Η πρώτη του ήττα από τον Θεό του σταδίου/ part 4

Comincia dall'inizio
                                    

«Είναι σε άριστη κατάσταση κύριε. Πάντοτε το έχουμε καθαρό το σπίτι σαν να ήταν δικό μας» πάλεψε να πείσει τον ηλικιωμένο που κανένα πρόβλημα δεν είχε με τους Εβραίους που το νοίκιαζαν. Το κακό ήταν ο γιος του.

«Βούλωσέ το!» φώναξε στον πατέρα του όταν πήγε να διαμαρτυρηθεί. «Άκουσε Εβραίε. Και μόνο το γεγονός πως σας αφήνουμε να υπάρχετε δίχως ας πούμε να πέσει καταγγελία στην Γκεστάπο, είναι αρκετό. Από εδώ και πέρα, θα μας δίνετε επιπλέον το εβδομήντα τοις εκατό όποιου κέρδους βγάζετε και επίσης θα μου παρέχετε δωρεάν και όποτε το θελήσω παπούτσια. Έγινε κατανοητό;» του γρύλισε ο γιος του ιδιοκτήτη.

«Μα, αυτό που ζητάς είναι αδύνατον!Πώς θα ζήσουμε εμείς και πώς θα πληρώνουμε το νοίκι;» διαμαρτυρήθηκε ο Χανς.

«Κόψε τον λαιμό σου να μου παρέχεις όσα σου ζήτησα, αλλιώς λάβε το πέντε τοις εκατό της περιουσίας σου, κοινώς το εσώρουχό σου απλά, και στρίβε να ξεβρομίζει και η χώρα!»

Όταν βγήκε έξω στους δρόμους, έπειτα από εκείνη τη συνάντηση, ήθελε να ουρλιάξει. Δεν του έφταναν τα νέα που είχε μόλις λάβει, καταλάθος ψηλάφισε το κίτρινο αστέρι που αναγκαστικά είχε ράψει στο φτωχικό του μπλουζάκι. Βαδίζοντας για το μαγαζί γεμάτος σκοτούρες, παραπάτησε και πέφτοντας, ένιωσε να προσγειώνεται στο πρόσωπό του κάτι υγρό, συνοδευόμενο από γέλια. Δύο ένστολοι τον είχαν μόλις φτύσει, την στιγμή που τον είδαν να γλιστρά και να πέφτει στο χώμα. Δεν ήταν ζωή αυτή, μα δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να κλάψει. Είχε πει πως όποιο εμπόδιο και αν συναντούσε, εκείνος θα έγραφε με περηφάνια την δική του ιστορία, όσο και αν υπήρχαν στιγμές που μισούσε όσο τίποτε τον εαυτό και την καταγωγή του. Δεν είχαν άλλους συγγενείς, η μία και μοναδική αδερφή του πατέρα του είχε πεθάνει από φυματίωση και το ίδιο κακό είχε βρει κάποτε και το βρέφος της. Ο άνδρας της ζούσε μονάχος του στην Τσεχοσλοβακία, αλλά δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις. Επομένως ο Χανς είχε για παρέα μονάχα την μητέρα του.

Ο Άντον από την άλλη αρνιόταν να φορέσει το άστρο. Δεν είχε κανένας απολύτως το δικαίωμα να τον γελοιοποιήσει, εκείνον, έναν άνθρωπο μορφωμένο, παιδίατρο που είχε αφιερώσει τη ζωή του στο επάγγελμά του με τεράστια επιτυχία και είχε καταφέρει να μεγαλώσει μόνος του την κόρη του παρά την απουσία της Κλάρα και τον διπλό ρόλο που τελικά υιοθέτησε, εκείνον του πατέρα και της μητέρας ταυτόχρονα. Τα απογεύματα, έχοντας ψευτογεμίσει τα στομάχια τους με ψωμί, μοιρασμένο πολύ προσεκτικά από την πλευρά της Χέλγκα, η φυγή στην Πολωνία γινόταν ολοένα και πιο απαραίτητη δίχως να γνωρίζουν ή να μπορούν να προβλέψουν τα δεινά που θα τους έβρισκαν, ίσως και στον διπλάσιο βαθμό εκεί. Η θεία της Χέλγκα ήταν φαρμακοποιός και για την ώρα ζούσαν πολύ καλύτερα από ότι εκείνοι στην Γερμανία. Έπρεπε να το πάρει απόφαση κάποτε και να μαζέψει τα πράγματά της για έναν δρόμο δίχως επιστροφή. Θα καθόταν μονάχα ένα λεπτό μπροστά από την εξώπορτα του σπιτιού της, αναλογιζόμενη αν τελικά είχε ζήσει καλά και ξέγνοιαστα χρόνια. Μέσα βέβαια από τις κακές αναμνήσεις, υπήρχαν και μερικές στιγμές όμορφες που παραδόξως αφορούσαν σχεδόν αποκλειστικά εκείνον. Τις πρώτες τους ματιές και ας έμοιαζαν φλογερές και θυμωμένες. Το βράδυ εκείνο των αποκριών που είχαν συζητήσει δίχως να τσακώνονται, ή εκείνο που φορτισμένοι συναισθηματικά είχαν μείνει να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, σαν να θαύμαζαν κάποιο σπάνιο ζωγραφικό έργο. Πλάι στον Ότο όμως, υπήρχαν και οι στιγμές με τον Λούκα. Εκείνον τον υπέροχο νεαρό άνδρα που η ιστορία ποτέ δεν θα συμπεριλάμβανε στις σελίδες της, ως επαναστάτη ενάντια στο χιτλερικό καθεστώς. Μονάχα αν αποφάσιζε εκείνη να γράψει για την ζωή της και κάποτε να κατόρθωνε να εκδώσει το χειρόγραφο, ίσως τότε μόνο μάθαιναν και άλλοι για εκείνον τον λαμπρό νέο.

Ο Απολογισμός(βιβλίο 1) #TYS2021υπο επιμέλειαDove le storie prendono vita. Scoprilo ora