ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)

Start from the beginning
                                    

Ο Βάλτερ στεκόταν ολομόναχος στην κουπαστή, κάπου που ήταν σίγουρος ότι δεν τον έπιαναν τα μάτια ούτε του θείου του ούτε κανενός περίεργου ναύτη, και κυρίως όχι τα μάτια της Κλάρας. Ο αέρας που έσπρωχνε το πλοίο στα κρύα βαθυγάλαζα νερά τον τριγύριζε και του ανακάτευε σκόρπια τσουλούφια από τα ξανθά του μαλλιά, κοκκίνιζε το κάτασπρο πρόσωπό του, πάγωνε τις άκρες των δαχτύλων του. Μπροστά του το τοπίο έκανε τα γόνατά του να κόβονται: τίποτε πέρα από θάλασσα κι άλλη θάλασσα και τη γραμμή του ορίζοντα, που όμως ελάχιστα την διέκρινε μέσα στο σκοτάδι του ουρανού που όλο και βάθαινε. Κοίταξε πίσω από τον ώμο του, δεξιά, αριστερά, προσπάθησε να ξεχωρίσει τίποτε από το λιμάνι, την πόλη που άφηναν πίσω τους. Σχεδόν δεν την έβλεπε πια.
Αναστέναξε. Από τη στιγμή που είχε πατήσει το πόδι του πάνω σ’ αυτό το κατάστρωμα είχε αρχίσει να φοβάται, να μετανιώνει, να βασανίζεται από ενοχές και δεύτερες σκέψεις. Κι η δουλειά του; Κι η μητέρα του; Κι αν το κυνήγι του θησαυρού αποδεικνυόταν φιάσκο και καταστρεφόταν για πάντα η υπόληψη του θείου του; Το ίδιο θα συνέβαινε και με την υπόληψη τη δική του και της Άγκνες, γιατί εκείνος είχε μπλέξει και το όνομα των Κάρλσον στην παραφροσύνη του καπετάν Μπλομ. Κι έπειτα εκείνος είχε ανέβει στο καράβι εξαιτίας μιας παρόρμησης εξωφρενικής κι ανόητης. Ζυγίζοντας την κατάσταση λογικά, δεν είχε καμιά δουλειά σ’ αυτό το ταξίδι. Απλώς είχε πιστέψει αφελώς στις υποσχέσεις του θείου του πως έτσι θα μπορούσε ίσως να κερδίσει την καρδιά της Κλάρας, φοβούμενος πως αν δεν έκανε τώρα ένα βήμα πιο κοντά της, ίσως να το μετάνιωνε για μια ζωή.

Ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του.
«Σκεφτικό σε βλέπω, αγαπημένε μου ανιψιέ» άκουσε τη φωνή του θείου του πίσω από την πλάτη του και του ξέφυγε ένα ειρωνικό χαμόγελο, σαν να σκέφτηκε: εσύ με έβαλες σ’ αυτή τη δουλειά και μιλάς κι από πάνω.
Ο καπετάνιος στάθηκε δίπλα του και στηρίχτηκε στο ξύλο του καραβιού. Ανάμεσα στα δόντια του είχε ήδη βρει τη θέση της η αιώνια πίπα του• όταν ο Μπλομ οδηγούσε καράβια φρόντιζε να καπνίζει μόνο εκλεκτό καπνό με εκλεκτό τρόπο. Έριξε ένα αδιάφορο βλέμμα προς τη θάλασσα• έτσι κι αλλιώς χίλιες φορές την είχε ξαναδεί, κι έπειτα στράφηκε ξανά στον Βάλτερ περιμένοντας μια απόκριση.
Εκείνος δεν τον κοίταξε.
«Πού είναι ο Νταλ;» ρώτησε βαριά.
«Με τα παιδιά του, υποθέτω» του απάντησε ο Μπλομ και χαμογέλασε αμέσως με νόημα. «Αυτόν ψάχνεις δηλαδή, ή μήπως...»
«Έλα, θείε, πάψε» τον σταμάτησε ο Βάλτερ εκνευρισμένος. «Εντάξει, την ακολούθησα τη γελοία συμβουλή σου κι είμαι εδώ - βέβαια μη νομίζεις ότι μόνο το κυνήγι συζύγου με φέρνει στο καράβι, είπα να σε επιτηρώ κιόλας γιατί εδώ παίζεται ένας θησαυρός κι όχι όποιος κι όποιος. Δεν ξέρω ποτέ τι τρέλα μπορεί να σκέφτεσαι να κάνεις κι έτσι ήρθα να σου παραστήσω τη φωνή της λογικής που μέσα στο δικό σου το μυαλό κοιμάται ύπνο βαθύ.»
Ο Μπλομ γέλασε, διασκεδάζοντάς το.
«Εντάξει για τη φωνή της λογικής που λες, αλλά δεν έχεις εμπιστοσύνη στο μικρόβιο του κουρσάρου μου, Βάλτερ;» τον ρώτησε με υποκριτικό παράπονο και τίναξε ψηλά τα φρύδια.
«Καμία» είπε ο νεαρός ξερά, χωρίς να τσιμπάει το δόλωμά του.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now