ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)

69 10 86
                                    

Ξεμακραίνοντας ανταριασμένος, ο Γιόνας σταμάτησε σε μια απόμερη γωνιά του καταστρώματος, κοντά στην πρύμνη του πλοίου. Γύρω του οι συνάδελφοί του, κάτω από τις προσταγές του Μάρκους, έτρεχαν να ασφαλίσουν ό,τι μπορούσαν από το καράβι για να μην τσακίσει ακόμα κι αυτή η μικρή κακοκαιρία το ήδη στραπατσαρισμένο Μπέλουα. Ήταν σίγουρος πως ο Μάρκους θα τον έψαχνε κι εκείνον μέσα σε όλους τους άλλους, ίσως μάλιστα νευριασμένος, και με το δίκιο του, αφού τον είχε στείλει για δουλειές. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον είχε προειδοποιήσει με αξιοσημείωτη αυστηρότητα - ως και για τα δικά του μέτρα - πως αν άφηνε τον νου του να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την προστασία του καραβιού, ώσπου να περάσουν την ασθενική τρικυμία, θα τον μαστίγωνε ο ίδιος.
«Τ’ ακούς, μικρέ κοκκινοτρίχη; Δεν είναι παίξε γέλασε τώρα. Δεν είμαστε για να ναυαγήσουμε πριν πιάσουμε καν το δεύτερο λιμάνι!»

Μα ο Γιόνας δεν μπορούσε απλώς να αγνοήσει αυτό που ’χε βρει στο δρόμο του την ώρα που έσπευδε να εκτελέσει τις διαταγές του Μάρκους. Ανεξάρτητα απ’ το αν τελικά μπορούσε ή όχι να αποφανθεί πως ήταν ερωτευμένος με την Κλάρα, το να την άφηνε έτσι παρορμητικά να κόψει η ίδια το νήμα της ζωής της πέφτοντας στη θάλασσα...ε, αυτό θα πήγαινε πάρα πολύ. Μπορεί να μην ήταν ιππότης σαν τον Βάλτερ Κάρλσον, τον ευγενή τον τόσο γοητευτικό για εκείνη που την έκανε να χάνει τα λόγια της - ενώ σ’ εκείνον είχε πάντα κάτι να πει! - , αλλά δεν ήταν ούτε τόσο κάθαρμα όσο είχε την υποψία πως η Κλάρα τον νόμιζε.

Αναστέναξε βαθιά κι ύστερα έσφιξε τα χείλη του, σαν να ήθελε να ουρλιάξει χωρίς να τον ακούσουν. Η μοίρα του είχε φερθεί πολύ άδικα αυτή τη φορά, τον είχε μαχαιρώσει πισώπλατα, όπως ήθελε να κάνει με τον Νταλ εκείνος. Όλα είχαν γίνει λάθος. Δεν έπρεπε να είχε βρεθεί ποτέ στο Μπέλουα, δεν έπρεπε να αντικρίσει ξανά τον Νταλ, κι ακόμα περισσότερο δεν έπρεπε ποτέ μα ποτέ να πλησιάσει την Κλάρα!
«Ποτέ!» μονολόγησε παλεύοντας να κρατήσει τη φωνή του χαμηλά. «Δεν έπρεπε ούτε να την κοιτάξεις. Τι σου ήρθε στο μυαλό, τι πίστεψες;»
Και τώρα δεν υπήρχε γυρισμός. Αν είχε ζηλέψει τον Βάλτερ Κάρλσον που παραλίγο θα της έκλεβε το πρώτο της φιλί με τα αριστοκρατικά κόλπα του, αν είχε θελήσει να σκοτώσει διπλά τον Νταλ στη σκέψη πως πλήγωνε την κόρη του με οποιονδήποτε τρόπο, αν η καρδιά του είχε κοντέψει να σπάσει μέχρι να την τραβήξει μακριά από την κουπαστή του καραβιού για να μην ριχτεί στη θάλασσα...τότε την είχε ερωτευτεί - ή, αν δεν συνέβαινε αυτό ακόμα, ήταν έτοιμος να το πάθει. Εκείνος, που πίστευε πως, μετά τον θάνατο της μητέρας του, κάθε ίχνος, κάθε ανάμνηση αγάπης είχε σβήσει από την καρδιά του.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα