ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)

69 11 50
                                    

Αφού η πόρτα έκλεισε, ο Μάρκους έμεινε να κοιτάζει απορημένος μια το σημείο απ’ όπου είχε εξαφανιστεί η κόρη του Νταλ και μια τον Γιόνας, που είχε το βλέμμα του καρφωμένο εκεί μ’ έναν τρόπο μυστήριο. Ίσως του είχε φανεί απλώς, μα νόμισε ότι κάτι οικείο είδε ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο, έστω και στη φευγαλέα στιγμή που η Κλάρα τον παρατήρησε μέχρι να κατεβάσει το κεφάλι της και να εξαφανιστεί γρήγορα γρήγορα πίσω από την πόρτα της καμπίνας. Πάντως, ευγνωμονούσε την κοπέλα που τον είχε απαλλάξει από την υποχρέωση να τη χαιρετάει και να τη ρωτάει αν κάτι χρειαζόταν όποτε την έβλεπε - διαταγή του καπετάν Μπλομ φυσικά.

Ξερόβηξε. Ο Γιόνας στράφηκε προς το μέρος του και τον κοίταξε.
«Απολαμβάνουμε το θέαμα;» τον ειρωνεύτηκε ο Μάρκους τινάζοντας ψηλά τα ξανθά του φρύδια.
«Πολύ αστείο» του απάντησε ο Γιόνας στον ίδιο τόνο, πειραγμένος. «Δε μου είπες ότι θα ταξίδευε κι ο Νταλ με την οικογένειά του μαζί σας» συνέχισε μέσα από τα δόντια του, με τα μάτια του να σπιθίζουν όλο μίσος τη στιγμή που πρόφερε το όνομα του εμπόρου.
Ο Μάρκους του έριξε μια ανήσυχη ματιά, από πάνω μέχρι κάτω.
«Ε, λοιπόν, σου το λέω τώρα» έκανε με κάποια επιφύλαξη. «Και για να ’χουμε καλό ερώτημα, εσύ πώς ξέρεις το όνομά του; Γνωρίζεστε;»
Ο Γιόνας κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Και δεν απαντούσε ψέματα στον νέο του συνάδελφο, κατά μία έννοια. Μπορεί εκείνος να θυμόταν τον Άλφρεντ Νταλ, μα αμφέβαλλε για το αν από τη δική του πλευρά αυτός θα τον αναγνώριζε. Ωστόσο, για την κόρη του, υποπτευόταν πως δεν ίσχυε το ίδιο. Αυτή κάτι είχε καταλάβει, φαινόταν από τον τρόπο που τον είχε κοιτάξει μόλις πριν λίγο.
«Δούλευα σ’ ένα πλοίο της εταιρείας του κάποτε» έπλασε μια αυτοσχέδια ιστορία στα γρήγορα. «Από κει τον έμαθα, πολύ λίγο.»
«Όπως και την κόρη του;»

Το καρφί τον βρήκε απροετοίμαστο. Ο Μάρκους όμως χαμογελούσε με σιγουριά και με κάποια κοροϊδία για τον νεαρό που προσπαθούσε τόσο αποτυχημένα να του κρυφτεί. Κι όχι μόνο για τον Νταλ και την κόρη του• για τα πάντα. Για μια στιγμή επιθύμησε όσο τίποτε άλλο να γκρεμίσει αυτό το τείχος που καταλάβαινε ότι εκείνος πάλευε να χτίσει και να κλειστεί μέσα του, για να μην αποκαλυφθεί κάτι, ένα μυστικό ίσως, ή μια ιστορία πονεμένη σαν τη δικιά του που δεν ήθελε να ξέρει κανένας άλλος στον κόσμο πέρα από τον ίδιο και τον Θεό.
«Λοιπόν;» επέμεινε. «Και τότε έτσι την κοιτούσες την πριγκίπισσα;»
«Δεν έχω ιδέα τι λες» μουρμούρισε ο Γιόνας βιαστικά, χωρίς να τον κοιτάει στα μάτια. «Πρώτη φορά τη βλέπω από κοντά• απλώς ήξερα ότι ο Νταλ είχε μια μοναχοκόρη που...»
«Μοναχοκόρη;» τον έκοψε ο Μάρκους απορημένος. «Μα αφού έχει κι έναν αδερφό• τον κουβάλησε κι αυτόν μαζί του ο πατέρας του κι ας είναι τόσος δα!» έκανε με το χέρι μια όχι και τόσο πιστή αναπαράσταση του πόσο ψηλός ήταν ο Λούκας, μα ο Γιόνας δεν τον πρόσεχε πια.
Ώστε απέκτησες και γιο, σκέφτηκε με τις γροθιές του να σφίγγονται.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Onde as histórias ganham vida. Descobre agora