ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)

83 9 88
                                    

Στο μεταξύ, επάνω, στο μικρό αλλά ζεστό καμαράκι, στο φως ενός χλωμού κεριού, κρυμμένου πίσω από ένα βιβλίο, για να μην χτυπάει το πρόσωπο του αδερφού της που κοιμόταν, η Κλάρα κόντευε κι εκείνη να αποκοιμηθεί, σκυμμένη χωρίς όρεξη πάνω από ένα άλλο βιβλίο της, με γερμανικά ποιήματα. Μπροστά της άκουγε τον αέρα να της χτυπάει με λύσσα το παράθυρο, σαν να της φώναζε απελπισμένα να τον αφήσει να μπει μέσα, να τυλίξει με παγερά κύματα επιθυμίας το ριγμένο πάνω από το ξύλινο τραπέζι κορμί της, να της ανακατέψει με λαχτάρα τα λυμένα ξανθά μαλλιά. Τα παραθυρόφυλλα έτριζαν δυνατά απ’ τη μανία του, έτοιμα, θαρρείς, να ξεχαρβαλωθούν, να σπάσουν, και να του επιτρέψουν παραδομένα να ορμήσει νικητής μέσα στην κάμαρα.

Στο διπλανό δωμάτιο, ο Βάλτερ και ο Νταλ είχαν πλαγιάσει κι οι δυο στα κρεβάτια τους, χωρίς όμως να τους πιάνει ύπνος. Με την πλάτη γυρισμένη στον άλλον, ο καθένας τους είχε χαθεί στις δικές του σκέψεις, κοιτώντας με μάτια ανοιχτά το σκοτάδι που τύλιγε την κάμαρα. Ο Άλφρεντ ανακάλυπτε με δυσαρέσκεια ότι είχε αρχίσει να τον πλακώνει στο στήθος το ίδιο ανεξήγητο βάρος που είχε νιώσει μια τυχαία νύχτα και στο καράβι. Κάτι σαν απροσδιόριστη, μα στα σίγουρα ζοφερή, ανάμνηση από κάτι θολό και άγνωστο, που είχε επιστρέψει για να τον βασανίσει. Κι έπειτα, για μια αιτία άγνωστη, όλο και περισσότερο εμφανιζόταν στις σκέψεις του η Λίζμπεθ, χωρίς όμως να έχει τίποτε το ευνοϊκό η μορφή της όπως την σχημάτιζε το μυαλό του: ζωντανή μα άψυχη, με μάτια άδεια και τυλιγμένη σε μια μακάβρια σιωπή.

Ο Βάλτερ, πάλι, μετρούσε ξάγρυπνος τους χτύπους της καρδιάς του• ακόμα ένιωθε, θαρρείς, στα δάχτυλά του, την αίσθηση που του ’χε αφήσει το ανύπαρκτο, μηδαμινό άγγιγμα που είχε αποτολμήσει νωρίτερα, έξω από το σπίτι των τριών αδερφάδων. Κι ενώ συλλογιζόταν τον τρόπο που τον είχε κοιτάξει εκείνη όταν αισθάνθηκε το χέρι του στον ώμο της, σκεφτόταν με πίκρα και το πόσο άδικη ήταν για την Κλάρα η τυραννία του πατέρα της. Φυσικά, ήξερε ότι οι πατεράδες ήταν πολλές φορές αυστηροί κι αυταρχικοί με τις κόρες, μα αυτόν δεν άντεχε να τον βλέπει να στέκει διαρκώς από πάνω της, απειλητικός κι ανελέητος φύλακας, δίχως να υπολογίζει τα συναισθήματά της.
Κι είχε σίγουρα αυτό το αγγελικό πλάσμα συναισθήματα, μονολογούσε νοητά ο Βάλτερ, αναστενάζοντας σαν τενόρος της όπερας που παρίστανε στη σκηνή τον ερωτευμένο νεαρό. Συναισθήματα πιο λεπτά, πιο ακριβά από τα δικά του, που θα ’θελε αυτός μόνο να τα γνωρίσει και να τα προστατέψει, αυτός και κανένας άλλος. Θα ’θελε να είναι αποκλειστικά δικό του το κλειδί της ψυχής της, γιατί κανείς δε θα μπορούσε να την καταλάβει, να την επιθυμήσει, να την ερωτευτεί τόσο όσο εκείνος.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Όπου ζουν οι ιστορίες. Ανακάλυψε τώρα