ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)

99 10 104
                                    

Λίγες στιγμές πριν, τα βήματα του Άλφρεντ Νταλ, δυνατά και γεμάτα οργή, που τσουρούφλιζε μέσα του σαν σε καζάνι πάνω απ’ τη φλόγα, τον οδήγησαν κατευθείαν στην καμπίνα του. Ξοπίσω του ακολουθούσαν τα βήματα της Κλάρας, βεβιασμένα και ακανόνιστα, έτσι όπως την τραβούσε άγαρμπα από τον καρπό του ενός χεριού. Ωστόσο, παρ’όλο που από μέσα της είχε πανικοβληθεί, η θυγατέρα του ήταν αποφασισμένη να μη του δείξει τον φόβο της ούτε στην έκφραση του προσώπου, ούτε στη φωνή, ούτε στις κινήσεις. Ήξερε καλά ότι η επίγνωση πως τον φοβόταν και γι’αυτό υποτασσόταν στις θελήσεις του θα πρόσεφερε στον πατέρα της την επιβεβαίωση που γύρευε για την ικανότητά του να επιβάλλεται σ’ αυτούς που νόμιζε ότι του ανήκαν: τη γυναίκα του, δηλαδή, και τα παιδιά του. Κι η Κλάρα τον περιφρονούσε πάρα πολύ για να του δώσει τη χαρά της διαπίστωσης ότι την εξουσίαζε.

Μόλις έφτασαν στην πόρτα, ο Νταλ σταμάτησε λαχανιάζοντας. Η μούρη του έφερνε πια έντονα σε μούτρο λυσσασμένου σκύλου• νόμιζες πως σε λίγο τα μάτια του θα κοκκίνιζαν και θ’ άρχιζε να βγάζει αφρούς από το στόμα. Αντιθέτως, η Κλάρα παρέμεινε, εξωτερικά κυρίως, απολύτως ήρεμη κι ανέκφραστη, καθώς ο πατέρας της άνοιγε σπασμωδικά, την έσπρωχνε μέσα κι έμπαινε έπειτα κι εκείνος, βροντοκοπώντας την πόρτα πίσω του.

Βρέθηκαν απέναντι. Προσπαθώντας με ανάσες που θύμιζαν πιότερο κρίση άσθματος να γίνει από εξοργισμένο λυσσασμένο θηρίο ξανά άνθρωπος, ο Νταλ έσκυψε κι άναψε δυο κεριά, ένα κοντά του κι ένα στο τραπέζι δίπλα στην κόρη του. Στο λιγοστό φως που του πρόσφεραν, την κοίταξε άγρια.
«Είσαι το ίδιο διαβολοθήλυκο με τη μάνα σου, τελικά» γρύλισε. «Όταν σου χρειάζεται, δε διστάζεις καθόλου.»
Και βλέποντας ότι η Κλάρα δεν του αποκρινόταν, παρά εξακολουθούσε να τον κοιτάζει σαν να τον έβρισκε γελοίο κι αξιολύπητο, ξέσπασε ακόμα περισσότερο.
«Όμως δε με ξέρεις καλά!» φώναξε χτυπώντας τη γροθιά του στο πιο κοντινό του έπιπλο. «Αν νομίζεις ότι θα αφήσω εγώ μια γυναικούλα, που δε βγήκε ακόμα απ’ το κουκούλι της καλά καλά, να με κλέψει με τόσο δόλιο τρόπο, γελιέσαι! Ή πίστευες ότι δεν έχω καταλάβει πως θέλεις τον θησαυρό δικό σου;»

Η Κλάρα χαμήλωσε το πρόσωπό της για να κρύψει το περιφρονητικό γέλιο που ανέβηκε απροειδοποίητα στα χείλη της.
«Χάρισμά σας ο ψεύτικος θησαυρός σας, κι εσένα και του καπετάνιου Μπλομ» είπε ψυχρά. «Δε γυρεύω να χρησιμοποιήσω τον Βάλτερ για τα πλούτη, αν αυτό φοβάσαι.»
Ο Νταλ, έξαλλος, την πλησίασε. Με μεγάλα βήματα, την ανάγκασε να υποχωρήσει μέχρι τον απέναντι τοίχο, κι εκεί τη στρίμωξε απειλητικά.
«Σου έδωσε θάρρος» μούγκρισε. «Ή μάλλον θράσος, καταπώς φαίνεται. Πάει κι ο σεβασμός όταν απευθύνεσαι στον πατέρα σου, πάνε κι όλα. Αλλά, για πες μου» συμπλήρωσε, γυρίζοντας με τα τραχιά του δάχτυλα το πρόσωπό της, που το είχε στρέψει στο πλάι, προς το μέρος του, «αν δεν στοχεύεις στον θησαυρό, τότε τι τον θέλεις τον τζιτζιφιόγκο τον Κάρλσον;»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα