ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)

Start from the beginning
                                    

Η πολύωρη εργασία και η απομόνωση ήταν κάτι που λαχταρούσε κι αυτό έδειχνε ακριβώς μια γέρικη μίζερη ψυχή κλεισμένη ίσως από λάθος της φύσης μέσα σε ένα σώμα νέο και ικανό για πολλά ζωηρά πράγματα. Τον Νταλ τον θεωρούσαν οι άνθρωποι της τάξης τους μυστήριο, μοναχικό, ένα παράξενο πνεύμα που αισθανόταν ασφάλεια μόνο με τον εαυτό του και το σπίτι του. Απουσίαζε από πολλές γιορτές, μουσικές βραδιές και τέτοιες συναντήσεις, τις οποίες φυσικά ο ίδιος δεν οργάνωνε σχεδόν ποτέ, και στη λέσχη κυρίων όπου πήγαινε τακτικά παραήταν φειδωλός στα λόγια. Πολλοί τα απέδιδαν όλα αυτά σε μια συμπαθητική αλλά ανόητη ταπεινότητα. Άλλωστε, ήταν γνωστή η ευσέβεια του Άλφρεντ Νταλ και η αφοσίωσή του στη θρησκεία. Έτσι, όσοι διεφθαρμένοι πλούσιοι και ευγενείς από τους πολλούς που υπήρχαν είχαν το θάρρος να παραδεχτούν τι ήταν πίσω από τα προσωπεία τους, καταλάβαιναν πως απέχοντας από αυτούς, ο ένας εκ των δύο ιδιοκτητών της εμπορικής εταιρείας Νταλ και Κάρλσον προσπαθούσε να απέχει στην ουσία από την αμαρτία. Αυτές ήταν βέβαια οι πιο φιλικές απόψεις. Άλλοι έλεγαν πως ο προαναφερθείς δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας στρυφνός και ιδιότροπος τύπος που είχε κατορθώσει να γεράσει πολύ πριν την ώρα του, πράγμα που προκαλούσε μόνο αποστροφή στους συνομηλίκους του.

Όχι ότι τον Άλφρεντ Νταλ τον απασχολούσαν ιδιαίτερα οι απόψεις των γύρω. Όσο εκείνος ήταν καλά και έβγαζε χρήματα, δεν τον απασχολούσε εδώ που τα λέμε τίποτε άλλο. Είχε επιχειρηματικό μυαλό, που πίστευε ότι το είχε κληρονομήσει από τη μεριά της μάνας του• ο πατέρας του ήταν αξιωματικός του ναυτικού ενώ η οικογένεια της συζύγου του εμπορική. Πριν κλείσει τα δώδεκα, ο Άλφρεντ λαχταρούσε με σιγουριά να ακολουθήσει τα χνάρια του πατέρα, ωστόσο ένα μικρό ατύχημα σε πλοίο στην κρίσιμη αυτή ηλικία τον έκανε να φοβηθεί τη θάλασσα, κι έπειτα οι δύο θείοι του τον είχαν γοητεύσει με τα μυστικά της επιχείρησής τους, κι έτσι διάλεξε στο τέλος τη δεύτερη. Η εταιρεία που ίδρυσαν μαζί με τον Χανς Κάρλσον μπήκε πολύ δυναμικά στο παιχνίδι του εμπορίου και για χρόνια πετούσε διαρκώς προς τα πάνω• κάποια στιγμή έφτασε σε σημείο που δεν μπορούσε να πάει καλύτερα, αλλά όταν φτάνει κάτι εκεί, ο μόνος δρόμος που του μένει να ακολουθήσει αν κοπεί η κλωστή που το κρατά στη θέση του είναι προς τα κάτω. Κι έτσι έγινε και με την Νταλ και Κάρλσον.

Ο χειμώνας του 1835, το αποκορύφωμα της παρακμής της, χάλασε στον Άλφρεντ μια από τις δύο προϋποθέσεις για να μην έχει έγνοιες: ήταν μεν καλά, και μάλιστα ιδιαίτερα ευχαριστημένος γιατί η σύζυγός του η Έμπα είχε επιτέλους μείνει έγκυος, αλλά τα χρήματα είχαν σιγά σιγά αρχίσει να λείπουν, κι η τρύπα αυτή αντί να έχει διάθεση να μικρύνει ή τουλάχιστον να μένει απείραχτη, μεγάλωνε όλο και περισσότερο με απειλητικό τρόπο. Και ένας από τους λόγους που περνούσε τις γορτινές νύχτες κλειδαμπαρωμένος στην εταιρεία ενώ το λιμάνι απ’ έξω έσφυζε από ζωή τέτοιο καιρό ήταν η ανάγκη του να βρει μια λύση για το ζήτημα αυτής της τρύπας. Αλλιώς η άτιμη θα ρουφούσε μέσα της κι εκείνον και την Έμπα και τον αρσενικό διάδοχο που περίμενε αγωνιωδώς. Το μόνο πράγμα για το οποίο δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στον Θεό ήταν τα λεφτά• ένιωθε ότι ούτε Αυτός δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού #WCBC2324Where stories live. Discover now