ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)

79 14 84
                                    

Με τους πέντε χτύπους του ρολογιού, κι αφού σκέπασαν μαζί με τον ταβερνιάρη το σώμα του γέρου με μια τρύπια κουβέρτα, ο Νταλ κι ο Μπλομ αποφάσισαν πως ήταν καιρός πια να πηγαίνουν. Η βροχή είχε πια σταματήσει κι η ατμόσφαιρα γύρω τους, ήρεμη και σιωπηλή, αύξανε τις πιθανότητες να πέσουν κι οι δυό για ύπνο στο πάτωμα χωρίς καν να το καταλάβουν, ζαλισμένοι από το μεθύσι και την κούραση. Δε μιλούσαν πια ο ένας στον άλλον• μέσα τους είχε ξυπνήσει μια ανόητη πονηριά που τους έκανε εχθρούς. Η ιστορία με τον θησαυρό, αν και απίστευτη και ξαφνική, τους είχε ταρακουνήσει για τα καλά, και το ότι την ήξεραν και οι δύο τους φαινόταν απειλή. Ένιωθαν πως έπρεπε πάση θυσία να μπει ο καθένας εμπόδιο στο δρόμο της προσπάθειας του άλλου να βρει πρώτος το ναυάγιο του Ολλανδού και να κολυμπήσει μόνο αυτός στο χρυσό και τα πετράδια που λαμπύριζαν ολοζώντανα μπροστά στα μάτια του μυαλού τους. Εξυπακούεται ότι στον δύστυχο τον Σουηδό πανδοχέα δεν είπαν λέξη• κι εκείνος δε νοιάστηκε να μάθει ούτε πότε και πώς πέθανε ο γεράκος, ούτε τι τους είπε πριν παραδώσει το πνεύμα του. Ήταν μονάχα ανακουφισμένος που τους έβλεπε επιτέλους να παίρνουν δρόμο. Χωρίς να τους ευχηθεί καληνύχτα - ούτε και καλημέρα όμως - βιάστηκε με το που έκαναν ένα βήμα έξω να κλειδώσει την πόρτα πίσω τους και να τρέξει να κοιμηθεί για λίγες έστω ώρες, πριν τον ξυπνήσουν οι πελάτες.

Ο καπετάν Μπλομ στράφηκε προς την κλειστή πόρτα του Θαλασσόλυκου που κοίταζε η πλάτη του, σμίγοντας τα φρύδια του δυσαρεστημένος.
«Ο διαολεμένος» ρουθούνισε. «Πάω στοίχημα ότι αν μπορούσε, θα μας πέταγε έξω με τις κλωτσιές από μόνος του.»
Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του σαν να έψαχνε κάτι, μα ύστερα το τράβηξε ξανά έξω, δίχως να κρατάει τίποτα. Χάζεψε το λιμάνι τριγύρω του, που το σκέπαζε η σιωπή. Ξημερώματα. Στους δρόμους ήταν μόνο οι εργάτες που έπιαναν νωρίς νωρίς δουλειά. Στους δυό πιωμένους συντρόφους φαινόταν πως δεν είχε περάσει ούτε στιγμή από την ώρα που το θορυβώδες πανηγύρι κατέκλυζε τη γειτονιά, καθώς είχαν περάσει τη νύχτα κλεισμένοι στο πανδοχείο, σε έναν κόσμο δικό τους. Τώρα ο καθαρός αέρας που τους χτυπούσε τους έβγαζε σιγά σιγά από τον λήθαργο της ευφορίας• τα κεφάλια τους ήταν δυσάρεστα βαριά, σαν μολύβι, και μια επιθυμία να πέσουν ξεροί στον δρόμο σε χειμερία νάρκη, σαν τις αρκούδες, τους είχε καταλάβει. Μορφάζοντας από τον πόνο πίσω από τα μάτια του, ο Μπλομ γύρισε στον Άλφρεντ.
«Τι θα κάνεις τώρα;» τον ρώτησε μασώντας τα λόγια του.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now