ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)

Comenzar desde el principio
                                    

Η μελωδία του νανουρίσματος της Λίλυα είχε μείνει χαραγμένη στον νου της και της τρυπούσε ακόμη, κάθε φορά που την θυμόταν, την καρδιά. Η αγάπη που έδινε εκείνη η καημένη γυναίκα στον γιο της χωρίς να την τσιγκουνεύεται και να την μετράει ανάλογα με το πόσο χρήσιμος θα της φαινόταν στο μέλλον - όπως έκαναν οι δικοί της γονείς - ήταν αυτό που της είχε λείψει περισσότερο στη ζωή της, αυτό που, αν δεν ήθελε να λέει στον εαυτό της ψέματα, ακόμα της έλειπε. Όταν η Λίλυα άφησε αυτόν τον κόσμο, βασανισμένη, άρρωστη κι ολομόναχη, και το αγόρι της απλά χάθηκε από προσώπου γης και - όπως είπε στον Νταλ η μητέρα της Σάννα - μάλλον τον πήραν να δουλέψει στα καράβια, η Κλάρα πίστεψε ότι είχαν εξαφανιστεί κι οι δυο, μάνα και γιος, για πάντα από τη ζωή της. Κι ήταν καλύτερα. Ως παιδί, της θύμιζαν την αγάπη που δεν είχε• ως έφηβη κι έπειτα γυναίκα της θύμιζαν την αχρειότητα του πατέρα της. Κατάλαβε μεγαλώνοντας πώς είχε πεθάνει η Λίλυα κι αυτό την έκανε να μη θέλει ακόμα περισσότερο ούτε να θυμάται τον γιο της. Μέχρι και η σκέψη του βλέμματός του της έφερνε ενοχές και αποστροφή για όσα τους είχε κάνει ο πατέρας της.

Ωστόσο, τώρα, να τος, ολοζώντανος μπροστά της. Τα καράβια γυρίζουν κάποτε στο λιμάνι τους και τα παιδιά μεγαλώνουν. Αναγνωρίζοντάς τον η Κλάρα τα ’χε χάσει• είχε αλλάξει, όπως κι εκείνη άλλωστε. Βέβαια, χωρίς τον φόβο και το δυσάρεστο ξάφνιασμα της απρόσμενης αναγνώρισης να την καταλαμβάνουν, τη στιγμή που την κράτησε τυχαία και φευγαλέα στα χέρια του στην πόλη, είχε παραδεχτεί μέσα της πως αυτός ο άντρας είχε κερδίσει την προσοχή της. Από απειρία και πρακτική άγνοια του αληθινού, του λαϊκού κόσμου του Ελσίνκι, της Κλάρας όλοι οι άντρες της τάξης του της φαίνονταν συνήθως ίδιοι και μάλιστα κάπως τρομακτικοί και απειλητικοί. Εκείνος όμως, όχι. Το βλέμμα του μπορεί να φαινόταν σκληρό, αλλά κρυβόταν εκεί και κάτι άλλο, κάτι ειλικρινές και άδολο. Αυτό που είχε ξαναδεί άλλοτε στο σπίτι της όταν ήταν κι οι δυο παιδιά, τις λίγες φορές που είχε τύχει να συναντηθούν οι ματιές τους.

Αναστέναξε βαθιά. Άλλαξε πλευρό στο κρεβάτι. Αγανακτούσε που ο ύπνος δεν καταδεχόταν να την επισκεφτεί, παρ’όλο που ένιωθε κουρασμένη όσο ποτέ άλλοτε. Μέχρι κι ο Λούκας, στο διπλανό κρεβάτι, είχε χαθεί γαλήνια στον κόσμο των ονείρων, κι ας μην μπορούσε στην αρχή να συνηθίσει το ατσούμπαλο πέρα δώθε που έκανε το Μπέλουα καθώς διέσχιζε τη θάλασσα αγκομαχώντας, σαν ασπρομάλλης γέρος με μια μαγκούρα στο κάθε χέρι. Σίγουρα, σκέφτηκε η Κλάρα, ο μικρός θα ονειρευόταν τώρα γοργόνες, θησαυρούς και τερατώδη θαλάσσια πλάσματα, περιπέτειες ενός σωστού ηρωικού ναυτικού. Ευχήθηκε να ήταν στη θέση του• να μπορούσε κι εκείνη να ονειρευτεί, χωρίς να της φαίνονται όλα τόσο μπερδεμένα και σκοτεινά σ’ αυτό το ταξίδι.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Donde viven las historias. Descúbrelo ahora