ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)

90 9 91
                                    

Το Βίσμπυ ήταν κλασική περίπτωση σκανδιναβικής πόλης που, έχοντας διατηρήσει τη μεσαιωνική της αρχιτεκτονική κι αφήνοντάς την περήφανα να ξεχύνεται παντού, έμοιαζε βγαλμένη από κάποιο λαϊκό παραμύθι. Τα σπίτια ήταν τα περισσότερα χαμηλά, με στέγες τριγωνικές, κι απλώνονταν από τα δυο πλάγια των δρόμων, με το φως από τα φανάρια να διαγράφει μυστηριωδώς τα σχήματά τους μέσα από την ομίχλη. Η αποψινή νύχτα, αν και γιορτινή, φάνταζε ύπουλη. Ακόμα κι ο παγωμένος αέρας που ερχόταν από τη θάλασσα, λυσσομανούσε πιο πολύ κοντά στα τείχη που έστεκαν αγέρωχα λίγο μακρύτερα από την ακτή, επιβλητική θύμηση ενός αιώνα περασμένου μέσα στην αλλόκοτη ατμόσφαιρα της νησιωτικής πόλης, σαν να ήθελε από εκεί ψηλά να ’χει τον νου του για κινήσεις ύποπτες.

Έχοντας χάσει την άμαξά τους, ο Νταλ και τα παιδιά του περιπλανήθηκαν για ώρα στους λιθόστρωτους δρόμους, κι η Κλάρα, όσο κοίταζε γύρω της τα κάστρα και τις εκκλησίες με τα μεγάλα παράθυρα και τους πύργους, νόμιζε πως θα ξεπεταγόταν από στιγμή σε στιγμή κανένας βασιλιάς ή πρίγκιπας, πηγαίνοντας έφιππος να αιχμαλωτίσει τίποτε κακομούτσουνα τρολ ή να σφάξει κάποιον δράκο. Κι όταν δεν την παρέσυραν αυτές οι κωμικές παραμυθένιες φαντασιώσεις, γύριζε κάθε τόσο το βλέμμα της στο λιμάνι, όσο βρίσκονταν ακόμα κοντά, και ατένιζε ανήσυχα το Μπέλουα και τους ναύτες που έτρεχαν εδώ κι εκεί να δέσουν τους κάβους, να ελέγξουν τις προμήθειες, να τα συνεννοηθούν με τους λιμενεργάτες κι όλα τ’ άλλα.
Πίσω από εκείνη, τον Άλφρεντ και τον Λούκας, βάδιζαν, κρατώντας από σεβασμό μια στοιχειώδη απόσταση, ο Μπλομ και ο Βάλτερ. Ο καπετάνιος δεν κρατούσε στον ανιψιό του κακία για τον καβγά τους προηγουμένως και συνέχεια του χαμογελούσε με νόημα για να τον ξεθυμώσει, μα ο νεαρός Κάρλσον είχε, μάλλον, τις μαύρες του μετά από την κουβέντα τους, και τον αγνοούσε. Το μυαλό του ήταν στην Κλάρα και στην εμπιστοσύνη μεταξύ τους που και ο Μπλομ και ο Άλφρεντ Νταλ πάλευαν να κλονίσουν. Η καχυποψία απέναντί του ήταν διάχυτη εκ μέρους του εμπόρου, κι ακόμα και ο μικρός γιος του φαινόταν να μην τον βλέπει με ιδιαιτέρως καλό μάτι• ίσως, έκανε μια κακή σκέψη, το μήλο να είχε πέσει για πολλοστή φορά κάτω από τη μηλιά, αλλά ίσως και να έφταιγε η ασήμαντη παιδική ζήλια του Λούκας, που νόμιζε πως θα έχανε εξαιτίας του Βάλτερ την προσοχή της αδερφής του.

Κάποια στιγμή, ενώ πήγαιναν, ο νεαρός σκούντησε άγαρμπα τον θείο του, που στράφηκε ξαφνιασμένος.
«Ε;» έκανε άκομψα.
«Το παραβλέπω αυτό» δυσανασχέτησε ο Βάλτερ. «Έχεις βρει μέρος για να κοιμηθούμε ή θα διασχίσουμε με τα πόδια όλη την πόλη; Γιατί αν είναι έτσι, εγώ προτιμώ να γυρίσω να κοιμηθώ στο καράβι.»
«Πάψε, λοιπόν, Βάλτερ!» θύμωσε τότε ο Μπλομ στα ψέματα. «Όλο και κάποιο καθαρό πανδοχείο θα υπάρχει για να ξαποστάσουμε για το βράδυ. Πώς κάνεις έτσι; Λες και θα κοιμηθείς έστω και μια ώρα! Αφού συνέχεια την καλή σου σκέφτεσαι κι αναστενάζεις!»
Με κόπο συγκρατούσε τα γέλια του• ήταν έτοιμος, θαρρείς, να σκάσει σαν μπαλόνι. Ο Βάλτερ έριξε μια ματιά γύρω τους και γρύλισε.
«Θέαμα έχουμε γίνει» μουρμούρισε και συνέχισε να περπατάει κοιτώντας κάτω, τις πέτρες του δρόμου.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα