ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)

Start from the beginning
                                    

Η Λίζμπεθ έγνεψε κουρασμένα και απομακρύνθηκε με αθόρυβα βήματα προς τη σκάλα. Ο γιος της την κοιτούσε μπερδεμένος• γιατί φερόταν σαν να ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε; Γιατί ήταν όλοι στο σπίτι τόσο σκυθρωποί απόψε, ενώ ήταν Χριστούγεννα κι αύριο μια απίστευτη περιπέτεια ξεκινούσε; Πάνω στις ερωτήσεις που ξεφύτρωναν μία μία στο μυαλό του, ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του και στράφηκε προς τα πίσω. Χαμογέλασε στην αδερφή του κάπως αβέβαια και την ακολούθησε στο τζάκι• έσκυψε προσεκτικά και μάζεψε από το πάτωμα μερικά βιβλία που είχαν παραπέσει εκεί.
«Χαίρομαι πολύ που θα έρθεις κι εσύ, Κλάρα» είπε ταυτόχρονα στην κοπέλα.
Όταν έφτασε ξανά κοντά της, εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά τρυφερά.
«Φυσικά και θα ερχόμουν• δε θα μπορούσα να σ’ αφήσω μόνο, μικρέ θαλασσόλυκε» αποκρίθηκε.
«Εσύ πιστεύεις πως θα βρούμε τον θησαυρό;» ρώτησε μετά ο Λούκας.
Η Κλάρα αναστέναξε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Εντελώς ξαφνικά, μια φωνή μέσα της την παρακίνησε να του πει όλη την αλήθεια. Πως θησαυρός δεν υπήρχε. Πως ο Μπλομ κι ο πατέρας τους ήταν και οι δύο τρελοί για δέσιμο, έτοιμοι, στο όνομα της αλαζονείας και της απληστίας τους, να επιχειρήσουν τη μεγαλύτερη τρέλα. Ποιος την έσωζε όμως ύστερα από τον Νταλ• έπρεπε να φροντίζει να του είναι αρεστή αν δεν ήθελε έναν δυσάρεστο γάμο για τιμωρία.
«Πιστεύω» είπε, «ότι πρέπει να ελπίζουμε για το καλύτερο, αλλά να μην απογοητευτούμε αν τελικά δεν είμαστε τυχεροί.»
Ο Λούκας έσμιξε τα φρύδια του. Τα γκριζοπράσινα μάτια του, όμοια με του πατέρα του, γέμισαν σκέψη. Αλλά τελικά χαμογέλασε πλατιά.
«Συμφωνώ, μάλλον» είπε σε τόνο παιχνιδιάρικο, φίλησε την αδερφή του πεταχτά στο μάγουλο για καληνύχτα κι έτρεξε στο δωμάτιό του.

Η Κλάρα έμεινε να χαζεύει τη φωτιά που έλαμπε και τριζοβολούσε στο τζάκι, πετώντας σπίθες εδώ κι εκεί και χαρίζοντας θερμά χρώματα και σκιές στο πρόσωπό της. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη γι’αυτό το ταξίδι. Ο πατέρας της τελικά είχε, όλως παραδόξως, δεχτεί την πρότασή της, για δύο λόγους: πρώτον, αναγνώρισε ότι δε θα ήταν ικανός να αναλάβει για ενός μήνα ταξίδι την απόλυτη ευθύνη του γιου του - στη συνειδητοποίηση αυτή βοήθησε και η θύμηση του δικού του παιδικού ατυχήματος πάνω σε καράβι - και, δεύτερον, αποφάσισε να μη χαλάσει χατίρι στον Λούκας, που όταν έμαθε πως ίσως να τον συνόδευε η αδερφή του, καταχάρηκε.
Ο μικρός πετούσε στα σύννεφα ενός δικού του κόσμου, η Κλάρα όμως, προσγειωμένη στην πραγματικότητα, φοβόταν αυτό το ταξίδι. Ο Μπλομ δεν της άρεσε καθόλου• της κινούσε κάθε υποψία που θα μπορούσε να έχει για έναν άνθρωπο σαν εκείνον. Η μόνη της ελπίδα να είναι οι υποψίες της λάθος ήταν το ότι ο ευγενής και μετρημένος Βάλτερ ήταν δεμένος με αυτόν τον άνθρωπο και άρα κάποια καλή πτυχή του χαρακτήρα του θα ήξερε, κάποιο στοιχείο που εκείνη δεν μπορούσε να δει. Ακόμα κι αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει την αγωνία της, το προαίσθημα που της έλεγε πως κάτι παράδοξο, κάτι απρόσμενο κι ίσως δυσάρεστο μπορεί να συνέβαινε πάνω σ’ εκείνο το πλοίο.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now