, που σαν μαντρόσκυλο είχε ύπουλα κι απότομα δείξει τα δόντια του, θέλοντας στην ουσία να του πει μ’ όλες εκείνες τις κουταμάρες που ’χε αραδιάσει: μακριά από την κόρη μου. Τι αψυχολόγητη στάση, συλλογιζόταν βαριεστημένα ο νεαρός, που ποτέ δεν αρεσκόταν στο να παλεύει να λύσει γρίφους που δεν καταλάβαινε. Ήξερε πως ο Νταλ δεν έδινε δεκάρα για την πραγματική ευτυχία της κόρης του• και το χείριστο υποκείμενο να τολμούσε να κάνει την ιεροσυλία να πλησιάσει αυτό το αγνό και σπάνιο στα μάτια του Βάλτερ πλάσμα, ο Νταλ θα τον έκανε γαμπρό του πρόθυμα, αρκεί να κατείχε δύο πράγματα: θέση στην αιώνια καλή κοινωνία των Σουηδών του Ελσίνκι - Σουηδών κατά προτίμηση - και αρκετό χρήμα.
Προφανώς λοιπόν, ένας απλός, ταπεινός Βάλτερ Κάρλσον του έπεφτε λίγος. Και το δυστύχημα για εκείνον ήταν ότι ο νεαρός το είχε καταλάβει καλά αυτό, παρά τους μάταιους δήθεν διπλωματικούς χειρισμούς που είχε προσπαθήσει να κάνει στο ζήτημα. Ο Βάλτερ είχε αποφασίσει πως δε θα του τη χάριζε• για πρώτη φορά, ένιωθε πως η αριστοκρατική περηφάνια του - η ελάχιστη που διέθετε δηλαδή - είχε πληγεί ανεπανόρθωτα, κι αν κάτι τον ερέθιζε πιο πολύ ήταν το ότι την είχε θίξει ένα υποκείμενο σαν τον Νταλ, ένας εμποράκος ξεπεσμένος ολότελα, που αναζητούσε τη σωτηρία του σε φανταστικούς θησαυρούς.

Γέλα και θα σου δείξω εγώ, σκέφτηκε λοξοκοιτάζοντας τον άντρα, ο οποίος όταν ένιωσε το βλέμμα του νεαρού πάνω του, χαμογέλασε ανυποψίαστος.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now