ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)

115 16 81
                                    

Στη μικρή σάλα το ρολόι χτυπούσε σχεδόν μεσάνυχτα κι όμως η Λίζμπεθ έσκυβε ακόμα απορροφημένη πάνω από το δικό της υφαντό της Πηνελόπης, το οποίο είχε αντικαταστήσει το παλιό, της Έμπα. Μαζί με τον θάνατο της πρώτης συζύγου του Άλφρεντ Νταλ είχε επέλθει και ο θάνατος όλων όσων την θύμιζαν μέσα στο σπίτι ή τουλάχιστον των περισσότερων πραγμάτων που την θύμιζαν. Πολλοί το απέδωσαν στο πένθος στην αρχή, στον πόνο που προκάλεσε στον χήρο η απώλεια της συντρόφου του• ωστόσο, κρίνοντας από το πόσο γρήγορα παντρεύτηκε ξανά, μάλλον αυτή η ερμηνεία δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Ο Νταλ απλούστατα δεν είχε ξεχάσει ούτε το άχρηστο κορίτσι που του είχε αφήσει η Έμπα σαν κατάρα ούτε τα όσα είχαν συμβεί μεταξύ τους τη νύχτα του θανάτου της, και την τιμώρησε εξαφανίζοντας τα ίχνη της από το σπιτικό του. Το μόνο που είχε μείνει από αυτήν ήταν το πορτρέτο της, το οποίο ο Άλφρεντ είχε διατάξει να το μεταφέρουν από τη μεγάλη σάλα στη μικρή, την αόρατη για τους επισκέπτες. Ήταν λες και η Έμπα αποτελούσε μετά θάνατον ένα ντροπιαστικό μυστικό της οικογένειας και γι’αυτό έπρεπε μόνο τα μέλη και οι υπηρέτες να γνωρίζουν πως υπήρξε κάποτε, κι ας ζούσε κι ανάσαινε ακόμα η απόδειξη της ύπαρξης της, η κόρη της, που ήταν φτυστή εκείνη στην εμφάνιση.

Το ζήτημα της μοίρας αυτού του κοριτσιού ταλάνιζε τη Λίζμπεθ από την ώρα που τελείωσε η δεξίωση. Στο μυαλό της άκουγε ξανά και ξανά τα λόγια της Άγκνες Κάρλσον και κάθε φορά έβρισκε πως η γυναίκα είχε όλο και περισσότερο δίκιο. Αν ήταν στο χέρι της Λίζμπεθ βέβαια, θα άφηνε να περάσουν τα χρόνια, να μαραθεί η Κλάρα γεροντοκόρη και κατάμονη στη φυλακή του σπιτιού, με την αβάσταχτη επίγνωση πως ήταν βάρος και ντροπή για τους γονείς της. Να ζήσει έτσι, προτού χαρεί κάποιος σύζυγος εκείνη την ομορφιά της που προκαλούσε στη Λίζμπεθ παθολογική ζήλια που άγγιζε τα όρια της κακίας. Όμως ο Άλφρεντ Νταλ ήθελε το αντίθετο και δεν τολμούσε να του πάει κόντρα. Είχε την ψευδαίσθηση πως ο άντρας της αγαπούσε έστω και λίγο, στα βάθη της καρδιάς του, την κόρη του, και τον απασχολούσε σημαντικά η μοίρα της. Κι όταν κάτι απασχολούσε σημαντικά τον Άλφρεντ, ήταν σώφρον να μην του φέρνει εμπόδια εκείνη. Τι την ένοιαζε στο κάτω κάτω; Τον δικό της γιο ο Άλφρεντ τον αγαπούσε πάρα πολύ, τον καμάρωνε, τον φρόντιζε. Αυτό ήταν που είχε σημασία. Μέσα στο μυαλό της τα πράγματα κυλούσαν γαλήνια και καλά στο σπιτικό τους• ούτε που αισθανόταν το σκοτάδι γύρω τους.

Σήκωσε για μια στιγμή τα μάτια της και κοίταξε πάνω, στο πορτραίτο της Έμπα που κρεμόταν πάνω από το τζάκι. Όποιος ζωγράφος το είχε αναλάβει έκανε θαύματα: η πρώην γυναίκα του Νταλ ήταν αποτυπωμένη αγγελικά στον καμβά, κατάλευκη, με τα ξανθά μαλλιά της πιασμένα ανάλαφρα πίσω, με τα παχουλά χέρια της διπλωμένα χαριτωμένα πάνω στα γόνατά της και μια έκφραση αθωότητας που ξεγελούσε στο πρόσωπό της. Πίσω της ένα φόντο κατάμαυρο, από το οποίο ο καλλιτέχνης είχε τραβήξει όλα τα άλλα χρώματα• παλιά, μα θαυματουργή τεχνική. Καθώς η Λίζμπεθ κοίταζε τον πίνακα αφηρημένη, άκουσε την πόρτα να ανοίγει και αναγνώρισε αμέσως το βαρύ βήμα του συζύγου της. Χωρίς καν να γυρίσει το κεφάλι της και σκύβοντας ξανά στο κέντημα, είπε με ένα πλατύ χαμόγελο:
«Καλώς τον. Ήρθες να μου κάνεις συντροφιά;»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now