ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)

67 8 38
                                    

Μην έχοντας άλλη επιλογή, οι τέσσερίς τους ακολούθησαν σιωπηλά τον Νορβηγό και τους άλλους έξω από την καμπίνα και βγήκαν στο κατάστρωμα, όπου άπαντες είχαν συγκεντρωθεί υπό το φως φαναριών κι αναμμένων κομματιών ξύλου. Η εικόνα ήταν ομολογουμένως τρομακτική. Ολόκληρο το πλήρωμα, κάπου σαράντα με πενήντα άντρες, στεκόταν απέναντι στον καπετάνιο Μπλομ, ο οποίος δεν είχε στο πλευρό του παρά μονάχα έξι ναυτικούς. Στα βλέμματα των ναυτικών γυάλιζε μια αγριάδα πρωτόγνωρη, σ’ άλλων πάλι η αβεβαιότητα κι ίσως ο φόβος για το τι θα συνέβαινε. Με την ομίχλη να τους τυλίγει και τις κοκκινωπές σκιές της φωτιάς στα πρόσωπά τους, έτσι βρώμικοι κι αξύριστοι και ρακένδυτοι όπως ήταν, έμοιαζαν αιμοδιψείς, σαν νεκραναστημένοι, σαν το πλήρωμα του Ολλανδού που είχε εγερθεί από τον υγρό του τάφο.

Ωστόσο, ο Μπλομ έδειχνε να μην σημαδεύεται ούτε από τον παραμικρό φόβο, ούτε από το πιο μικρό ψήγμα ταραχής, μπροστά στον όχλο του πληρώματος που στεκόταν απέναντί του έτοιμος θαρρείς να τον καταπιεί. Έμοιαζε απόλυτα ψύχραιμος. Σαν να ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Σαν, έκανε μια αυθόρμητη σκέψη η Κλάρα καθώς τον παρατηρούσε, να το περίμενε όλο αυτό. Ακόμα κι όταν οι δύο φίλοι του Λαρς, οι γεροδεμένοι γίγαντες, τον πλησίασαν βλοσυροί και τον άρπαξαν άγρια από τα μπράτσα σαν αιχμάλωτο, δεν αντέδρασε καθόλου. Δεν αντιστάθηκε. Ούτε καν μόρφασε. Και τον αρχηγό της ανταρσίας, που βγήκε αμέσως μετά μπροστά, τον κοίταξε κατάματα με θάρρος και μια υποψία ειρωνείας και λύπησης.
Για τους άλλους, βέβαια, δεν ίσχυε το ίδιο. Βλέποντας τον θείο του σ’ αυτήν την κατάσταση, ο Βάλτερ ήταν σχεδόν έτοιμος να πλησιάσει επιθετικά τους Νορβηγούς, μα τον σταμάτησαν.
«Βάλτερ, μείνε εκεί που είσαι. Δε χρειάζομαι βοήθεια» έκανε ο Μπλομ.
«Μια λάθος κίνηση και τον σκοτώσαμε, λόρδε» τον ειρωνεύτηκε και ο Λαρς. «Αν θέλεις το καλό του κάνε πίσω και μην ξανακουνηθείς.»
«Καθάρματα» μούγκρισε ο Βάλτερ. «Τι αξία νομίζετε πως έχετε;»
«Τι ζητάτε από τον καπετάνιο σας;» ρώτησε ο Άλφρεντ Νταλ σοβαρός και ανασήκωσε το φρύδι του, έχοντας βάλει τα χέρια του προστατευτικά γύρω από το μικρό κορμί του γιου του, ο οποίος κοιτούσε μπερδεμένος και φοβισμένος γύρω του.

Η Κλάρα τους πλησίασε.
«Πατέρα» απευθύνθηκε στον Νταλ, κι εκείνος την κοίταξε σκληρά, «ίσως ο Λούκας δε θα έπρεπε να βλέπει...»
«Τι;» την έκοψε ο μικρός της αδερφός αγχωμένος. «Στ’ αλήθεια θα σκοτώσουν τον καπετάνιο Μπλομ;»
Ο Λαρς γέλασε δυνατά, και πολλοί από το πλήρωμα τον ακολούθησαν. Ο Μάρκους τον έσφαζε με τα μάτια. Ο Γιόνας με τον μάγειρα και τον Ελίας αντάλλασσαν διαρκώς βλέμματα ανησυχίας, κάτι που δεν πέρασε ούτε από την Κλάρα απαρατήρητο. Θυμόταν άλλωστε ποιος την είχε από πριν ειδοποιήσει για την ανταρσία.
«Δεν υπάρχει λόγος» ακούστηκε η φωνή του Νορβηγού να τους καθησυχάζει υποκριτικά, «να φοβάται κανείς σας. Ούτε στάλα αίμα δεν πρόκειται να χυθεί, στον λόγο της τιμής μας, πάνω σ’ αυτό το κατάστρωμα, υπό την προϋπόθεση ότι ο καπετάνιος Μπλομ θα συναινέσει στα δίκαια αιτήματά μας. Διαφορετικά θα χρειαστεί να τον υποχρεώσουμε να το κάνει» κατέληξε κοιτάζοντας τον Μπλομ προκλητικά στα μάτια.
Εκείνος χαμογέλασε.
«Ακούω, λοιπόν» είπε. «Ποια στο διάολο είναι αυτά τα δίκαια αιτήματα για τα οποία έπρεπε να στήσετε όλο αυτό το πανηγύρι;»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now