ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)

120 10 55
                                    

Ο χειμώνας του 1840 κατέφθασε σε όλο του το μεγαλείο ήδη από τις αρχές του Δεκέμβρη, σέρνοντας από πίσω του σαν κάπα μια αλύπητη παγωνιά κι έχοντας στο ένα του πλάι το χιόνι, πιο κρύο και δολοφονικό από ποτέ, και στο άλλο του τον άνεμο, που δεν έλεγε να μεγαλώσει κι αποζητούσε σαν παιδί εξαντλητικά παιχνίδια με τα δάση, τα σπίτια, τη θάλασσα, αλλά και τους ανθρώπους. Τα πάντα γύρω από το μέγαρο των Νταλ, αλλά και μέσα στο Ελσίνκι, λύγισαν μπροστά στην τρομακτική δύναμη της πιο αλύπητης εποχής του χρόνου. Η πόλη δέσποζε πια κάτασπρη από μακριά, κι η μικρή Κλάρα την κοιτούσε ονειροπόλα καθισμένη στο περβάζι στα μεγάλα παράθυρα του σπιτιού με τις βαριές κουρτίνες, ώσπου κάποιος υπηρέτης να τη βρει και να τρέξει να της πει να κατέβει για να μην χτυπήσει.

Ο γερο-χειμώνας έφερε μαζί του και τα πέμπτα της γενέθλια. Ωστόσο η Κλάρα έμοιαζε ήδη τρία ή τέσσερα χρόνια πιο μεγάλη με την εξυπνάδα που είχε από τη φύση της, τα πολλά μαθήματα που έπαιρνε, τις ώριμες συζητήσεις που ξεκινούσε μαζί της η μανούλα Βίλμα, αλλά και - κυρίως - με την αιώνια λύπη που καθρεφτιζόταν χωρίς ούτε η ίδια να το καταλαβαίνει στα μπλε μάτια της. Ο χειμώνας είχε ψυχράνει την καρδιά της, γιατί είχε απλώσει τον πάγο του και στο σπίτι τους, σχηματίζοντας ένα πελώριο τείχος ανάμεσα στον Άλφρεντ Νταλ και την Έμπα.

Ο Άλφρεντ είχε αδυνατίσει αρκετά κι ακόμα και στη φάτσα έμοιαζε σαν άρρωστος. Εκείνοι οι τρεις μήνες ήταν οι μοναδικοί που δεν πάτησε σχεδόν καθόλου πόδι στην Νταλ και Κάρλσον, αφήνοντας τους συναδέλφους του να τη διαχειριστούν μόνοι τους όπως τους κατέβαινε στο κεφάλι. Όσο για τον ίδιο, παρέμενε κλεισμένος μέσα στο γραφείο του και βυθισμένος σε μια περισυλλογή καταδίκου που μετρά χρόνια στην απομόνωση ή τρελού που τον έχουν μπουζουριάσει μακριά από τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο. Τον έτρωγε κάτι που είχε γνωρίσει και προηγουμένως αλλά είχε ολότελα ξεχάσει την ύπαρξή του: η ενοχή. Για τελευταία ίσως φορά στη ζωή του είχαν ξυπνήσει τα δαιμόνια των τύψεων, που προσπαθούσαν εδώ και καιρό να επιβιώσουν μέσα στη μαύρη ψυχή του, και τον βασάνιζαν. Ταυτόχρονα, ένιωθε εντελώς ξαφνικά - και εντελώς γελοία και απροσδόκητα - να φοβάται. Να τρομάζει με τον ίδιο του τον εαυτό, να του σηκώνεται η τρίχα στη θύμηση του πόσο σατανικά είχε φερθεί στην μικρή Φιλανδή που πέντε χρόνια πριν είχε μαζέψει από τους δρόμους.
Πού και πού, ρωτούσε διακριτικά και με προσποιητή αδιαφορία τον μπάτλερ πώς ήταν το κορίτσι, κι εκείνος απαντούσε με τη συνηθισμένη του δουλοπρέπεια πως η κατάστασή της όλο και επιδεινωνόταν. Ο Νταλ είχε απογοητευτεί. Το γεγονός της αποβολής του παιδιού του με τη Λίλυα τον είχε συνταράξει: μήπως τελικά ήταν θεία δίκη το ότι δε γεννήθηκε ποτέ ο σπόρος του εξαναγκαστικού έρωτα που της είχε επιβάλει; Όσο και να προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό του, τόσο η πράξη του του φαινόταν αποτρόπαιη. Ωστόσο, ποτέ δεν τη μετάνιωσε πραγματικά.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now