ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)

68 8 24
                                    

Στο Ελσίνκι, όπως και σ’ ολόκληρη τη Φιλανδία, η άνοιξη δεν ξεκινούσε αν δεν έλιωνε το χιόνι. Το χιόνι που, απ’ τη μέρα της αναχώρησης του Άλφρεντ Νταλ και των παιδιών του από το σπίτι τους, δεν έπαψε να καλύπτει τα πάντα στην τριγύρω περιοχή. Τα βουνά που ξεχώριζαν από τα μεγάλα παράθυρα, τα κοντινά δάση με τα κωνοφόρα, η ακροθαλασσιά, η μυτερή στέγη του πύργου του Λούκας και η πόλη που ξεχώριζε σαν ζωγραφισμένη μινιατούρα πέρα από τη θάλασσα• όλα ήταν βαμμένα κάτασπρα ολόκληρο τον Γενάρη, όλα βρίσκονταν σε νάρκη, με το παγωμένο χιόνι να τους βαραίνει τα βλέφαρα και να τα κρατά ξαπλωμένα σε τρομακτική σιωπή και απόσταση από τον κόσμο. Ο ουρανός είχε χάσει το χρώμα του, μην έχοντας τι να φωτίσει και σε τι να χαρίσει την ομορφιά, τώρα που όλα κοιμούνταν και τίποτα δεν έδινε στο τοπίο ζωή. Ο ήλιος βασίλευε νωρίς το απόγευμα, κι όσο για το σπίτι του Άλφρεντ Νταλ, έστεκε ολομόναχο σαν φυλακή μπρος στην ανήσυχη παγωμένη θάλασσα κι έμοιαζε σαν ερημωμένο.

Ολομόναχη μέσα του, η Λίζμπεθ, με την όψη της αδυνατισμένη, ασθενική και κατάχλωμη, περιφερόταν σαν το φάντασμα από τη μια κάμαρα στην άλλη, χωρίς κανέναν σκοπό. Ανέβαινε στον πύργο του Λούκας, χάζευε τα βιβλία, τα παιχνίδια και τα ρούχα του μ’ ένα ανησυχητικό χαμόγελο• έκανε μακριούς περιπάτους στην αυλή κι έψαχνε τις κρυψώνες του• βημάτιζε εδώ κι εκεί στη μεγάλη σάλα και επί ημέρες προσπαθούσε να παίξει μια μελωδία της οποίας την παρτιτούρα είχε αφήσει η Κλάρα στο αναλόγιο του πιάνου. Όταν μια υπηρέτρια, καθώς καθάριζε, έκανε να την μετακινήσει και να την τακτοποιήσει με τις άλλες, η γυναίκα την σταμάτησε και τη διέταξε να μεταφέρει σε όλο το υπηρετικό προσωπικό πως ήθελε να τα αφήνουν όλα όπως ήταν και να μην συμμαζεύουν τίποτε.
Μόνο η ίδια έκανε μια τέτοια απόπειρα, όταν, σε μια επίσκεψή της στη μικρή σάλα αυτή τη φορά, πετάχτηκε με ξαφνική λύσσα κι ορμή από την πολυθρόνα όπου καθόταν και κεντούσε και κατέβασε από τον τοίχο το πορτραίτο της Έμπα, της ψεύτικη, αγγελικής Έμπα, ενός πλάσματος που ποτέ δεν είχε υπάρξει. Κανένας από τους υπηρέτες και καμία από τις υπηρέτριες δεν τόλμησε να το γυρίσει στη θέση του. Έμεινε εκεί, δίπλα στο τζάκι, με την πλευρά της ζωγραφιάς στραμμένη στον τοίχο για να μην τη βλέπει καν η Λίζμπεθ. Για εκείνη η Έμπα αντιπροσώπευε πάντα το κακό πνεύμα που στοίχειωνε το σπιτικό της. Οποιαδήποτε κακοτυχία και αναποδιά έβρισκε αυτήν και την οικογένειά της την απέδιδε στην κατάρα της. Δεν θα έκανε όμως το ίδιο αυτή τη φορά.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now