ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)

81 10 56
                                    

Το μεσημέρι της παραμονής της πρώτης μέρας του νέου έτους 1855, ο καπετάν Μπλομ του Μπέλουα, ο Βάλτερ και η οικογένεια του Άλφρεντ Νταλ γευμάτισαν με την αρμόζουσα για την ημέρα επισημότητα. Στο μενού το κυρίως πιάτο ήταν βέβαια κρέας, όχι όμως εκείνο της κονσέρβας που έτρωγαν οι ναυτικοί κι ήταν πιο αλατισμένο κι από τη θάλασσα, αλλά από ζωντανά κοτόπουλα που ήτανε κλειδαμπαρωμένα κάπου στο δεύτερο κατάστρωμα του πλοίου κι ο μάγειρας τα είχε σφάξει το ξημέρωμα. Μέχρι την ώρα της θυσίας τους, ο δύστυχος είχε αναγκαστεί να πετάξει με βαριά καρδιά στη θάλασσα μια αδέσποτη γάτα που κάπως είχε καταφέρει να τρυπώσει στο καράβι, γιατί χιμούσε συνέχεια στις κότες σαν τρελή. Ήταν η μόνη του συντροφιά εκείνη η γάτα κι είχε πολύ στενοχωρηθεί με την πράξη του, μα ο Μάρκους έκανε μια αρκετά φιλότιμη προσπάθεια να τον παρηγορήσει, λέγοντάς του ότι καλό είχε κάνει στο κακόμοιρο το γατί, που φαινόταν σε όλους να υποφέρει κλεισμένο στα ενδότερα του πλοίου.

Μετά το γεύμα του καπετάνιου και της παρέας του, ο μάγειρας είχε εμφανιστεί για να τους σερβίρει και το επιδόρπιο, που είχε μάθει να το φτιάχνει από έναν Άγγλο ναυτικό: ήταν κάτι σαν συνοθύλευμα αλατιού και πουτίγκας στον ατμό, φτιαγμένο με αληθινή ζάχαρη και αποξηραμένα φρούτα από πάνω. Η ιδέα αυτή είχε μάλιστα αρέσει τόσο πολύ στον Μπλομ, που αποφάσισε για χάρη της ημέρας να δώσει το ελεύθερο στον μάγειρα να μοιράσει μετά το συσσίτιο του μεσημεριού το ίδιο γλυκό και στους ναύτες, χρησιμοποιώντας όμως μελάσα κι όχι ζάχαρη.
«Ναι, ναι• μας σκλάβωσε, να του πεις» ειρωνεύτηκε ο Μάρκους όταν όλοι οι άντρες και τα αγόρια του πληρώματος είχαν μαζευτεί στο κατάστρωμα και δοκίμαζαν το περίφημο γλυκό.
Ο μάγειρας κατσούφιασε.
«Ε, μα είσαι πολύ αχάριστος του λόγου σου!» πέταξε στον ξανθό ναύτη, και θα έλεγε κι άλλα, μα τον σκούντησε ο Φρανς από την άλλη πλευρά.
«Μην τον ακούς, καλό είναι» είπε, δείχνοντας να απολαμβάνει πράγματι την αλμυρή πουτίγκα.
«Εγώ πάλι καταλαβαίνω γιατί είναι έτσι οι Εγγλέζοι, μ’ αυτά που τρώνε» σχολίασε ο Σάμι ο νάνος κι όλοι έβαλαν τα γέλια σαν χορωδία.

Οι πέντε μέρες που είχαν περάσει είχαν δέσει ξανά και το πλήρωμα του Μπέλουα, αποδεκατισμένο και κάπως μεταλλαγμένο από το προηγούμενο ταξίδι. Με κάποιους από τους παλιούς συντρόφους να λείπουν, η φιλία κι η συναδελφικότητα όσων είχαν μείνει δυνάμωσε ακόμα περισσότερο. Ο Μάρκους το έβλεπε αυτό και ένιωθε κάτι σαν βάρος στην καρδιά του, γιατί θυμόταν το μυστικό που κρατούσαν αυτός, ο Φρανς κι ο Σάμι από όλους τους υπόλοιπους. Μα εξακολουθούσε να κρατάει κλειστό το στόμα του και απολάμβανε την παρέα των άλλων όσο κι όπως το έκανε πάντα• άλλωστε αυτοί ήταν περισσότερο καχύποπτοι όχι με εκείνον, μα με τους τέσσερις - ή καλύτερα τους τρεις - καινούργιους που είχαν ναυτολογηθεί με τη βία.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now