ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)

Start from the beginning
                                    

Επικρατούσε σωστός πανζουρλισμός. Όλοι φώναζαν μεταξύ τους, εργάτες, αστοί, ευγενείς, χωρικοί, ιερείς που το ποίμνιό τους το είχε παρασύρει η ταραχή του δρόμου έξω από την εκκλησία. Κάποιοι αμαξάδες φώναζαν και έβριζαν προσπαθώντας να ανοίξει δρόμος και να φύγουν, τα άλογα τους χλιμίντριζαν και σηκώνονταν στα δυο τους πόδια και γενικότερα ο πανικός ήταν σκορπισμένος παντού. Σύντομα εμφανίστηκαν χωροφύλακες κι άρχισαν να προσπαθούν να διαλύσουν το πλήθος, συνάντησαν όμως σημαντικές δυσκολίες.
Οι πέντε ναυτικοί, σπρώχνοντας και σκουντουφλώντας μέσα στην αχανή λαοθάλασσα, τράβηξαν τρέχοντας για την ακρογιαλιά. Καθώς έφταναν, το μικρότερο από τα κατάρτια του πλοίου τους κατέρρευσε μ’ έναν δυνατό θόρυβο και τσακίστηκε στο ξύλο της κουπαστής, εγκαταλείποντας τη μάχη. Από μέσα, όπου κείτονταν τα νεκρά κορμιά του Νταλ και του Μπλομ, αναδυόταν η ανατριχιαστική κι αβάσταχτη μυρωδιά της σάρκας που την έτρωγαν οι φλόγες. Όπως ήθελε, όπως ήλπιζε κι όπως το είχε σχεδιάσει ο Μπλομ, όλα θα γίνονταν στάχτη και θα χάνονταν μέσα στην αβυσσαλέα αγκαλιά της λησμονιάς. Οι ίδιοι, το Μπέλουα, η ιστορία του θησαυρού. Ποιος θα πίστευε τους ναυτικούς του, όπου κι αν επιχειρούσαν να τη διαδώσουν; Θα τους έπαιρναν όλοι για παλαβούς. Δεν έδινε και κανένας σημασία σ’ αυτούς έτσι κι αλλιώς, ήταν ναύτες άρα σκουπίδια, και ό,τι και να έλεγαν θα εισακουγόταν μόνο αν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του Γιάνσεν, του Όλαφσον και της εταιρείας τους.

Το κωμικό τους δίδυμο εμφανίστηκε ακριβώς μαζί από την αστυνομία. Ο Σβεν βρισκόταν στο διαμέρισμά του, εκείνοι τον είχαν συνοδεύσει, και ακούγοντας πως ένα πλοίο στο λιμάνι είχε αρπάξει φωτιά είχαν βάλει φτερά στα πόδια τους μέχρι να φτάσουν. Καθώς προσπαθούσαν ωστόσο να περάσουν μπροστά, τους τσάκωσε η χωροφυλακή. Ένας άντρας με στολή άρπαξε τον Όλαφσον από τον ώμο.
«Γυρίστε στο σπίτι σας, κύριε! Μην συνεισφέρετε στην διατάραξη της τάξης!» του έκανε παρατήρηση.
«Άσε με να περάσω, καταραμένε μπουζουκοκέφαλε!» εκνευρίστηκε ο Όλαφσον αστράφτοντας και βροντώντας. «Ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Δικό μου είναι αυτό το πλοίο που καταστρέφεται αυτή τη στιγμή κι εσείς απλώς κάθεστε και κοιτάτε!»
Έδειξε το Μπέλουα, έξαλλος και κατακόκκινος. Ο χωροφύλακας τον κοίταξε τρομαγμένος και έκανε δυο βήματα πίσω.
Ο Γιάνσεν τον έπιασε από τον ώμο.
«Φέλιξ» τον αποκάλεσε φιλικά, «σε θερμοπαρακαλώ, ας μην εξωθούμε τα πράγματα στα άκρα.»
«Μα είναι γελοίο!» φώναξε ο Όλαφσον αγνοώντας τον. «Κοιτάξτε, κοιτάξτε! Σχεδόν καταστράφηκε το πλοίο, μα τι στο διάολο κάνουν οι Αρχές;» και στράφηκε στον ένστολο αγριεμένος.
«Ό,τι μπορούμε, κύριε» αποκρίθηκε εκείνος μουδιασμένος.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now