ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)

133 12 71
                                    

Ήτανε το βράδυ πριν την σκοτεινή αυγή, με το δωδέκατο χτύπημα του ρολογιού, της μέρας πριν την παραμονή των Χριστουγέννων. Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια πριν, τέτοιο βράδυ είχε ξεκινήσει, με τη γέννα μιας ανεπιθύμητης κόρης, να μπαίνει σε κίνηση ο τροχός που έφερε στο τέλος την καταστροφή στο σπιτικό των Νταλ. Η Έμπα κι ο Άλφρεντ δε γιόρταζαν ποτέ τα γενέθλια της Κλάρας και δεν θυμούνταν τι μέρα είχε γεννηθεί• όταν όμως μπήκε στο σπιτικό η Λίζμπεθ και γεννήθηκε ο Λούκας αργά το βράδυ της 22ης του Δεκέμβρη, ο Νταλ θυμήθηκε πως λίγο αργότερα πρέπει να είχε γεννηθεί κι η κόρη του. Έτσι, υπολόγιζαν πως τα δυό παιδιά συμπτωματικά είχαν έρθει την ίδια μέρα στον κόσμο. Η αλήθεια όμως ήταν πως η Κλάρα είχε δει το πρώτο της φως μια νύχτα σαν κι αυτή, που πλησίαζε σιγά σιγά την μεγάλη γιορτή του χειμώνα για την έλευση του Μεσσία στον κόσμο των ανθρώπων.

Έξω από τα παράθυρα των σπιτιών, που έλαμπαν στο σκοτάδι σαν μυριάδες χλωμά φωτάκια, το χιόνι έπεφτε, παχύ και κατάλευκο, στις στέγες και τους δρόμους, βυθίζοντας τα πάντα σε νάρκη κάτω από το παγερό του στρώμα. Στην πιο πολύβουη πλευρά της πόλης το σκόρπιζαν μακριά ίχνη από μπότες και ρόδες άμαξας. Το χιόνι το είχαν συνηθίσει για αιώνες στα μέρη τους οι άνθρωποι, το είχαν κάνει φίλο τους και ζούσαν μαζί του για πολλούς μήνες. Αρκετές χρονιές, έπεφτε από τον Νοέμβριο μέχρι τον Μάιο, χώρια το κρύο που έφερνε μαζί του από τον παγερό ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια του κόσμου. Παρ’όλα αυτά, η νύχτα ήταν γλυκιά, πιο ήπια από άλλοτε. Σαν να προετοίμαζε κι εκείνη μαζί με όλα τ’ άλλα για τη χαρμόσυνη γιορτή. Από το βάθος της πόλης έρχονταν ψαλμωδίες και τραγούδια από τις εκκλησίες. Βαθιές αντρικές και απαλές γυναικείες φωνές υμνούσαν όλες μαζί με προθυμία τον Κύριο που ερχόταν όπου να ’ναι στη γη. Κι ενώ ο θεοσεβούμενος Νταλ κοιμόταν βαθιά, με την πλάτη γυρισμένη στην ξάγρυπνη κι ανήσυχη γυναίκα του, προσπαθώντας​ να ξεχάσει την ταπείνωση της προηγούμενης νύχτας, οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι που τόσο πολύ μισούσε και κατηγορούσε προσεύχονταν ξενυχτισμένοι στα γόνατα για ένα αύριο καλύτερο από το σήμερα.

Κάπου κοντά στην προκυμαία, σ’ ένα σημείο απομακρυσμένο από την κίνηση των δρόμων, ξεχώριζε από πολύ μακριά, για όποιον τον ένοιαζε να κοιτάξει έστω και μια στιγμή προς τα κει, μια μοναχική μικροκαμωμένη φιγούρα, που γλιστρούσε σαν σκιά με τα χέρια ανοιχτά στους πάγους που είχαν πιάσει τα βράχια. Ήτανε ένα μικρό κοριτσάκι, με τα μάγουλα κατακόκκινα από το κρύο και τα μάτια του να λάμπουν από τον ενθουσιασμό της σκανταλιάς καθώς προσπαθούσε να χορέψει στον πάγο, αγνοώντας εντελώς τον κίνδυνο της θάλασσας που παραμόνευε να την ρουφήξει μέσα της με το παραμικρό της γλίστρημα. Το γέλιο της εξαφανιζόταν μεμιάς μέσα στην απεραντοσύνη της νυχτερινής πόλης, κι όμως για τη μικρή δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή εκτός από τη χαρά της. Αν και κρύωνε μέσα στα φτωχικά της ρούχα έβρισκε το χιόνι πολύ όμορφο και περιεργαζόταν με μεγάλο ενδιαφέρον τις άσπρες νιφάδες που είχαν πέσει στα γυμνά της χέρια, ενώ άλλες στόλιζαν τις μακριές ξανθές κοτσίδες της και την καφετιά κουρελιασμένη κάπα που φορούσε πάνω από ένα εξίσου φθαρμένο φουστάνι. Χαμογέλασε. Πάνω που σήκωσε όμως τ’ άλλο της χέρι για να αγγίξει τη νιφάδα, το ματάκι της έπιασε κάτι που της τράβηξε την προσοχή και την έκανε να τρέξει - με κίνδυνο να πέσει πάλι στον πάγο - προς την άκρη του βράχου.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα