ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)

Start from the beginning
                                    

Φόρεσε τα γάντια, την κάπα και το καπέλο της, και μ’ ένα ξερό «χαίρετε», εξαφανίστηκε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ο Όλαφσον έμεινε να την κοιτάζει γελώντας.
Τι γυναίκα! Κοίτα τύχη ο μακαρίτης, σκέφτηκε καθώς καθόταν ξανά στο γραφείο του κι άρχιζε να ασχολείται πάλι με τη χαρτούρα.

Έτσι, τέλος καλό, όλα καλά. Η εταιρεία άρχισε ξανά τα ταξίδια της, με τον Χολστ να την βγάζει ασπροπρόσωπη παρά την καταστροφή στο Άαλμποργκ και το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει. Κι άλλοι καπεταναίοι ακολούθησαν κι οι δουλειές πήραν ξανά τα πάνω τους. Ο Όλαφσον παραχώρησε προσωρινά στο παράρτημα της Δανίας τον έλεγχο του εμπορίου του φαλαινελαίου κι άρχισε να ασχολείται με μια πολύ κερδοφόρα συμφωνία για εμπόριο υφασμάτων σε συνεργασία μ' έναν μεγάλο κλωστοϋφαντουργό από το Τάμπερε, κάποιον Γκούσταβ Κορχόνεν που είχε κυριολεκτικά πλουτίσει σαν Κροίσος - ή τουλάχιστον έτσι ακουγόταν - μέσω του εργοστασίου του. Κι αυτά τα πλούτη θα έκαναν τη Βόρεια και Βαλτική Εμπορική Εταιρεία να εκτοξευτεί.
Ο Σβεν ανησυχούσε.
«Είσαι σίγουρος ότι θα είναι καλή επένδυση;» ρωτούσε. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να μείνουμε στις φάλαινες.»
«Χρυσέ μου Σβεν» απαντούσε τότε ο Όλαφσον με στόμφο, «κοίτα γύρω σου. Ο νους του ανθρώπου ποτέ δε σταματά να δουλεύει. Κάποτε είχαν για φως και ζεστασιά μονάχα τη φωτιά. Τώρα, το λάδι της φάλαινας. Και σε λίγα χρόνια, ποιος ξέρει; Είδες, ακόμα και τα ιστιοφόρα έχουν αρχίσει να είναι ντεμοντέ πια• ήρθαν τα ατμόπλοια, πολύ πιο προηγμένα και γρήγορα! Πρέπει κι αυτό να το σκεφτούμε για την εταιρεία κάποια στιγμή. Πάντως, ένα είναι το συμπέρασμα: ό,τι κι αν εφεύρει ο άνθρωπος, δε θα πάψει ποτέ να έχει ανάγκη το ύφασμα για να ντύνεται. Δες το λοιπόν σαν μια κίνηση εξασφάλισης της ύπαρξης της Βόρειας και Βαλτικής Εταιρείας για πολλά ακόμη χρόνια, κάτι που σίγουρα δε θα το εξασφαλίσει το φαλαινέλαιο.»

Τέτοιοι ευνοϊκοί άνεμοι λοιπόν είχαν σπρώξει και αυτή τη φορά το πλοίο του Βάλντεμαρ Χολστ στο Βίσμπυ και τώρα οι πέντε γνωστοί ναυτικοί είχαν πάρει τους δρόμους της πόλης αυτήν την όμορφη καλοκαιριάτικη μέρα.
«Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω πώς ξοδεύεις λεφτά για να αγοράσεις βιβλία, βρε σπουδαγμένε!» έλεγε ο Φρανς στον Ελίας, που μόλις είχε αγοράσει με σχετικά λίγα χρήματα δύο βιβλία με ποιήματα.
«Αν διάβαζες, θα καταλάβαινες» απάντησε εκείνος γελώντας.
«Μπα, τι μας λες!» θίχτηκε ο όμορφος συνάδελφός του και ο Μάρκους τον σκούντησε.
«Ξέρεις, δεν είναι δα και τόσο κακό να παραδεχτείς πως είσαι λίγο μπουμπούνας• σε οτιδήποτε δεν αφορά τις γυναίκες, τουλάχιστον» είπε, κι οι άλλοι τρεις γέλασαν.
«Βρε, δε με παρατάτε όλοι σας!» θύμωσε ο Φρανς στα ψέματα και περπάτησε μόνος του πιο μπροστά.
«Ασ’ τον» είπε ο Γιόνας. «Είναι που ήρθαμε εδώ και θυμήθηκε την καλή του. Ξέρετε, τη μικρότερη αδερφή...»
Ο Μάρκους χτύπησε το χέρι του στο μέτωπό του.
«Α, στο καλό. Την είχα ξεχάσει αυτήν» έκανε και στραβομουτσούνιασε όταν θυμήθηκε τα σαλιαρίσματά του Φρανς και της Εμίλια στο σπίτι όπου είχαν φιλοξενηθεί όταν άραξαν στο Βίσμπυ με τον Μπλομ τον Γενάρη.
«Ο Φρανς μάλλον δεν την ξέχασε» είπε ο Σάμι με νόημα. «Περίεργο! Συνήθως δεν την πατάει με την ίδια γυναίκα για τόσο πολύ καιρό! Λέτε να του άρεσε άρεσε; Εννοώ, κανονικά; Να την ερωτεύτηκε;»
Ο Ελίας ανασήκωσε τους ώμους.
«Ποιος ξέρει;» είπε φιλοσοφικά. «Ο έρωτας είναι παράξενο πράγμα. Το έχει πει κι η ποίηση άλλωστε.»

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now