ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)

Start from the beginning
                                    

Από τη δική της πλευρά πάλι, η Κλάρα ένιωθε χαμένη. Εκεί που πάσχιζε να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη, να αποφασίσει αν θα έπρεπε πιο πολύ να την απασχολεί η ανυπόφορη και δεσποτική συμπεριφορά του πατέρα της, τα αισθήματα που φαινόταν να δείχνει για εκείνη ο Βάλτερ - ή μήπως έκανε λάθος και παρερμήνευε σύμφωνα με τη δική της καρδιά τη συμπεριφορά του; - ή η παραφροσύνη του καπετάν Μπλομ, το μόνο που της ερχόταν στον νου ξανά και ξανά ήταν δυο γαλάζια μάτια να την εξετάζουν με σκληράδα. Όποιον κι αν σκεφτόταν ή προσπαθούσε να σκεφτεί, στο τέλος πάντα εμφανιζόταν εκείνος, σαν φάντασμα που την κυνηγούσε από το έρεβος της παιδικής της ηλικίας που ήθελε να ξεχάσει. Ταραζόταν, τα έβαζε με τον εαυτό της, πάλευε να διώξει την εικόνα, αν κι ήξερε ότι σε ανύποπτο χρόνο θα την ξανάβλεπε μπροστά της ολοζώντανη. Ίσως όμως το χειρότερο ήταν πως έπιανε τον εαυτό της να θέλει κατά βάθος να την ξαναδεί, να την κοιτάξει καλύτερα, να την καταλάβει.
Ω, σύνελθε, για όνομα! είπε από μέσα της και, προκειμένου να πάψει να σκέφτεται εκείνον, άρχισε να δίνει προσοχή μέχρι και στα λόγια του πατέρα της και του καπετάνιου, που την παρούσα στιγμή αναρωτιόταν από πού στο ανάθεμα είχαν ψαρέψει το θαλάσσιο πλάσμα που κολυμπούσε κομματιασμένο στο ζουμί της σούπας κι είχε τόσο απαίσια γεύση.

Η πρώτη μέρα της πορείας προς τον θησαυρό του Ιπτάμενου Ολλανδού κύλησε αργά, σαν βασανιστήριο, για τους εξέχοντες επιβάτες, μα, για τους ναυτικούς, όσο πιο ήσυχα κι ομαλά μπορούσε να κυλήσει μια πρώτη μέρα ταξιδιού. Κάνοντας έναν απολογισμό καθώς κάπνιζε την πιστή του πίπα σ’ ένα σημείο κοντά στην κουπαστή του καραβιού, ο Μάρκους ήταν βέβαιος πως η μέρα δε θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα. Τις βάρδιες τις είχε μοιράσει όσο πιο λειτουργικά γινόταν και κανένας δεν είχε το περιθώριο να παραπονεθεί, τα είχε βρει σχετικά με τους αγριωπούς Νορβηγούς που λίγο έλειπε προηγουμένως να λιώσουν σαν ζωύφια τους δύο φίλους του, κι όσο για τον Μπλομ, είχε ανακτήσει με επιτυχία την ικανότητά του να τον ανέχεται. Ο καπετάνιος ανακοίνωσε πως, με την ταχύτητα που πήγαινε το Μπέλουα για να αποφύγει τυχόν πάγο στον δρόμο του μέσα στην χειμερινή Βαλτική, θα έφταναν στο Βίσμπυ σε πέντε μέρες το πολύ.

Βράδιασε γρήγορα, όπως πάντα στη Σκανδιναβία τον χειμώνα. Μια απαλή ομίχλη, σαν χάδι κάποιας αθέατης υπερφυσικής θεότητας της θάλασσας, σκέπασε από το τέλος του μεσημεριού τον ουρανό. Το θερμό φως από τις λάμπες και τα φανάρια που έκαιγαν σκόρπια στο καράβι απλωνόταν πάνω στα κύματα απλόχερα, σκουραίνοντας το βαθύ μπλε τους χρώμα με τόνους χρυσοπράσινους που θα τους ζήλευε κι ο καλύτερος ζωγράφος. Λουσμένος σ’ ένα τέτοιο φως, ο τεμπέλης μάγειρας έπαιρνε τον μεσημβρινό υπνάκο του σε μια ήσυχη γωνιά, μουρμουρίζοντας μέσα στο ροχαλητό του τη μελωδία κάποιου χωριάτικου τραγουδιού. Πιο πέρα, ο Σάμι ο νάνος ψάρευε παρέα με μερικούς άλλους• τις περισσότερες καλές προμήθειες από το Ελσίνκι, ο καπετάν Μπλομ τις είχε καπηλευτεί για την αφεντιά του και για τους εκλεκτούς επιβάτες του, έτσι το πλήρωμα εναπόθετε τις ελπίδες του σ’ ό,τι κολυμπούσε από κάτω τους στα ψυχρά νερά και τρωγόταν• αλλιώς τους έμεναν μόνο τα γογγύλια και τα κρεμμύδια, οι μπαγιάτικες κονσέρβες κι ο άνοστος χυλός του μάγειρα.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now