ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)

Start from the beginning
                                    

Τα νερά ήταν ήρεμα, σκούρα• από μακριά έμοιαζαν με μελάνι που είχε χυθεί πάνω από το έδαφος από κάποιο πελώριο μελανοδοχείο. Μέσα στο σκοτάδι η γραμμή του ορίζοντα, που χώριζε τη θάλασσα από τον ουρανό, ίσα που φαινόταν. Μοναχικά αστέρια έλαμπαν το ένα μακριά από το άλλο στον ουρανό. Το κορίτσι έσκυψε μπροστά με προσοχή και στένεψε τα μάτια, προσπαθώντας να διακρίνει την κίνηση στο νερό που την είχε οδηγήσει στο χείλος του γκρεμού. Μα τίποτα. Ήταν λες κι αυτό που είδε δεν είχε συμβεί ποτέ. Τα δυό της χεράκια αγκάλιασαν τη μέση της για να διώξουν το κρύο και τα χείλη της σφίχτηκαν. Δεν μπορούσε να είχε κάνει λάθος. Έψαξε για λίγο ακόμα με την απογοήτευση να ζωγραφίζεται σιγά σιγά στα μάτια της. Και τότε, σαν να ήθελε να την παρηγορήσει, η ίδια της η φαντασία, αρπάζοντας την ευκαιρία της νύχτας που έκανε συχνά τα μάτια να βλέπουν πράγματα που δεν υπήρχαν, σχημάτισε σ’ ένα κοντινό σημείο της θάλασσας την εικόνα μιας μακριάς ουράς ψαριού με λαμπερά λέπια που βγήκε φευγαλέα στην επιφάνεια, χτύπησε δυνατά τα νερά ταράζοντας την ηρεμία τους κι ύστερα χάθηκε ξανά στα βάθη τους, χωρίς να μαρτυρά τίποτα από πού είχε έρθει και πού επέστρεφε. Μπροστά στο θέαμα αυτό, η μικρούλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Μαγεμένη από την ψεύτικη απόδειξη πως τα παραμύθια μπορεί τελικά και να υπήρχαν πραγματικά, σηκώθηκε άτσαλα για να δει αν η ουρά θα εμφανιζόταν ξανά, ίσως κάπου μακρύτερα. Απορροφημένη, δεν άκουσε μια φωνή να την καλεί από μακριά, ούτε κάποιον να τρέχει προς το μέρος της• το κατάλαβε μόνο όταν ένιωσε το χέρι του στον ώμο της και στράφηκε τρομαγμένη προς τα πίσω.

Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Απέναντί της στεκόταν ένας ψηλός νεαρός κοκκινομάλλης με μάτια σ’ ένα απαλό γαλάζιο, εξεταστικά κι ίσως, κάπου βαθιά, και κάπως λυπημένα. Με το ένα του χέρι κράταγε έναν πρόχειρο μπόγο που σερνόταν στη γη ενώ με το άλλο τραβούσε εκείνη μακριά από τον πάγο. Τον γνώρισε. Στο σπίτι που δούλευε με τη θεία της έμεναν εδώ και τρεις μέρες δυό ναυτικοί• όταν έλειπε ο ιδιοκτήτης, που είχε ένα επιβατικό καράβι και ταξίδευε για μήνες εδώ κι εκεί, πάντα η γυναίκα του και τα παιδιά του φιλοξενούσαν κόσμο με αντάλλαγμα, φυσικά, χρήματα. Αυτός ήταν ο ένας από τους δύο, ο πιο νέος και ο πιο γεροδεμένος. Ο πιο σιωπηλός• ενώ ο σύντροφός του γελούσε, φλυαρούσε και πείραζε την κόρη της γυναίκας του ιδιοκτήτη με λέξεις που η μικρή δεν καταλάβαινε, εκείνος μιλούσε πιο πολύ με εκείνα τα εκφραστικά γαλάζια μάτια, λέγοντας ελάχιστα. Γύρω από το νεανικό του πρόσωπο φύτρωναν αραιά γένια, κόκκινα σαν τα μαλλιά του. Στα μάτια του μικρού κοριτσιού θύμιζε έναν πιο ήρεμο και ειρηνικό πολεμιστή Βίκινγκ, από αυτούς που τώρα πια ζούσαν μόνο στα παραμύθια των παλιών. Ήταν άλλωστε διάσημη ανάμεσα στον κόσμο η ανόητη προκατάληψη ότι πίσω από αυτό το σπάνιο χρώμα μαλλιών κρυβόταν βαρβαρικό αίμα που, όπως ήταν σε όλους γνωστό, νερό δε γίνεται.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now