ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)

62 8 19
                                    

Το Βίσμπυ ήταν όμορφο εκείνο το καλοκαίρι. Ο δειλός ήλιος φώτιζε με ντροπαλή γλύκα τα παλιά μεσαιωνικά σπίτια και καθρέφτιζε το φως του στους ψηλούς πύργους της πόλης. Οι καμπάνες από τις εκκλησίες κάθε τόσο χτυπούσαν κι ανακατεύονταν μελωδικά μεταξύ τους. Σ’ έναν μεγάλο δρόμο της πόλης είχε στηθεί αγορά όπου πουλούσαν λαχανικά, ψάρια, γλυκά και ποτό, παιχνίδια και καπέλα αντρικά και γυναικεία, και στο τέλος της μερικά παιδιά ήταν μαζεμένα γύρω από τσαρλατάνους του δρόμου και χάζευαν τις επιδείξεις τους. Ένας ταχυδακτυλουργός έκανε μαγικά με την τράπουλα, ένας μουσικός έπαιζε βιολί και χόρευε μαζί μ’ έναν σκύλο που είχε εκπαιδεύσει και μια γυναίκα ντυμένη με μανδύα ζητούσε μονάχα ένα νόμισμα για να πει στον κόσμο τη μοίρα του διαβάζοντας τα χέρια. Ήταν λες κι είχαν κάποια γιορτή για την οποία είχαν έρθει όλοι από μακριά κι είχαν μαζευτεί στην όμορφη πόλη του Γκότλαντ, τη βγαλμένη από μια πολύ παλιότερη εποχή.

Ο Βάλντεμαρ Χολστ, παρά την φυσική σχεδόν αντιπάθεια για τους Σουηδούς που ερχόταν μαζί με την καταγωγή του, άραζε συχνά στο Βίσμπυ, λόγω των διαδρομών που αναλάμβανε για λογαριασμό της Βόρειας και Βαλτικής Εμπορικής Εταιρείας. Τελικά, μετά από πιο ψύχραιμη σκέψη, ο Όλαφσον είχε αποφασίσει όχι μόνο να μην τον απολύσει, αλλά να δεχτεί και τις προτάσεις που είχε κάνει στο γραφείο του ανακριτή στο Άαλμποργκ. Όλοι οι ναυτικοί του Μπέλουα - όσοι δηλαδή κατάφεραν να εντοπιστούν και δεν είχαν ήδη φύγει με άλλα πλοία μετά την καταστροφή του φαλαινοθηρικού - αποζημιώθηκαν για το φιάσκο της αναζήτησης του Ιπτάμενου Ολλανδού, ενώ ο Χολστ κράτησε τον λόγο του και τους εξασφάλισε δουλειά στο επόμενο ταξίδι του. Κάποιοι τη δέχτηκαν, άλλοι όχι. Ανάμεσα στους πρώτους ήταν ο Μάρκους, ο Φρανς, ο Σάμι, ο Ελίας και ο Γιόνας, που συνέχισαν μαζί του και στα επόμενα ταξίδια του. Στο μεταξύ, ένα ομιχλώδες γράμμα με το όνομα και την υπογραφή του Έιναρ Μπλομ από κάτω έφτασε την άνοιξη στο γραμματοκιβώτιο της Βόρειας και Βαλτικής Εμπορικής Εταιρείας.
Λίγες μέρες μετά την άφιξη του, ο Φέλιξ Όλαφσον υποδέχτηκε στο γραφείο του και την Άγκνες Κάρλσον, που είχε έρθει ως εκπρόσωπος να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Έμειναν μαζί για ώρες, τσακώθηκαν, φώναξαν, πετάχτηκαν όρθιοι από τις καρέκλες τους και μετά ξανακάθισαν, θερμόαιμοι και ξεροκέφαλοι όπως ήταν και οι δύο. Η Άγκνες, σύμφωνα με την υπόδειξη του αδερφού της, προσπάθησε να δωροδοκήσει τον διευθυντή της εταιρείας, εκείνος όμως αρνήθηκε να πάρει έστω κι ένα ρούβλι από τα χέρια του Μπλομ και πείστηκε να μην καταδιώξει νομικά τον Βάλτερ μόνο και μόνο για χάρη της οικογένειάς του, για την οποία η Άγκνες του μίλησε σκόπιμα ξανά και ξανά, με ιδιαίτερη έμφαση στη δυσχερή θέση της νύφης της.
Στο τέλος, σηκώθηκαν και ο Όλαφσον της έτεινε το χέρι του.
«Μαντάμ, ειλικρινά σας το λέω: αν είχα σκοπό να παντρευτώ, μόνο εσάς θα έπαιρνα» είπε χαμογελώντας μ’ έναν ανόητο, σκανταλιάρικο τρόπο.
Η Άγκνες ρουθούνισε, δίνοντάς του τα δάχτυλά της άκρη άκρη.
«Δε θα είχα αντίρρηση, κύριε Όλαφσον» απάντησε στον ίδιο τόνο και πρόσθεσε: «Είστε ένα πραγματικά αξιαγάπητο γαϊδουράκι.»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now