ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)

74 9 73
                                    

Οι μέρες αφέθηκαν απρόσμενα να κυλήσουν άδειες και μονότονες, κι ας γίνονταν τόσα πολλά στο Μπέλουα πίσω απ’ την αυλαία της αξιολύπητης ιλαροτραγωδίας που είχαν στήσει ο Νταλ και ο Μπλομ. Το Άαλμποργκ πια ήταν πιο κοντά από ποτέ. Σχεδόν το έβλεπαν από μακριά, ήταν ζήτημα δύο ημερών το πολύ να δέσουν στην ακτή του. Η Βόρεια Θάλασσα τους έσπρωχνε μ’ ανυπομονησία προς το τελευταίο τους λιμάνι πριν την αρχή της αναζήτησης του θησαυρού. Οι νύχτες ήταν παγωμένες κι οι μέρες σκεπασμένες από σκοτεινιασμένο ουρανό και παχιά στρώματα ομίχλης. Ο ήλιος έπεφτε νωρίς. Μέσα από το θολό πέπλο της ομίχλης τα φανάρια έλαμπαν απόκοσμα, τρεμοσβήνοντας σχεδόν. Ο μάγειρας πηγαινοερχόταν μέρα νύχτα συνοφρυωμένος στ’ αμπάρια και στις αποθήκες, με τον Ελίας, τον μοναδικό γραμματιζούμενο του πληρώματος, να τον ακολουθεί για να κρατά σημειώσεις.
«Το φαλαινέλαιο σώνεται» έλεγε ο μάγειρας ανήσυχα. «Έτσι όπως πάμε σε λίγο θα πλέουμε μέσα στο μαύρο σκοτάδι. Και γράψε και κονσέρβες με κρέας και λαχανικά. Τώρα, για εκείνον και τους εκλεκτούς του, ο καπετάνιος μου ζήτησε αυγά, αλεύρι για ψωμί, ζάχαρη, φρέσκα φρου...»
«Στάσου, στάσου, άνθρωπέ μου, δε σε προλαβαίνω!» γκρίνιαξε ο Ελίας, που το χέρι του έγραφε μανιασμένα. Και μουρμούριζε για να θυμηθεί: «Αυγά, αλεύρι, φρέσκα φρούτα...»

Η ζωή για τους δυο τους και για τον Γιόνας είχε γίνει πια μοναχική. Ο Λαρς οργάνωνε σχεδόν καθημερινά κρυφές συναντήσεις μ’ όλο το πλήρωμα και τους έβαζε λόγια εναντίον των τριών συντρόφων τους που διάλεξαν να απέχουν από την ανταρσία. Σχεδόν κανείς δεν τους πλησίαζε. Ο Μάρκους ήταν κι αυτός απόμακρος, χωρίς να μπορούν ο Φρανς κι ο Σάμι να καταλάβουν γιατί. Ο φίλος τους δεν τους είχε μιλήσει ούτε για τη γνώση του ότι ετοιμαζόταν δολοπλοκία στο καράβι ούτε για το τι σχεδίαζε να κάνει εκείνος γι’αυτό. Βρίσκονταν κι οι δυο σε απέραντη αμηχανία και δεν είχαν ιδέα γιατί όλοι τους απέφευγαν, μολονότι αισθάνονταν γενικότερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά τελευταία στο Μπέλουα.
«Ε, λοιπόν, αυτό το αναθεματισμένο καράβι είμαι σίγουρος ότι κάποιος το καταράστηκε» είπε κάποια φορά ο Φρανς στον νάνο, βλέποντας από μακριά τον Μάρκους να περνάει δίπλα από τον μάγειρα, που προσπαθούσε να του μιλήσει για το ζήτημα των προμηθειών, χωρίς να του ρίξει ούτε ένα βλέμμα.
«Πες το ψέματα» έκανε ο Σάμι.

Οι δυο τους ίσως βρίσκονταν στη χειρότερη θέση απ’ όλους στο πλοίο. Αν είχαν φυλάξει το μυστικό του θησαυρού, ήταν γιατί τους το είχε ζητήσει ο Μάρκους σαν φίλος. Κανείς δόλος δεν τους έσπρωχνε, καμία θέληση για κέρδος. Ο Φρανς μπορεί να έμοιαζε ανόητος στα μάτια πολλών, μα είχε μια υποψία στο πίσω μέρος του μυαλού του πως μπορεί ο λόγος που οι σύντροφοί του είχαν αρχίσει από τη μια μέρα στην άλλη να αγριοκοιτάζονται τόσο απροκάλυπτα να ήταν ο θησαυρός. Δεν ήξερε πώς, δεν ήξερε γιατί, αλλά το προαίσθημά του του έλεγε πως ίσως το μυστικό είχε μαθευτεί. Το κακό ήταν όμως πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να αποδείξει αυτό το προαίσθημα, όταν και μόνο η προφορά της λέξης «θησαυρός» αποτελούσε κίνδυνο.
Κι αν μπλέξουμε; αναρωτιόταν πολύ συχνά. Πρέπει κάποια στιγμή να μιλήσω στον Μάρκους...

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324حيث تعيش القصص. اكتشف الآن