Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 709 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
Ευχαριστίες

ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)

65 8 19
By Marypap04

Το Βίσμπυ ήταν όμορφο εκείνο το καλοκαίρι. Ο δειλός ήλιος φώτιζε με ντροπαλή γλύκα τα παλιά μεσαιωνικά σπίτια και καθρέφτιζε το φως του στους ψηλούς πύργους της πόλης. Οι καμπάνες από τις εκκλησίες κάθε τόσο χτυπούσαν κι ανακατεύονταν μελωδικά μεταξύ τους. Σ’ έναν μεγάλο δρόμο της πόλης είχε στηθεί αγορά όπου πουλούσαν λαχανικά, ψάρια, γλυκά και ποτό, παιχνίδια και καπέλα αντρικά και γυναικεία, και στο τέλος της μερικά παιδιά ήταν μαζεμένα γύρω από τσαρλατάνους του δρόμου και χάζευαν τις επιδείξεις τους. Ένας ταχυδακτυλουργός έκανε μαγικά με την τράπουλα, ένας μουσικός έπαιζε βιολί και χόρευε μαζί μ’ έναν σκύλο που είχε εκπαιδεύσει και μια γυναίκα ντυμένη με μανδύα ζητούσε μονάχα ένα νόμισμα για να πει στον κόσμο τη μοίρα του διαβάζοντας τα χέρια. Ήταν λες κι είχαν κάποια γιορτή για την οποία είχαν έρθει όλοι από μακριά κι είχαν μαζευτεί στην όμορφη πόλη του Γκότλαντ, τη βγαλμένη από μια πολύ παλιότερη εποχή.

Ο Βάλντεμαρ Χολστ, παρά την φυσική σχεδόν αντιπάθεια για τους Σουηδούς που ερχόταν μαζί με την καταγωγή του, άραζε συχνά στο Βίσμπυ, λόγω των διαδρομών που αναλάμβανε για λογαριασμό της Βόρειας και Βαλτικής Εμπορικής Εταιρείας. Τελικά, μετά από πιο ψύχραιμη σκέψη, ο Όλαφσον είχε αποφασίσει όχι μόνο να μην τον απολύσει, αλλά να δεχτεί και τις προτάσεις που είχε κάνει στο γραφείο του ανακριτή στο Άαλμποργκ. Όλοι οι ναυτικοί του Μπέλουα - όσοι δηλαδή κατάφεραν να εντοπιστούν και δεν είχαν ήδη φύγει με άλλα πλοία μετά την καταστροφή του φαλαινοθηρικού - αποζημιώθηκαν για το φιάσκο της αναζήτησης του Ιπτάμενου Ολλανδού, ενώ ο Χολστ κράτησε τον λόγο του και τους εξασφάλισε δουλειά στο επόμενο ταξίδι του. Κάποιοι τη δέχτηκαν, άλλοι όχι. Ανάμεσα στους πρώτους ήταν ο Μάρκους, ο Φρανς, ο Σάμι, ο Ελίας και ο Γιόνας, που συνέχισαν μαζί του και στα επόμενα ταξίδια του. Στο μεταξύ, ένα ομιχλώδες γράμμα με το όνομα και την υπογραφή του Έιναρ Μπλομ από κάτω έφτασε την άνοιξη στο γραμματοκιβώτιο της Βόρειας και Βαλτικής Εμπορικής Εταιρείας.
Λίγες μέρες μετά την άφιξη του, ο Φέλιξ Όλαφσον υποδέχτηκε στο γραφείο του και την Άγκνες Κάρλσον, που είχε έρθει ως εκπρόσωπος να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Έμειναν μαζί για ώρες, τσακώθηκαν, φώναξαν, πετάχτηκαν όρθιοι από τις καρέκλες τους και μετά ξανακάθισαν, θερμόαιμοι και ξεροκέφαλοι όπως ήταν και οι δύο. Η Άγκνες, σύμφωνα με την υπόδειξη του αδερφού της, προσπάθησε να δωροδοκήσει τον διευθυντή της εταιρείας, εκείνος όμως αρνήθηκε να πάρει έστω κι ένα ρούβλι από τα χέρια του Μπλομ και πείστηκε να μην καταδιώξει νομικά τον Βάλτερ μόνο και μόνο για χάρη της οικογένειάς του, για την οποία η Άγκνες του μίλησε σκόπιμα ξανά και ξανά, με ιδιαίτερη έμφαση στη δυσχερή θέση της νύφης της.
Στο τέλος, σηκώθηκαν και ο Όλαφσον της έτεινε το χέρι του.
«Μαντάμ, ειλικρινά σας το λέω: αν είχα σκοπό να παντρευτώ, μόνο εσάς θα έπαιρνα» είπε χαμογελώντας μ’ έναν ανόητο, σκανταλιάρικο τρόπο.
Η Άγκνες ρουθούνισε, δίνοντάς του τα δάχτυλά της άκρη άκρη.
«Δε θα είχα αντίρρηση, κύριε Όλαφσον» απάντησε στον ίδιο τόνο και πρόσθεσε: «Είστε ένα πραγματικά αξιαγάπητο γαϊδουράκι.»

Φόρεσε τα γάντια, την κάπα και το καπέλο της, και μ’ ένα ξερό «χαίρετε», εξαφανίστηκε κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ο Όλαφσον έμεινε να την κοιτάζει γελώντας.
Τι γυναίκα! Κοίτα τύχη ο μακαρίτης, σκέφτηκε καθώς καθόταν ξανά στο γραφείο του κι άρχιζε να ασχολείται πάλι με τη χαρτούρα.

Έτσι, τέλος καλό, όλα καλά. Η εταιρεία άρχισε ξανά τα ταξίδια της, με τον Χολστ να την βγάζει ασπροπρόσωπη παρά την καταστροφή στο Άαλμποργκ και το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει. Κι άλλοι καπεταναίοι ακολούθησαν κι οι δουλειές πήραν ξανά τα πάνω τους. Ο Όλαφσον παραχώρησε προσωρινά στο παράρτημα της Δανίας τον έλεγχο του εμπορίου του φαλαινελαίου κι άρχισε να ασχολείται με μια πολύ κερδοφόρα συμφωνία για εμπόριο υφασμάτων σε συνεργασία μ' έναν μεγάλο κλωστοϋφαντουργό από το Τάμπερε, κάποιον Γκούσταβ Κορχόνεν που είχε κυριολεκτικά πλουτίσει σαν Κροίσος - ή τουλάχιστον έτσι ακουγόταν - μέσω του εργοστασίου του. Κι αυτά τα πλούτη θα έκαναν τη Βόρεια και Βαλτική Εμπορική Εταιρεία να εκτοξευτεί.
Ο Σβεν ανησυχούσε.
«Είσαι σίγουρος ότι θα είναι καλή επένδυση;» ρωτούσε. «Ίσως θα ήταν καλύτερα να μείνουμε στις φάλαινες.»
«Χρυσέ μου Σβεν» απαντούσε τότε ο Όλαφσον με στόμφο, «κοίτα γύρω σου. Ο νους του ανθρώπου ποτέ δε σταματά να δουλεύει. Κάποτε είχαν για φως και ζεστασιά μονάχα τη φωτιά. Τώρα, το λάδι της φάλαινας. Και σε λίγα χρόνια, ποιος ξέρει; Είδες, ακόμα και τα ιστιοφόρα έχουν αρχίσει να είναι ντεμοντέ πια• ήρθαν τα ατμόπλοια, πολύ πιο προηγμένα και γρήγορα! Πρέπει κι αυτό να το σκεφτούμε για την εταιρεία κάποια στιγμή. Πάντως, ένα είναι το συμπέρασμα: ό,τι κι αν εφεύρει ο άνθρωπος, δε θα πάψει ποτέ να έχει ανάγκη το ύφασμα για να ντύνεται. Δες το λοιπόν σαν μια κίνηση εξασφάλισης της ύπαρξης της Βόρειας και Βαλτικής Εταιρείας για πολλά ακόμη χρόνια, κάτι που σίγουρα δε θα το εξασφαλίσει το φαλαινέλαιο.»

Τέτοιοι ευνοϊκοί άνεμοι λοιπόν είχαν σπρώξει και αυτή τη φορά το πλοίο του Βάλντεμαρ Χολστ στο Βίσμπυ και τώρα οι πέντε γνωστοί ναυτικοί είχαν πάρει τους δρόμους της πόλης αυτήν την όμορφη καλοκαιριάτικη μέρα.
«Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να καταλάβω πώς ξοδεύεις λεφτά για να αγοράσεις βιβλία, βρε σπουδαγμένε!» έλεγε ο Φρανς στον Ελίας, που μόλις είχε αγοράσει με σχετικά λίγα χρήματα δύο βιβλία με ποιήματα.
«Αν διάβαζες, θα καταλάβαινες» απάντησε εκείνος γελώντας.
«Μπα, τι μας λες!» θίχτηκε ο όμορφος συνάδελφός του και ο Μάρκους τον σκούντησε.
«Ξέρεις, δεν είναι δα και τόσο κακό να παραδεχτείς πως είσαι λίγο μπουμπούνας• σε οτιδήποτε δεν αφορά τις γυναίκες, τουλάχιστον» είπε, κι οι άλλοι τρεις γέλασαν.
«Βρε, δε με παρατάτε όλοι σας!» θύμωσε ο Φρανς στα ψέματα και περπάτησε μόνος του πιο μπροστά.
«Ασ’ τον» είπε ο Γιόνας. «Είναι που ήρθαμε εδώ και θυμήθηκε την καλή του. Ξέρετε, τη μικρότερη αδερφή...»
Ο Μάρκους χτύπησε το χέρι του στο μέτωπό του.
«Α, στο καλό. Την είχα ξεχάσει αυτήν» έκανε και στραβομουτσούνιασε όταν θυμήθηκε τα σαλιαρίσματά του Φρανς και της Εμίλια στο σπίτι όπου είχαν φιλοξενηθεί όταν άραξαν στο Βίσμπυ με τον Μπλομ τον Γενάρη.
«Ο Φρανς μάλλον δεν την ξέχασε» είπε ο Σάμι με νόημα. «Περίεργο! Συνήθως δεν την πατάει με την ίδια γυναίκα για τόσο πολύ καιρό! Λέτε να του άρεσε άρεσε; Εννοώ, κανονικά; Να την ερωτεύτηκε;»
Ο Ελίας ανασήκωσε τους ώμους.
«Ποιος ξέρει;» είπε φιλοσοφικά. «Ο έρωτας είναι παράξενο πράγμα. Το έχει πει κι η ποίηση άλλωστε.»

Έφτασαν στο τέλος της αγοράς. Ο Γιόνας το θυμόταν καλά αυτό το σημείο. Ήταν το σημείο που παραλίγο θα σκότωνε τον Άλφρεντ Νταλ, όμως ο Μάρκους του είχε χαλάσει τα σχέδια. Μάλλον ήταν για καλό τελικά. Όταν γύρισαν στο Ελσίνκι, πήγε να βρει τη Σάννα. Θυμόταν πού έμενε με τη μητέρα της, τις ώρες που δεν δούλευε στο σπίτι του Νταλ. Η κοπέλα με την οποία είχαν μεγαλώσει σαν αδέρφια τον υποδέχτηκε στην αρχή μ’ ένα δυνατό χαστούκι.
«Μου άξιζε» μουρμούρισε εκείνος χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του.
«Φυσικά και σου άξιζε!» του πέταξε η Σάννα θυμωμένη. «Έρχεσαι εδώ, μετά εξαφανίζεσαι για χρόνια, βάζω με το μυαλό μου τα χειρότερα και τώρα απλά ξαναεμφανίζεσαι σαν να μην έγινε τίποτα! Ειλικρινά είσαι μεγάλος βλάκας, ελπίζω να το ξέρεις!»
«Ναι, το ξέρω» απάντησε ο Γιόνας, όπως όταν ήταν μικροί και η Σάννα τον μάλωνε γιατί δεν κρατούσε καλά τον κουβά από το πηγάδι κι άφηνε το νερό να χυθεί.
Έμειναν για λίγη ώρα έτσι, σιωπηλοί, ώσπου η Σάννα ξεφύσηξε.
«Τι θα κάνω με σένα;» είπε και τον αγκάλιασε.
«Συγγνώμη που σε ξέχασα» είπε εκείνος καθώς τύλιγε γύρω της τα χέρια του διστακτικά.
«Μπα, μπα, για κοίτα ποιον τον έπιασαν οι ευαισθησίες ξαφνικά!» τον κορόιδεψε η κοπέλα με αγάπη, όπως έκανε από πάντα. «Σαν να μου φαίνεται ότι άλλαξες πολύ από την τελευταία φορά.»
«Μπορεί» έκανε απλά ο Γιόνας.
«Ο Νταλ πέθανε» είπε μετά η Σάννα, ύστερα από λίγο δισταγμό.
«Το ξέρω. Ήμουν στο καράβι μαζί μ’ αυτόν και τον Μπλομ.»
Τον άφησε και τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, μα την πρόλαβε πριν πει οτιδήποτε.
«Μη με ρωτήσεις τώρα, σε παρακαλώ. Πες μου μόνο τι έγινε με τους δικούς του» ζήτησε.
«Η γυναίκα του είναι στο μοναστήρι, μετά από διαταγή του Μπλομ. Και η κόρη του παντρεύτηκε τον ανιψιό του• μάλλον τον ξέρεις ήδη, ήταν κι αυτός στο καράβι» απάντησε η Σάννα κοιτώντας τον παραξενεμένη.
«Ναι. Τον ξέρω.»

Αναστέναξε και κάθισε σε μια καρέκλα που βρισκόταν ακριβώς πίσω του. Ώστε αυτό ήταν. Είχε κάνει την επιλογή της. Η Ίνγκριντ διαλέγει τον πλούσιο κόμη της και ο ναύτης της έχει μόνο δύο επιλογές. Ή να τη μισήσει γι’αυτό ή να την αφήσει, γιατί την αγαπάει. Ήξερε πως έπρεπε να διαλέξει τη δεύτερη. Τι να την έκανε άλλη μια εκδίκηση να στέκεται σαν μαύρη σκιά από πάνω του και να του ροκανίζει τη ζωή; Είχε τη θάλασσα έτσι κι αλλιώς, είχε τους άλλους ναυτικούς, είχε τη Σάννα, είχε τις αναμνήσεις του Ίνγκβαρ και της μητέρας του. Είχε οικογένεια. Τώρα το ένιωθε. Ένιωθε πως είχε ένα μέρος όπου ανήκε, γιατί τώρα μπορούσε να το νιώσει. Γιατί θυμόταν πώς να το νιώσει. Θυμόταν όσα του είχε μάθει η αγάπη της Λίλυα. Ίσως δεν έπρεπε ποτέ να τα έχει ξεχάσει.
Η Σάννα κάθισε μαζί του μέχρι αργά το βράδυ. Μίλησαν για ώρα. Της είπε για όσα συνέβησαν στο ταξίδι κι εκείνη του μίλησε για το μετά, για τη Λίζμπεθ που σιγά σιγά έχανε τα λογικά της κλεισμένη στο μοναστήρι, για τον Λούκας που μεγάλωνε χωρίς τους γονείς του.
Έφυγε μετά τα μεσάνυχτα.
«Θα ξανάρθω να σε δω» της είπε.
«Για τόλμα να μην ξανάρθεις και θα σου δείξω εγώ» απάντησε εκείνη και τον αποχαιρέτησε.

Το χέρι του Μάρκους στον ώμο του τον γύρισε στην πραγματικότητα.
«Κάπου εδώ» είπε δείχνοντάς του το σημείο όπου είχαν λογαριαστεί οι δυο τους πρόσωπο με πρόσωπο, συμφωνώντας να κρατήσουν ο ένας το μυστικό του άλλου. «Θυμάσαι;»
«Ξεχνιέται;» τον πείραξε ο Γιόνας και ο Μάρκους του έδωσε μια σπρωξιά.
«Ε, για ήρεμα εσείς οι δύο!» είπε ο νάνος παριστάνοντας την τσιριχτή φωνή του μοιράρχου της Χωροφυλακής στο Άαλμποργκ. «Για ήρεμα, μη σας χώσω μέσα σε κανένα μπουντρούμι!»
Οι φωνές τους και τα γέλια τους έκαναν δυο γυναίκες που ψώνιζαν μαζί στους τελευταίους πάγκους της αγοράς να τους κοιτάξουν, και τελικά να τους πλησιάσουν τρέχοντας.
«Εσείς ξανά! Καλώς ήρθατε!» άκουσαν τη χαρούμενη και ευγενική φωνή της μίας και στράφηκαν και οι πέντε.
Αναγνώρισαν έκπληκτοι, όλοι εκτός του Ελίας, που δεν τις γνώριζε, τις δύο από τις τρεις αδερφάδες που τους είχαν φιλοξενήσει τότε με τον Μπλομ. Την Ίντιθ, όπως πάντα χαμογελαστή και καλοσυνάτη, και τη Φρέγυα, που ήταν έγκυος πέντε μηνών πια, με την κοιλιά της φουσκωμένη.
Αμέσως έτρεξαν και τις χαιρέτησαν. Είχαν άλλωστε όλοι πολύ καλές αναμνήσεις από εκείνη τη νύχτα στο σπίτι τους, όταν μετά το γλέντι του γάμου της Φρέγυα αντάλλαζαν ιστορίες και τραγούδια μαζεμένοι σ’ έναν μεγάλο κύκλο.
«Μα πού είναι ο σύζυγος;» ρώτησε κάποια στιγμή ο Μάρκους τη Φρέγυα και ο Γιόνας τον σκούντησε θέλοντας να του δείξει πως ήταν αδιάκριτος.
«Είναι με τον θείο σε ταξίδι» εξήγησε εκείνη πάντως. «Ελπίζουμε να έρθει πίσω έγκαιρα για να προλάβει τη γέννηση του παιδιού.»
«Με το καλό. Θέλετε αγόρι ή κορίτσι;» είπε ο Ελίας ευγενικά.
«Ω, ό,τι και να είναι δεν πειράζει, αρκεί να γεννηθεί γερό» αποκρίθηκε η Φρέγυα. «Ο πατέρας μου όμως επιμένει εδώ και καιρό ότι είδε στον ύπνο του πως θα είναι κορίτσι.»

Η Ίντιθ γέλασε καλοσυνάτα• όλη της η φυσιογνωμία φανέρωνε ότι χαιρόταν πολύ με τη χαρά της αδερφής της, κι ας το 'χε πάρει η ίδια απόφαση πως μάλλον δε θα τη ζούσε ποτέ στο δικό της πετσί, παρά θα έμενε μια ζωή γεροντοκόρη. Η συζήτηση άλλαξε κι άρχισαν να ρωτάνε εκείνες τους πέντε ναυτικούς τι είχε συμβεί τελικά με το ταξίδι τους. Αυτοί κοιτάχτηκαν μεταξύ τους αμήχανοι στην αρχή, ώσπου ο Μάρκους πήρε την πρωτοβουλία να απαντήσει απλώς ότι είχε φτάσει στο τέλος του επιτυχώς, χωρίς να δώσει παραπάνω λεπτομέρειες. Ευγενικές και διακριτικές καθώς ήταν, οι δύο κοπέλες κατάλαβαν πως κάτι τους έκανε να μη θέλουν να μιλήσουν για αυτό κι έτσι δε ρώτησαν ούτε εκείνες τίποτα παραπάνω. Πάντως, ενδόμυχα ήθελαν να μάθουν, χώρια που η στάση των αντρών τις έκανε να ανησυχήσουν πως ίσως είχε συμβεί κάτι σοβαρό σ’ εκείνο το ταξίδι, ένα ναυάγιο ίσως στο οποίο πολλοί είχαν σκοτωθεί. Έτσι μίλησαν για άλλα πράγματα, για το πόσο καλό ήταν που είχε έρθει επιτέλους καλοκαίρι και το κλίμα είχε ζεστάνει, και οι άλλοι τους είπαν πως θα άραζαν συχνά από δω και μπρος στο Βίσμπυ με τον νέο τους καπετάνιο, τον οποίο, όπως φαινόταν, ο «θείος» των κοριτσιών και άλλοι γνωστοί του λαϊκοί καπεταναίοι είχαν ήδη γνωρίσει από κοντά, έχοντας μόνο τις καλύτερες εντυπώσεις.
«Είναι, μας είπε, τίμιος και καλόψυχος άνθρωπος ο καπετάνιος σας» ανέφερε η Φρέγυα. «Είστε τυχεροί.»
Ο Φρανς ανασήκωσε τους ώμους.
«Έτσι λέμε» έκανε.
«Θα μας συνοδέψετε ως το σπίτι για φαγητό;» τους ρώτησε η Ίντιθ. «Θα χαρούμε πολύ να σας έχουμε ξανά μαζί μας, αν θέλετε κι εσείς βέβαια.»
Κανείς δεν υπήρχε που να μην το ήθελε, και πρώτος απ’ όλους ο Φρανς, που το πρόσωπό του κι ολόκληρη η όψη του αμέσως φωτίστηκε. Μπορεί στην αρχή να αρνήθηκαν ευγενικά για λόγους τακτ - τουλάχιστον όσοι είχαν απ’ αυτό - αλλά τελικά, με τις συνεχείς παροτρύνσεις των κοριτσιών, τις ακολούθησαν μέχρι το σπίτι στην άκρη της πόλης. Ο Ελίας επέμεινε να κουβαλήσουν εκείνοι το καλάθι με τα ψώνια από την αγορά για να μην επιβαρυνθεί η εγκυμονούσα. Κατά βάθος ήταν όλοι τους χαρούμενοι που τις είχαν ξαναβρεί, και το μικρό τους σπίτι ακουγόταν τόσο δελεαστικό όσο τα δικά τους σπίτια στα μέρη που είχαν γεννηθεί. Κι ας μην είχαν κάποιοι απ’ αυτούς ποτέ σπίτι• κι ας το είχαν χάσει, αν είχαν• κι ας το είχαν αφήσει οριστικά πίσω τους. Τώρα ήταν ναυτικοί. Η θάλασσα κυλούσε στις φλέβες τους και αυτή ήταν το σπίτι τους.

Συγκεντρωμένοι σε πληρώματα και συντροφιές που γεννιόντουσαν πάνω στα καταστρώματα, γίνονταν από αγόρια έφηβοι κι έπειτα άντρες σ’ έναν δικό τους κόσμο, που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει αν δεν ανήκε σ’ αυτόν. Αν δεν είχε το κεφάλι του γεμάτο με θρύλους, τρομακτικές ιστορίες και τραγούδια που ένας Θεός ξέρει πώς θυμούνταν τους στίχους τους, αν δεν είχε μεθύσει και δεν είχε πλακωθεί στο ξύλο ποτέ του, αν δεν είχε δει να κολυμπάνε πλάι στο καράβι του δελφίνια και φάλαινες και κάθε είδους θαλάσσια πλάσματα - με τα μάτια της φαντασίας του συνήθως - , αν δεν είχε ζήσει την ξελογιάστρα και στις καλές της μέρες και στις φουρτούνες της. Εκείνοι χάνονταν από τις αρρώστιες, τα ναυάγια και τους άγριους καβγάδες κι οι ιστορίες τους έμεναν για να τις πουν οι επόμενοι• αυτή ήταν η μοίρα τους. Πέθαιναν αφήνοντας πίσω τους οικογένειες, παιδιά που ίσως κάποιοι δεν ήξεραν και δεν γινόταν να ξέρουν πως είχαν αποκτήσει. Μερικοί ίσως και να πέθαιναν μόνοι, χωρίς κανέναν να τους θυμάται.

Με το που πέρασαν το κατώφλι του σπιτιού των τριών κοριτσιών, οι καρδιές όλων τους ζεστάθηκαν. Κι ενώ οι τέσσερις πήγαιναν να χαιρετήσουν τον γηραιό πατέρα στην πολυθρόνα του, η Εμίλια έτρεξε άφωνη να αγκαλιάσει τον Φρανς, κι ας τους έβλεπαν όλοι. Εκείνος την έκλεισε σφιχτά ανάμεσα στα χέρια του και δεν την άφησε, ακόμα κι όταν χωρίστηκαν.
«Αμάν» μουρμούρισε ο νάνος αμήχανα, κι ο Μάρκους του έριξε μια με τον αγκώνα.
Ο πατέρας της κοπέλας, αν και τους παρακολουθούσε, δεν είπε τίποτα, παρά μόνο χαμογελούσε με έναν πράο και μυστήριο τρόπο. Η Ίντιθ και η Φρέγυα κοιτάζονταν μεταξύ τους με νόημα, έτοιμες να βάλουν τα γέλια.
«Τι κάνει η νεράιδα μου;» ρώτησε ο Φρανς, έχοντας ξαναβρεί για τα καλά το κέφι και την καλή του διάθεση.
«Το ήξερα ότι θα ξαναγύριζες» είπε η Εμίλια χαδιάρικα και χώθηκε ξανά μέσα στην αγκαλιά του. Εκείνος της φίλησε τα χέρια το ένα μετά το άλλο και της χάιδεψε τα μαλλιά τρυφερά.
«Πώς το ήξερες;» ψιθύρισε σχεδόν.
«Το ένιωθα» απάντησε η Εμίλια.
«Κι εγώ το ένιωθα» είπε ο Φρανς, μετά από μερικές στιγμές σιωπής.
Ήξεραν και οι δύο τι περίμενε ο ένας από τον άλλον και κανείς τους δεν είχε κατά βάθος σκοπό να διαλύσει αυτήν την προσδοκία. Ο Φρανς, ο αιώνιος γόης και καρδιοκατακτητής, αισθανόταν για πρώτη φορά πως ο πραγματικός του προορισμός ήταν μία και μοναδική γυναίκα. Από τότε που είχαν αράξει στο Βίσμπυ με τον Μπλομ δεν είχε πάψει να την σκέφτεται και να τη φαντάζεται δίπλα του για μια ζωή, φαντασίωση που ποτέ δεν είχε τολμήσει με καμία άλλη. Δεν ήξερε τι είχε ξυπνήσει μέσα στην καρδιά του το αξιολάτρευτο μουτράκι της το φορτωμένο φακίδες, το κορμί της το αδύνατο και ντελικάτο, τα αθώα της, παιδικά μάτια. Ό,τι κι αν ήταν όμως, δεν μπορούσε ούτε να το ξεχάσει ούτε να το κατευνάσει• μπορούσε μόνο να το ζήσει κοντά της για πάντα, ως άντρας της. Αν, βέβαια, το ήθελε κι εκείνη.

Καθώς ετοιμαζόταν το τραπέζι, οι δυο τους βγήκαν στην αυλή. Το καλοκαίρι την έκανε να λάμπει με μια αλλιώτικη ομορφιά: το διαυγές γαλανό της θάλασσας ενωνόταν αρμονικά με τα χρώματα του ουρανού, χωρίς την απελπιστική, νεκρική μοναξιά που έδιναν στο τοπίο η ομίχλη κι ο πάγος. Ασθενικά κίτρινα ανθάκια δειλά δειλά ξεφύτρωναν κάτω απ’ τα πόδια τους καθώς περπατούσαν τριγύρω με τα χέρια ενωμένα.
«Λοιπόν, πώς είσαι;» ρώτησε ο Φρανς με ειλικρινές ενδιαφέρον. «Είχαμε καιρό να ιδωθούμε. Απ’ ό,τι είδα όμως οι αδερφές σου τουλάχιστον είναι καλά και χαρούμενες.»
«Η Φρέγυα είναι πολύ ευτυχισμένη με τον γάμο της» αποκρίθηκε η Εμίλια με ένα αθώο μειδίαμα. «Τώρα περιμένει το μωρό πώς και πώς• όλοι μας το περιμένουμε δηλαδή.»
«Είναι καλό αυτό» χαμογέλασε ο Φρανς και είπε με τρόπο: «Θα ’θελες το ίδιο και για σένα, έτσι δεν είναι;»
Την παρατήρησε προσεκτικά• του φάνηκε πως ντράπηκε, πως για λίγο δυο πορφυρά τριαντάφυλλα άνθισαν στα μάγουλά της.
«Ναι...» έκανε. «Μάλλον. Γιατί ρωτάς;»
Ο Φρανς ανασήκωσε τους ώμους του.
«Σκεφτόμουν...» είπε μόνο και την κοίταξε στα μάτια με νόημα.

Και κάπως έτσι οι δυο τους γύρισαν αρραβωνιασμένοι στο μεσημεριανό τραπέζι, ζητώντας την ευχή του πατέρα του κοριτσιού, μιας και του Φρανς οι γονείς είχαν από καιρό πεθάνει. Οι αδερφές της αντέδρασαν σαν να το περίμεναν, οι συνάδελφοι του γαμπρού όμως έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Και καθώς κάθονταν κι έβαζαν βότκα στα ποτήρια τους για να το γιορτάσουν, ο Μάρκους γύρισε και είπε στον Φρανς:
«Δηλαδή εσύ αποφάσισες όντως να νοικοκυρευτείς;» ρώτησε. «Εσύ;»
«Ο κύριος δεν μπορώ να κάτσω σ’ ένα μέρος;» ενίσχυσε κι ο Σάμι, με τις κοπέλες και τους άλλους να γελάνε.
«Η μοίρα και ο έρωτας έχουν πάντα τα δικά τους σχέδια» είπε ο πατέρας των κοριτσιών χαμογελώντας με καλοσύνη κι ύστερα κοίταξε σοβαρά τον Φρανς: «Δεν έχω αντίρρηση, νεαρέ μου, αλλά περιμένω από σένα να την προσέχεις σαν τα μάτια σου.»
Ο Φρανς κοίταξε με λατρεία την κοπέλα που έγερνε στην αγκαλιά του.
«Δεν σκόπευα τίποτε λιγότερο» είπε, κι εκείνη χαμογέλασε. «Και μην ανησυχείτε• ο γάμος μπορεί λίγο να περιμένει. Θα ’θελα να δουλέψω άλλα δύο-τρία χρόνια, να μαζέψω κάποια χρήματα ακόμα. Άλλωστε και η Εμίλια είναι μικρή. Έχουμε καιρό.»
«Ναι, έτσι συμφωνήσαμε» είπε η Εμίλια γλιστρώντας το χέρι της μέσα στο δικό του κι αγγίζοντας με το άλλο το μπράτσο του.
Ο πατέρας φάνηκε σκεπτικός για λίγο, μα στο τέλος το καλοσυνάτο του χαμόγελο επέστρεψε και σήκωσε τα χέρια του λέγοντας:
«Όπως θέλετε, παιδιά μου. Μακάρι να είσαστε ευτυχισμένοι.»
«Έλα, τώρα θέλουμε φιλί!» πετάχτηκε ο νάνος κι όλοι τον κοίταξαν. «Τι;» έκανε σαν να μην καταλάβαινε.
«Μπροστά στον πατέρα της, βρε παλιομπουνταλά;» γρύλισε ο Φρανς μέσα από τα δόντια του, πριν προλάβει όμως να πει ή να κάνει κάτι άλλο η Εμίλια πλησίασε εκείνη το πρόσωπό της στο δικό του και τον φίλησε στα χείλη πεταχτά, αφήνοντας μετά ένα συνεσταλμένο χαμόγελο.
Η Φρέγυα χειροκρότησε γελώντας, η Ίντιθ την ακολούθησε με ελαφρώς λιγότερη προθυμία, οι πέντε ναυτικοί όμως τις κάλυψαν με τα δυνατά τους χειροκροτήματα. Αν και δεν το πίστευε κανείς για τον Φρανς, κατά βάθος χαίρονταν για εκείνον.

Η βότκα μοιράστηκε στα ποτήρια κι εκείνοι έπρεπε να πιουν σε κάτι. Μα δεν ήξεραν σε τι. Η ζωή τους είχε απογοητεύσει, τον καθένα για άλλο λόγο. Γονείς που χάθηκαν, πατρικοί τόποι που εγκαταλείφθηκαν, γυναίκες που τους ράγισαν την καρδιά, κι από τον κόσμο τριγύρω περιφρόνηση, αδικία και εχθρότητα. Στο τέλος της μέρας, το μόνο που τους απέμενε, η μόνη τους πιστή μάνα, ερωμένη κι αδερφή ήταν η θάλασσα. Όμως, τώρα, με το καλοκαίρι, η ζωή άλλαζε, κι αυτό το ένιωθαν όλοι τους. Πρώτη φορά ένιωθαν έτσι: αισιόδοξοι, με μια ελπίδα πως κάτι καλό θα ερχόταν και θα τους ακολουθούσε από δω και μπρος, έστω και για λίγο καιρό.
Ο Μάρκους σηκώθηκε και ύψωσε το ποτήρι του πρώτος:
«Στη θάλασσα και στις μελλοντικές μας περιπέτειες!» είπε.
«Στη θάλασσα!» απάντησαν και οι υπόλοιποι τσουγκρίζοντας μέσα σε πειράγματα και γέλια.

Και κάπου εκεί, στην ακτή, ένα κύμα σηκώθηκε βαθυγάλανο κι έσκασε στην άμμο, σαν να τους μιλούσε κι εκείνο. Σαν να μετέφερε το αιώνιο κάλεσμα της θάλασσας στους στεριανούς που έστεκαν πλάι στα νερά της, εκείνο που έμοιαζε με γλυκιά, τραγουδιστή γυναικεία φωνή, απόκοσμη και υποβλητική:

Σας περιμένω...

ΤΕΛΟΣ

Continue Reading

You'll Also Like

44.3K 2.7K 45
Σταύρωσα τα χέρια μου και έτριψα τα μπράτσα μου Κρυώνω πολύ άλλα σιγά μη του έλεγα Γιώργος "Μη περιμένεις να σου δώσω το φούτερ μου σαν φλώρος να μη...
Priestess of The Moon By Leah

Historical Fiction

246K 20.8K 46
Li Xiang is the Priestess of the Moon, she can see read the stars and fortune as well as misfortune to her people. However, the life of a Priestess c...
67.8K 2.5K 27
Κέισι. Ένα κορίτσι 16 ετών γεμάτο αυτοπεποίθηση που δεν φοβάται να αντιμετωπίσει κάθε είδους δυσκολία. Μένει μόνη με την μητέρα της αφού ο πατέρας τη...