ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)

66 8 52
                                    

Ο Νταλ και ο Μπλομ ξεκίνησαν με άμαξα για το λιμάνι. Κατέβηκαν μέσα σ’ ένα στενό και βρώμικο σοκάκι όλο υπόγειες κακόφημες ταβέρνες και δωμάτια κλειστά με κουρτίνες και κουρέλια που από μέσα τους άκουγες τη συναυλία των βογκητών των καλντεριμιτζούδων με τους πελάτες τους. Του Άλφρεντ Νταλ πλέον του προκαλούσαν αρρώστια, του έφερναν στη μνήμη πράγματα που δεν ήθελε πια να θυμάται. Κοίταξε γύρω του. Η πόλη ολόκληρη είχε πια βυθιστεί στο νυχτερινό σκοτάδι. Τα χλωμά της φώτα σκορπούσαν εδώ κι εκεί λάμψεις περισσότερο ανατριχιαστικές παρά παρηγορητικές. Η τέλεια κάλυψη, συλλογίστηκε ο δαιμόνιος καπετάνιος καθώς πλήρωνε τον αμαξά και τον διέταζε να φύγει. Είχε σταθεί τυχερός. Το σκοτάδι θα κατάπινε μέσα του την εκδίκησή του και κανείς δε θα μάθαινε τίποτα.

Πήραν τον δρόμο για το λιμάνι, την ακροθαλασσιά και τα πλοία που στέκονταν το ένα δίπλα στο άλλο κι άφηναν να τα λικνίζει η αγκαλιά της σκοτεινής θάλασσας. Ο ουρανός είχε γίνει κατάμαυρος πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Αστέρια δεν υπήρχαν, μόνο ένα χλωμό φεγγάρι που, σαν να ήξερε κι αυτό τους σκοπούς του καπετάνιου, είχε κρυφτεί και ίσα που έλαμπε λούζοντας με το φως του μια μικρή γωνιά της θάλασσας όπου ήταν δεμένη και χόρευε μπρος πίσω μια ταλαιπωρημένη ψαρόβαρκα. Μέσα της καθόταν ένας ψαράς με σκαμμένα μάγουλα, τραχύ δέρμα κι αξύριστα γένια, τυλιγμένος σ’ ένα παλιό και ξηλωμένο ναυτικό πανωφόρι κάποιου πνιγμένου που το είχε ξεράσει η θάλασσα και φορώντας έναν σκούφο στο κεφάλι. Έπαιζε ακορντεόν και μουρμούριζε μια μελωδία, τόσο σιγανά, που ίσα που τον άκουγες. Δεν πρόσεξε καν τον Νταλ και τον Μπλομ που πέρασαν από πίσω του, κι ας έκαναν θόρυβο τα βήματά τους πάνω στην άμμο και τα χαλίκια της ακτής.

Ο Άλφρεντ Νταλ ήταν απορημένος, φοβόταν και κρύωνε. Κοίταζε τα κατάρτια των πλοίων που έσκυβαν από πάνω τους σαν εξεταστικά μάτια, μερικά σπασμένα, με τα πανιά τους να κρέμονται σε κομμάτια. Στο τέλος της μακριάς τους σειράς ξεχώριζε το Μπέλουα. Κάπου μακριά τους, ο Χολστ και ο Όσκαρ, καθισμένοι στο μικρό καμαράκι κοντά στο γραφείο του Γιάνσεν όπου ο νεαρός υπάλληλος δούλευε, είχαν την τέλεια θέα στο σκαρί αυτό που είχε τολμήσει να κυνηγήσει τον Ιπτάμενο Ολλανδό τον ίδιο• όμως δεν θα μπορούσαν με τίποτα να ξεχωρίσουν τον καπετάνιο του και τον εχθρό που έπαιζε τον ρόλο του φίλου του. Από το ψηλό τους παράθυρο δεν έμοιαζαν κι οι δυο παρά μικροσκοπικές σκιές που τα χαρακτηριστικά τους δεν ξεχώριζαν στο σκοτάδι και που τα αδύναμα φώτα της πόλης δεν άγγιζαν.
Ο Όσκαρ καθόταν σκυμμένος πάνω από το μικρό του τραπέζι και τελείωνε τις αντιγραφές που του είχε αναθέσει το αφεντικό του. Απέναντί του, ο Βάλντεμαρ Χολστ βημάτιζε πάνω κάτω προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο. Φορούσε μόνο το γιλέκο του -  η αλήθεια είναι, πως ό,τι και να ήταν, ο Γιάνσεν δεν ήταν σίγουρα τσιγκούνης με το τζάκι - και κάθε τόσο έτριβε το σαγόνι του σαν να τον απασχολούσε κάτι πολύ σοβαρό. Τόσο, που ο φίλος του κάποια στιγμή δεν κρατήθηκε.
«Ωραία, για πες επιτέλους, τι σε βασανίζει;» ρώτησε χωρίς καν να σηκώσει κεφάλι από τη δουλειά του και χωρίς να σταματήσει να γράφει.
«Χμμ;» έκανε ο Χολστ, σαν να μην είχε ακούσει με την πρώτη.
«Τριγυρνάς πάνω κάτω κοντά είκοσι λεπτά» του εξήγησε ο Όσκαρ με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Σε ξέρω. Κάτι σκέφτεσαι και δεν σ’ αφήνει ήσυχο. Αν θέλεις, μπορείς να το πεις κιόλας. Κι εδώ που τα λέμε, δε θα ήταν κακή ιδέα. Από τότε που ήρθες εδώ μου φαίνεσαι πολύ προβληματισμένος.»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now