ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)

87 11 69
                                    

Ο Έιναρ Μπλομ θα είχε οδηγηθεί στο κατώφλι του Άλφρεντ Νταλ έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν δεν είχαν προηγηθεί μιας ολόκληρης μέρας συζητήσεις με την αδερφή του την Άγκνες και τον Βάλτερ, που τον φιλοξενούσαν στο σπίτι τους για όσο έμενε στη Φιλανδία. Ο Μπλομ, όντας ναυτικός, τριγύριζε συνέχεια από δω κι από κει• το δε σπίτι του στο Ελσίνκι το είχε εγκαταλείψει αφήνοντας την Άγκνες να το κάνει κυριολεκτικά ό,τι ήθελε κι είχε αγοράσει ένα άλλο στη Στοκχόλμη, τον καιρό που είχε βρει εκεί μια προσωρινή ερωμένη. Ωστόσο δεν τα πήγαινε καλά με το να ζει μόνος του• με τους υπηρέτες σχεδόν συνέχεια τσακωνόταν, γιατί δυσκολευόταν να κουμαντάρει το σπιτικό του. Ανεύθυνος λοιπόν κι απρόθυμος να αναλάβει καθήκοντα όπως ήταν, έμενε πραγματικά σ’ ένα σπίτι ξέφραγο αμπέλι, όπου από τα δωμάτια εξαφανιζόταν πότε πότε κανένα ασημικό και από τα κελάρια κανένα τυρί ή καμιά δεσμίδα λουκάνικα, χωρίς ο ιδιοκτήτης να ψυλλιαστεί τίποτα.
Η Άγκνες, απίστευτα εκνευρισμένη μ’ αυτήν την κατάσταση αλλά ταυτόχρονα δέσμια μιας τρομακτικής λατρείας για τον Έιναρ, δεν έκανε κανένα απολύτως σχόλιο μπροστά του για τον τρόπο που ζούσε, κι όταν έκρινε πως έπρεπε να τρίξει τα δόντια, το έκανε κρυφά, απειλώντας με μηνύματα και με δικούς της υπηρέτες αυτούς του καπετάνιου ότι έτσι και τους έπιανε ξανά να κλέβουν και να κάνουν ό,τι θέλουν στο σπίτι του αφέντη τους, θα το πλήρωναν πολύ ακριβά. Ο γιος της διαφωνούσε απόλυτα μ’ αυτή τη στάση, και κάθε φορά που η Άγκνες κατηγορούσε με τα χειρότερα λόγια το προσωπικό του θείου του, εκείνος σχολίαζε με νόημα:
«Χορεύουν τα ποντίκια, γιατί λείπει ο γάτος.»
«Τις σοφίες σου αλλού, νεαρέ, κι όχι σε μένα» του απαντούσε η Άγκνες σμίγοντας τα φρύδια της, κι ο Βάλτερ αναστέναζε βαθιά, απελπισμένος που του έτυχε μια μάνα τόσο πεισματάρα.

Αδερφός και αδερφή ένιωθαν κι οι δύο πιο σίγουροι όταν ο Έιναρ έμενε στο σπίτι της Άγκνες και του Βάλτερ, όπου, με την τρομερή κι αυταρχική Άγκνες για αφέντρα, οι υπηρέτες δε θα τολμούσαν να κλέψουν ούτε σκόνη από το πάτωμα. Το πρωινό της 23ης του Δεκέμβρη, κι αφού ο Μπλομ είχε ξεμεθύσει με τις βίαιες μεθόδους της Άγκνες κι είχε έρθει πια στα συγκαλά του, έπεσε στο τραπέζι του πρώτου γεύματος της ημέρας το θέμα του Νταλ, της γιορτής στο σπίτι του, της συνάντησής του με τον καπετάνιο και επομένως και του θησαυρού. Ο Έιναρ Μπλομ αφηγήθηκε την ιστορία με όλες σχεδόν τις λεπτομέρειες στην αδερφή του, που ήταν έτοιμη να βάλει τις φωνές και όσο προχωρούσε η διήγηση γινόταν όλο και πιο έξαλλη, και στον Βάλτερ, ο οποίος πάσχιζε να κρατήσει επίπεδο και να μείνει ψύχραιμος.
«Δεν ξέρω τι στην ευχή συμβαίνει πάνω στα καράβια σας» έκανε η Άγκνες κάποια στιγμή, αφού ο Μπλομ είχε ολοκληρώσει κι είχε το στόμα του μπουκωμένο με φαγητό, «αλλά εμένα μου φαίνεται ότι από κάθε ταξίδι σου γυρνάς όλο και πιο βλαξ! Αυτό έχω να σου πω μονάχα, αδερφέ! Άκου θησαυρός! Και με ποιον να τις κάνεις τις σαχλαμάρες; Με τον κύριο Νταλ! Τον απαίσιο! Τον υποκριτή! Τον άνθρωπο που εξαιτίας του φαρμακώθηκε ο καημένος μου ο Χανς!»
«Μητέρα!» πετάχτηκε ο Βάλτερ κοιτώντας την προειδοποιητικά.
«Άφησέ την, αγόρι μου• το ξέρουμε κι οι δυό πως δε θα το κόψει ποτέ αυτό το γελοίο παραμύθι!» βρήκε πάτημα ο Μπλομ για να αντεπιτεθεί στην αδερφή του.
Η Άγκνες όμως, απτόητη, ρουθούνισε και τον κοίταξε δολοφονικά.
«Κατά πρώτον, δεν είναι παραμύθι» αποκρίθηκε, με ύφος που έδειχνε πως εννοούσε κάθε της λέξη. «Και κατά δεύτερον, γελοίος είσαι εσύ και οι ιστορίες σου! Άκου τώρα ένας γέρος, που ως δια μαγείας εμφανίστηκε, να ξεψύχησε στα χέρια σας και να σας άφησε για κληρονομιά από μισό τον χάρτη για τον θησαυρό του Ιπτάμενου Ολλανδού! Τέτοιες ιστορίες ούτε εκείνη η περίεργη η κόρη του Νταλ δεν θα τις σκαρφιζόταν!»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now