ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)

94 10 102
                                    

Είχανε περάσει τα μεσάνυχτα όταν ο Γιόνας έφτασε στο χάνι όπου του είχε πει η Λίλυα ότι θα τον περίμενε ο μυστήριος ξένος άντρας. Το έδαφος ήταν πλημμυρισμένο από το παγερό νερό της βροχής που ακόμα δεν έλεγε να κοπάσει και έπεφτε βαριά πάνω στα κλαδιά των δέντρων και τις ξεχαρβαλωμένες στέγες των μικρών παρατημένων σπιτιών που εδώ κι εκεί ξεπετάγονταν στον δρόμο για την πόλη. Ο Γιόνας έσφιξε το μουσκεμένο κουρέλι γύρω του σε μια προσπάθεια να ζεσταθεί. Η πορεία προς το χάνι ήταν αφόρητα κουραστική και πολύ δύσκολη. Λακκούβες με λασπόνερα ξεφύτρωναν παντού και του έκοβαν τον δρόμο. Ο αέρας τον τριγύριζε και του ανακάτευε τα μαλλιά, πάγωνε τις άκρες των δαχτύλων του και τα πόδια του μέσα απ’ τα φαγωμένα παπούτσια που φορούσε. Κι ήταν κι εκείνη η ασταμάτητη μπόρα που τον είχε κάνει μούσκεμα ως το κόκαλο.

Όταν επιτέλους φάνηκε το πανδοχείο μέσα από την ομίχλη, καταμεσής μιας αφρόντιστης αυλής όλο αγριόχορτα και θηριώδεις τσουκνίδες, ο Γιόνας αναστέναξε βαθιά ανακουφισμένος κι έτρεξε προς το αρρωστιάρικο φως που ξεχυνόταν από την πόρτα. Όλο του το σώμα έτρεμε από το κρύο και τη βροχή και τα δόντια του χτυπούσαν μεταξύ τους. Πλησίασε την μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού με αβέβαια βήματα. Καθώς ο άνεμος ησύχαζε για λίγο, κάθισε να σκεφτεί. Φοβόταν από τη μια να μπει μέσα• ποιος ήξερε τι τον περίμενε και ποιος ήταν αυτός ο ξένος που θα ’πρεπε να ακολουθήσει. Απ’ την άλλη όμως ήταν βέβαιος ότι αν έμενε έξω εκεί έστω κι ένα λεπτό παραπάνω, θα πέθαινε από το κρύο κι από την πείνα που είχε αρχίσει ήδη απ’ την πρώτη στιγμή του ταξιδιού του να τον βασανίζει. Έτσι έκανε ένα ακόμα βήμα μπροστά και πέρασε το κατώφλι, κοιτώντας γύρω του σαν φοβισμένο ζώο.

Το χάνι είχε μείνει ίδιο κι απαράλλαχτο από τότε που το είχαν επισκεφτεί για τελευταία φορά με τη μητέρα του. Σχεδόν έρημο, μονάχα τους ταξιδιώτες που έφευγαν από το Ελσίνκι ή πήγαιναν εκεί με τα πόδια ή με το κάρο φιλοξενούσε. Χωριάτες, περιπλανώμενοι μοναχοί, ορφανά, εργάτες• αυτή ήταν η κύρια πελατεία του και τότε και τώρα. Το μόνο που είχε αλλάξει στο παρακμιακό αυτό μαγαζάκι ήταν η διεύθυνση: το τρομερό ζευγάρι που το κρατούσε όταν η Λίλυα είχε φέρει εκεί τον γιο της για πρώτη φορά είχε πεθάνει, και στη θέση του τώρα δούλευε μια πολύ πιο συμπαθητική ταβερνιάρισσα με γαμψή μυτούλα και σκουρογάλανα μεγάλα μάτια. Κάποτε το δούλευαν μαζί με τον άντρα της, πριν εκείνος γίνει αλκοολικός και την παρατήσει, χωρίς όμως η γυναίκα να νοιάζεται• δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ της στ’ αλήθεια και προτιμούσε να ζει και να κρατάει το πανδοχείο μόνη.
Το χάνι είχε μόνο δύο δωμάτια, τρία αν μετρούσες και μια αποθήκη στην οποία η ιδιοκτήτρια βόλευε με ένα στρώμα κανέναν παραπανίσιο πελάτη που έπρεπε οπωσδήποτε κάπου να περάσει τη νύχτα. Ο χώρος της ταβέρνας ήταν απελπιστικά μικρός και στενός• με το ζόρι χωρούσαν τα έξι εφτά ξύλινα τραπέζια. Ωστόσο το πανδοχείο ήταν καθαρότερο απ’ ό,τι τα προηγούμενα χρόνια της εξουσίας του ζευγαριού, η ταβερνιάρισσα είχε καλό και φιλόξενο χαρακτήρα και τα φαγητά της ήταν αρκετά νόστιμα. Και, στο τζάκι απέναντι από τον πάγκο της κουζίνας έκαιγε μια φωτιά - από ξερά ξύλα που η γυναίκα έβρισκε στο δάσος - που θα προκαλούσε τον κάθε μοναχικό και παγωμένο ταξιδιώτη να μπει και να καθίσει δίπλα της.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Donde viven las historias. Descúbrelo ahora