ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)

95 10 53
                                    

Όλη νύχτα η κόρη του Άλφρεντ Νταλ δεν έκλεισε μάτι. Ξαπλωμένη στην καμπίνα που μοιραζόταν, μετά από δική της παράκληση στον πατέρα της, με τον Λούκας, προσπαθούσε να βάλει τις σκέψεις της σε μια τάξη, νιώθοντας ότι σε λίγο θα κατρακυλούσε κι η ίδια στην τρέλα που έδερνε τον Νταλ και τον καπετάνιο. Μέσα σε ένα βράδυ τα πάντα είχαν αναποδογυρίσει. Και δεν έφταιγε μόνο το βίαιο κούνημα του καραβιού που της θύμιζε ότι ταξίδευε προς το άγνωστο, εμπιστευόμενη τη ζωή τη δική της και του αδερφού της στα χέρια δύο παραφρόνων. Ούτε κι η αγανάκτηση που την έπνιγε για τον πατέρα της κι η απογοήτευση που αισθανόταν βλέποντας τα σχέδιά του να οδεύουν προς μια αρκετά πιθανή επιτυχία. Αν και δεν έπαιρνε όρκο ότι, εφόσον και όταν θα έφτανε το πλοίο στον θησαυρό, ο Άλφρεντ Νταλ κι ο Μπλομ θα είχαν ο ένας με τον άλλον καλά ξεμπερδέματα.

Το χειρότερο πρώτο αστροπελέκι της ήρθε με την παρουσία του Βάλτερ στο καράβι. Όταν τον είδε να στέκεται εκεί στην κουπαστή, σκυμμένος προς τη θάλασσα με θλιμμένη καρτερία, της φάνηκε πως έκαναν παιχνίδια τα μάτια της, πως μέσα στην απελπισία της για ένα στήριγμα είχε η ίδια με το μυαλό της πλάσει την εικόνα του, με όσες και όποιες λεπτομέρειες θυμόταν από εκείνον. Αυτό ίσως να ήταν πιο υποφερτό από το μπέρδεμα που της προκάλεσε η πραγματική παρουσία του. Ωστόσο, κάπου βαθιά μέσα της, ένιωθε πως τον είχε αδικήσει κι είχε την ελπίδα ότι τον νεαρό Κάρλσον τον είχαν σπρωξει στο ταξίδι άλλοι λόγοι, κι όχι η απληστία κι η απερισκεψία του καπετάνιου και του πατέρα της. Δεν μπορεί να είχε πέσει τόσο έξω για τον χαρακτήρα του. Κι έπειτα, ίσως ο Βάλτερ Κάρλσον να ήταν ο μοναδικός που θα μπορούσε να εμπιστευτεί και  να έχει ως και συμπαραστάτη της στο παράλογο κι επικίνδυνο ταξίδι.

Από την άλλη πάλι, ήταν εκείνος. Και στη σκέψη του, τα μάτια της Κλάρας, ενώ τόση ώρα παρέμεναν κλειστά μα χωρίς ύπνο, άνοιξαν και κοίταξαν το ξύλινο τοίχωμα απέναντι από το κρεβάτι της σκεφτικά. Στην πρώτη τους ατυχή συνάντηση στο λιμάνι δεν είχε καταφέρει να τον αναγνωρίσει, τώρα όμως ήξερε: ήταν αυτός, το αγόρι της υπηρέτριας, ένα πρόσωπο τόσο βαθιά θαμμένο στο πιο μαύρο και ακατανόμαστο παιδικό παρελθόν της, που το είχε ανάγει σε ανύπαρκτο κακό όνειρο. Από τότε που για πρώτη φορά αντιλήφθηκε την ύπαρξή του, μια μέρα που κατασκόπευε αθέατη τις κουζίνες, ως το βράδυ που εκείνος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς, η Κλάρα τον έβλεπε ως το μοναδικό σκαλί που είχε για να κατέβει, έστω και μ’ ένα κοίταγμα, στον δικό του κόσμο, τον κόσμο της φτωχής εξαθλιωμένης μάζας που η μητέρα της σιχαινόταν, ο πατέρας της δαιμονοποιούσε και η γκουβερνάντα της περιφρονούσε με ευγένεια και φιλανθρωπία.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now