ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)

60 8 36
                                    

Αφού ο ήλιος έδυσε για τα καλά, ο καπετάνιος Έιναρ Μπλομ κάλεσε τον ανιψιό του στο δωμάτιό του. Πρώτη φορά έβλεπε ο Βάλτερ τον θείο του έτσι, να συσπάται ολόκληρος σχεδόν από αγωνία και νευρικότητα. Ίδρωνε, ανάσαινε βιαστικά και τα χέρια του έτρεμαν ανεξέλεγκτα, ωστόσο όλα αυτά τα αγνοούσε και παρίστανε πως ήταν απόλυτα ψύχραιμος. Και κάπως, η αλήθεια είναι, τα κατάφερνε να μην είναι καθόλου πανικόβλητος και νευρικός πνευματικά, κι ας έστελνε το σώμα του στον Βάλτερ, που τον κοιτούσε, τόσο φανερά σημάδια.
«Κλείσε την πόρτα» είπε με τελείως ήρεμη φωνή, και ο ανιψιός του υπάκουσε χωρίς να διστάσει.

Το δωμάτιο του Μπλομ έμοιαζε με παλιά αποθήκη, κι ίσως αυτό να ήταν. Ο άνθρωπος που τους φιλοξενούσε δεν είχε καμιά προϋπηρεσία ως πανδοχέας, ήταν ένας ναυτικός με μεγάλο σπίτι που πληρώθηκε αδρά από τον καπετάνιο για να τους βάλει μέσα. Ο Βάλτερ είχε φοβηθεί πως αυτό ίσως να υποψίαζε τον Νταλ, αλλά και την Κλάρα, ωστόσο δεν είδε καμία αντίδραση από μεριάς τους. Ο Νταλ πρέπει να αδιαφορούσε. Όσο για την αγαπημένη του, τον εμπιστευόταν τόσο πολύ που δεν έδειχνε πια τον παραμικρό φόβο, ακόμα και για την έκβαση του ταξιδιού. Από τη μια ο Βάλτερ ήταν ευτυχισμένος γι'αυτό και υποσχόταν ξανά και ξανά στον εαυτό του πως για ολόκληρη τη ζωή του θα έκανε τα πάντα για να την κρατάει ασφαλή και γαλήνια, κι από την άλλη θυμόταν πως απόψε κιόλας έμελλε να προδώσει την εμπιστοσύνη της με τον χειρότερο τρόπο.
Παρατήρησε τον θείο του καθώς ξήλωνε επιμελώς μια σανίδα από το ξύλινο πάτωμα και, αφού την τράβηξε, έβγαζε προσεκτικά από την κρυψώνα εκεί κάτω τα δύο όπλα του. Έλεγξε αν ήταν γεμισμένα και έτοιμα σιωπηλός κι ύστερα σηκώθηκε.
«Ας τελειώνουμε λοιπόν μ’ αυτό» είπε αποφασιστικά, κρύβοντάς τα μέσα από το σακάκι του.

Ήταν ντυμένος στην πένα απόψε. Φορούσε μια δεύτερη στολή που κουβαλούσε μαζί του στις αποσκευές του, με φρέσκο σακάκι με χρυσά κουμπιά και καινούργιο καπέλο. Η γυναίκα του ναυτικού που τους φιλοξενούσε του είχε ετοιμάσει προηγουμένως μπάνιο και του είχε γυαλίσει τα παπούτσια. Στο παλιό τραπέζι δίπλα του είχε ακουμπήσει έναν χαρτοφύλακα• ο Βάλτερ πρώτη φορά τον έβλεπε και το μάτι του στάθηκε για λίγο εκεί με απορία.
«Θείε, τι είναι αυτό;» ρώτησε.
Ο Μπλομ φάνηκε στιγμιαία να ταράζεται από την ερώτησή του. Καθάρισε τον λαιμό του αμήχανα κι έστρωσε τη γραβάτα του.
«Αυτό» αποκρίθηκε, «θα το ανοίξεις αφού ολοκληρωθεί η αποστολή μου. Εκεί θα βρεις όσα θα χρειαστείς τότε. Τα έχω τοποθετήσει με τη σειρά. Σε παρακαλώ, διάβασε αρκετές φορές το γράμμα μου που είναι πρώτο πρώτο προτού προχωρήσεις στα επόμενα.»
Ύστερα τον κοίταξε ερευνητικά.
«Πέρα όμως από αυτό, θυμάσαι τι πρέπει να κάνεις;» ρώτησε.
Ο Βάλτερ αναστέναξε.
«Στις δέκα ακριβώς θα μας περιμένει εδώ μια άμαξα. Θα πλησιάσω τον αμαξά και θα τον ρωτήσω “πάτε κατά κει που φυσάει ο άνεμος;” και μόνο αν μου απαντήσει “ο άνεμος είναι καλός απόψε, αφεντικό. Ανέβα” θα μπούμε μέσα. Θα τον πληρώσω αμέσως μόλις φτάσουμε στο Ελσίνκι» απάντησε.
«Κι η επόμενή σου κίνηση;» τον ρώτησε αμέσως ο Μπλομ.
«Να επισκεφτώ την Λίζμπεθ Νταλ και να βάλω τα πράγματα στη θέση τους» είπε ο Βάλτερ άχρωμα.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now