ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)

106 9 101
                                    

Ο Γιόνας είχε έρθει στον κόσμο τη νύχτα του Αγίου Σεβαστιανού του 1831, μέσα σ’ έναν Γενάρη κρύο και ανελέητο. Γεννήθηκε από πατέρα άγνωστο κι εξαφανισμένο κι όσο για τη μητέρα του, αυτή ήτανε μια ακόμα από τις πολλές πόρνες του λιμανιού κι όλων των λιμανιών του κόσμου, μόνο δεκαπέντε προς δεκαέξι ετών τη νύχτα που τον γέννησε. Μια όμορφη έφηβη με γλυκά γκριζογάλανα μάτια, μαλλιά κόκκινα, κορμοστασιά θηλυκή. Την έλεγαν Λίλυα ή τουλάχιστον έτσι θυμόταν ο Γιόνας να του έχει πει, χρόνια αργότερα, ο άντρας που τον μύησε στη ζωή του ναυτικού. Ως τότε δεν ήξερε το όνομά της, γι’αυτόν ήταν πάντα απλώς η μητέρα του. Αυτή που τον κράτησε για πρώτη φορά στην αγκαλιά της, πεσμένη χάμω στον παγωμένο και βρώμικο δρόμο, πνιγμένη στο άλικο αίμα της, με τα πόδια γυμνά και ορθάνοιχτα και το κεφάλι της ν’ ακουμπάει στον τοίχο ενός απ’ τα πιο κακόφημα καπηλεία του λιμανιού.

Το σκοτάδι και το κρύο είχαν τυλίξει τη νύχτα εκείνη την πόλη ολόκληρη, κρύο που πάγωνε ως το κόκαλο κι αέρας που έδερνε σαν μαστίγιο το δέρμα. Στη γειτονιά που είχε βρεθεί η Λίλυα όταν άρχισε να κυλάει ποτάμι το αίμα κάτω από τα πόδια της κοιμούνταν οι άστεγοι, κλαψούριζαν τα φτωχόπαιδα, έπαιζαν χαρτιά και λήστευαν τον κόσμο τα καθίκια, έπαιρναν από πίσω οι τσούλες τους πιωμένους. Οι κραυγές της ακούγονταν για ώρα, μ’ έναν άντρα λιώμα στο μεθύσι να τη σιγοντάρει γελώντας κι ένα σκυλί να ουρλιάζει στον ήχο τους, ώσπου ύστερα από ώρα ούρλιαξε μια τελευταία φορά σπαρακτικά κι έπεσε προς τα πίσω, στον τοίχο, μισολιπόθυμη.

Τινάχτηκε επάνω ξανά όμως όταν άκουσε το κλάμα του παιδιού κι άνοιξε απότομα τα μάτια.
«Δώστέ το μου!» είπε στις γυναίκες που στέκονταν γύρω της και τη βοηθούσαν στη γέννα, απλώνοντας τα χέρια της στα τυφλά, τρέμοντας ολόκληρη από συγκίνηση. Μια στιγμή να αργούσαν να της βάλουν στα χέρια το παιδί, θα είχε σωριαστεί αναίσθητη• κρατώντας το όμως πήρε δύναμη και τα μάτια της άνοιξαν ξανά κι έδειξαν να γεμίζουν ζωή. Του χάιδεψε το κεφαλάκι όπου φύτρωνε ήδη ένα χνούδι κόκκινο στο χρώμα των δικών της μαλλιών κι εκείνο την κοίταξε ερευνητικά. Το κλάμα του κόπηκε σιγά σιγά. Η Λίλυα κοντανάσανε όταν είδε για πρώτη φορά τα μάτια του ανοιχτά, δυο μάτια σε απαλό γαλάζιο, σαν το χρώμα της θάλασσας κάτω από κάτασπρο πάγο. Αυτό ήταν το μόνο που είχε πάρει από τον πατέρα του, τον οποίο δεν έμελλε να ξαναδεί ούτε αυτός, ούτε κι εκείνη.
«Καλώς ήρθες, θησαυρέ μου» του ψιθύρισε στα φιλανδικά και τον φίλησε στο μέτωπο πνίγοντας με το ζόρι τους λυγμούς συγκίνησης που ανέβαιναν στον λαιμό της.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now