ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)

Start from the beginning
                                    

Η Κλάρα τον κοιτούσε μ’ ένταση στα μάτια, χωρίς να μιλάει. Άρχισε ξανά το καρδιοχτύπι μέσα στο στήθος της, όχι γιατί την τρόμαζε ο πατέρας της, μα απ’ τη θύμηση όσων είχαν συμβεί πρωτύτερα ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Βάλτερ.
Έτσι λοιπόν, ο Άλφρεντ Νταλ δε χρειάστηκε προφορική απάντηση για να καταλάβει. Το ύφος της τα έλεγε όλα. Απομάκρυνε το χέρι του και γέλασε για λίγο παγερά, ειρωνικά, με άφθονο περιφρονητικό κυνισμό.
«Καλά νομίζω λοιπόν πως κατά βάθος είσαι ανόητη» είπε.
Κι αμέσως αμέσως αγρίεψε ξανά και την άδραξε βίαια από το μπράτσο.
«Μίλα! Τον έχεις ερωτευτεί, έτσι δεν είναι; Σε θάμπωσαν οι υποκλίσεις, τα κομπλιμέντα και τα χειροφιλήματα! Κι από ντροπή, ούτε για δείγμα! Άτιμη!»
«Δεν έχω να ντρέπομαι για τίποτα» αποκρίθηκε η Κλάρα σταθερά. «Και όσο για τα αισθήματα, ποτέ τους δεν ατίμασαν κανέναν!»
Έσφιξε τα δόντια της για να μη φωνάξει, καθώς ο Νταλ δυνάμωνε κι άλλο τη λαβή του στο χέρι της.
«Έτσι, ε;» τον άκουσε κι αυτόν να παλεύει να κρατήσει χαμηλωμένη τη φωνή του. «Ωραία λοιπόν. Κράτα τα τα γελοία κι ανόητα αισθήματά σου, γιατί για να γοητευτείς από αυτόν τον μαλθακό ψευτοευγενή της πεντάρας, γελοία πρέπει να είσαι! Κράτα τα, μα μονάχα για τον εαυτό σου! Το ότι ο ιππότης ανιψιός του καπετάνιου έχει βαλθεί να σε κατακτήσει πρέπει να δείχνεις πως σε αφήνει τουλάχιστον αδιάφορη. Καλά θα κάνεις να κρατάς τις τυπικότητες μαζί του και να πάψεις να του δίνεις θάρρος. Γιατί εγώ δεν πρόκειται να τον δεχτώ για ταίρι σου και να τον αφήσω, έστω και μακροπρόθεσμα να βάλει χέρι σ’ ό,τι ανήκει σε μένα και μόνο!»

Ξαφνικά εκείνη τράβηξε απότομα το χέρι της, χωρίς να το σκέφτεται. Ο πατέρας της πάγωσε, σαστισμένος. Η κόρη του τον κοίταξε φουντωμένη στα μάτια, και πισωπάτησε νιώθοντας για μια στιγμή πως αυτά τα μπλε μάτια δεν ήταν τα δικά της, αλλά της Έμπα• πως μέσα στο μικρό, νεανικό κορμί της Κλάρας είχε γλιστρήσει από τον άλλο κόσμο το φρικτό, μοχθηρό πνεύμα της αποθανούσας συζύγου, για να τον τυραννήσει.
«Αν θελήσω, μπορώ να ορίσω τη μοίρα μου μόνη μου!» είπε το κορίτσι, και στη φωνή της πρώτη φορά άκουγε ο Νταλ τόση αποφασιστικότητα. «Αν θελήσω, μπορώ να σε αναγκάσω να μας παντρέψεις! Έχω κάτι που άπαξ και του το δώσω, δε θα μπορεί να το ’χει κανένας άλλος έξω από εκείνον!»

Είχε σφίξει τις γροθιές της εντελώς ασυναίσθητα και τον κοιτούσε μέσα στα μάτια κατευθείαν, ίσως με την ίδια ανυποχώρητη αποφασιστικότητα και σκληράδα που είχε άδικα μεταχειριστεί κι απέναντι στον Γιόνας εκείνο το βράδυ στο Βίσμπυ. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε πράγματι ικανή για τα πάντα. Σίγουρη. Σίγουρη πως ναι, αν χρειαζόταν να σώσει τον εαυτό της από τα σχέδια του πατέρα της, θα κατέφευγε ακόμα και στο έσχατο ρίσκο: την απαγορευμένη προγαμιαία ολοκλήρωση του έρωτα.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now