Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

Marypap04

5.8K 713 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... Еще

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)

72 8 24
Marypap04

Στο Ελσίνκι, όπως και σ’ ολόκληρη τη Φιλανδία, η άνοιξη δεν ξεκινούσε αν δεν έλιωνε το χιόνι. Το χιόνι που, απ’ τη μέρα της αναχώρησης του Άλφρεντ Νταλ και των παιδιών του από το σπίτι τους, δεν έπαψε να καλύπτει τα πάντα στην τριγύρω περιοχή. Τα βουνά που ξεχώριζαν από τα μεγάλα παράθυρα, τα κοντινά δάση με τα κωνοφόρα, η ακροθαλασσιά, η μυτερή στέγη του πύργου του Λούκας και η πόλη που ξεχώριζε σαν ζωγραφισμένη μινιατούρα πέρα από τη θάλασσα• όλα ήταν βαμμένα κάτασπρα ολόκληρο τον Γενάρη, όλα βρίσκονταν σε νάρκη, με το παγωμένο χιόνι να τους βαραίνει τα βλέφαρα και να τα κρατά ξαπλωμένα σε τρομακτική σιωπή και απόσταση από τον κόσμο. Ο ουρανός είχε χάσει το χρώμα του, μην έχοντας τι να φωτίσει και σε τι να χαρίσει την ομορφιά, τώρα που όλα κοιμούνταν και τίποτα δεν έδινε στο τοπίο ζωή. Ο ήλιος βασίλευε νωρίς το απόγευμα, κι όσο για το σπίτι του Άλφρεντ Νταλ, έστεκε ολομόναχο σαν φυλακή μπρος στην ανήσυχη παγωμένη θάλασσα κι έμοιαζε σαν ερημωμένο.

Ολομόναχη μέσα του, η Λίζμπεθ, με την όψη της αδυνατισμένη, ασθενική και κατάχλωμη, περιφερόταν σαν το φάντασμα από τη μια κάμαρα στην άλλη, χωρίς κανέναν σκοπό. Ανέβαινε στον πύργο του Λούκας, χάζευε τα βιβλία, τα παιχνίδια και τα ρούχα του μ’ ένα ανησυχητικό χαμόγελο• έκανε μακριούς περιπάτους στην αυλή κι έψαχνε τις κρυψώνες του• βημάτιζε εδώ κι εκεί στη μεγάλη σάλα και επί ημέρες προσπαθούσε να παίξει μια μελωδία της οποίας την παρτιτούρα είχε αφήσει η Κλάρα στο αναλόγιο του πιάνου. Όταν μια υπηρέτρια, καθώς καθάριζε, έκανε να την μετακινήσει και να την τακτοποιήσει με τις άλλες, η γυναίκα την σταμάτησε και τη διέταξε να μεταφέρει σε όλο το υπηρετικό προσωπικό πως ήθελε να τα αφήνουν όλα όπως ήταν και να μην συμμαζεύουν τίποτε.
Μόνο η ίδια έκανε μια τέτοια απόπειρα, όταν, σε μια επίσκεψή της στη μικρή σάλα αυτή τη φορά, πετάχτηκε με ξαφνική λύσσα κι ορμή από την πολυθρόνα όπου καθόταν και κεντούσε και κατέβασε από τον τοίχο το πορτραίτο της Έμπα, της ψεύτικη, αγγελικής Έμπα, ενός πλάσματος που ποτέ δεν είχε υπάρξει. Κανένας από τους υπηρέτες και καμία από τις υπηρέτριες δεν τόλμησε να το γυρίσει στη θέση του. Έμεινε εκεί, δίπλα στο τζάκι, με την πλευρά της ζωγραφιάς στραμμένη στον τοίχο για να μην τη βλέπει καν η Λίζμπεθ. Για εκείνη η Έμπα αντιπροσώπευε πάντα το κακό πνεύμα που στοίχειωνε το σπιτικό της. Οποιαδήποτε κακοτυχία και αναποδιά έβρισκε αυτήν και την οικογένειά της την απέδιδε στην κατάρα της. Δεν θα έκανε όμως το ίδιο αυτή τη φορά.

Ήταν τέλη Μάρτη όταν οι υπηρέτες κι οι υπηρέτριες του σπιτιού μαζεύτηκαν όλοι στην κύρια είσοδο, για να δουν την κυρά τους να φεύγει. Δυο άντρες άγνωστοι την έσυραν με το ζόρι μέσα σε μια άμαξα, κι εκείνη ούρλιαζε και χτυπιόταν αλλά δεν κατάφερε να τους ξεφύγει. Ο Βάλτερ Κάρλσον, που είχε ήδη ανακηρυχθεί νέος αφέντης του σπιτιού, παρακολουθούσε από μακριά με φανερή δυσαρέσκεια και δυσκολία. Ο δύσμορφος μπάτλερ παρέμεινε όπως πάντα απαθής. Η Σάννα είχε βουρκώσει κι έκλαιγε, και η Τατιάνα η μαγείρισσα, όσο απίθανο κι αν έμοιαζε σε όλους, την αγκάλιαζε σφιχτά και της χάιδευε το κεφάλι σαν να ήταν παιδί της.
«Ησύχασε, ησύχασε, μην κλαις άλλο» της ψιθύριζε συνέχεια.
«Εγώ φταίω για όλα, εγώ τους μίλησα» έλεγε η Σάννα, που δεν ήξερε πως ο ανιψιός του Μπλομ ήταν μπλεγμένος στο ταξίδι και νόμιζε πως το κακό το είχαν κάνει οι εκπρόσωποι της εταιρείας, που την είχαν βρει λίγους μήνες πριν και την είχαν αναγκάσει να τους αποκαλύψει ό,τι ήξερε για την ιστορία με τον θησαυρό.

Η Λίζμπεθ μπήκε με το ζόρι μοναχή σ’ ένα ορθόδοξο χριστιανικό μοναστήρι. Στο ίδιο μοναστήρι που είχε θαφτεί κάποτε η Λίλυα. Απαρνήθηκε την προτεσταντική της πίστη μ’ απάθεια, φόρεσε μαύρα ράσα και καθισμένη όλη μέρα στο κελί της κοιτούσε το μηδαμινό κομμάτι ουρανού που φαινόταν απ’ το παραθυράκι της. Τα μάτια της μίσεψαν, η όψη της σκέβρωσε. Με το ζόρι έτρωγε και με το ζόρι πλενόταν. Οι άλλες μοναχές την απέφευγαν, γιατί πίστευαν πως έκρυβε μέσα της ακόμα έναν δαίμονα που σιγά σιγά ξεθώριαζε και δε θα έπρεπε να την πλησιάσουν παρά μόνο όταν θα ήταν σίγουρες πως είχε πια νικηθεί ολοκληρωτικά. Το γράμμα του Μπλομ έμεινε δικό της• είχε δοθεί από τον ίδιο τον καπετάνιο διαταγή μέσω του Βάλτερ να μην της το πάρουν. Το διάβαζε ανελλιπώς κάθε μέρα. Ήταν η φρικτή της αμαρτία αποτυπωμένη σε μελάνι και χαρτί κι εκείνη δεν ήξερε γιατί, αλλά πρόθυμα και σχεδόν μ’ ευχαρίστηση βασάνιζε τον εαυτό της με το να την θυμάται ξανά και ξανά. Και τότε για λίγο έκλαιγε γοερά, χτυπούσε τους τοίχους, κοπανούσε το πάτωμα κι ύστερα σταματούσε. Εξαντλημένη, σηκωνόταν, καθόταν στο φτωχικό της κρεβάτι, άφηνε τα δάκρυά της να στεγνώσουν στα μάτια της και γυρνούσε ξανά στην τρομακτική και αρρωστιάρική της  απάθεια. Κάθε φορά που την έβλεπε, η Κλάρα είχε την εντύπωση πως έμοιαζε όλο και πιο πολύ με ζωντανό λείψανο.

Πήγαινε με τον Λούκας στο μοναστήρι  να τη δουν, μια φορά τον μήνα. Έτσι ήταν η συμφωνία, έτσι είχε απαιτήσει ο Έιναρ Μπλομ στα τελευταία γραπτά που είχε αφήσει παρακαταθήκη στον ανιψιό του και την αδερφή του, κατ’ επέκταση. Η Άγκνες Κάρλσον, η μόνη που τους είχε φερθεί σαν πραγματικός άγγελος μετά απ’ όλη αυτή την ιστορία, τους συνόδευε μέχρι την αυλή• έπειτα πήγαινε να προσκυνήσει στον ναό και άφηνε την Κλάρα με τον αδερφό της να ανέβουν στο κελί της Λίζμπεθ. Όταν έβλεπε τον γιο της, εκείνη φαινόταν πως προσπαθούσε σκληρά να μετριάσει την τρέλα που σιγά σιγά κατέτρωγε το μυαλό της για να μην τον τρομάξει. Τον αγκάλιαζε όμως και τον φιλούσε ακόρεστα, μανιασμένα, σαν να φοβόταν πως θα της τον άρπαζε κάποιος από τα χέρια. Αλλά αυτό που ανησυχούσε και τάραζε την Κλάρα περισσότερο σε αυτές τις επισκέψεις δεν ήταν η συμπεριφορά της Λίζμπεθ αλλά ο Λούκας, που κάθε φορά αφηνόταν στα χέρια της σαν μαριονέτα, ανέκφραστος κι αμίλητος, ανοίγοντας το στόμα του μόνο αν κάτι τον ρωτούσε για τα μαθήματά του ή το πώς είχε περάσει αυτόν τον μήνα.
Φορές φορές γυρνούσαν στο σπίτι μετά κι εκείνος έτρεχε στο δωμάτιό του, κλειδωνόταν, και όσο κι αν του χτυπούσαν την πόρτα η Κλάρα ή η Σάννα ή οι άλλες υπηρέτριες, έκανε σαν να μην τις άκουγε.
«Αφήστε τον» έλεγε η Άγκνες. «Έχει ανάγκη λίγο χρόνο μόνος του. Θα βγει όταν θα είναι έτοιμος.»

Η Κλάρα ήταν, όσο περίεργο κι αν έμοιαζε, ευγνώμων στην Άγκνες Κάρλσον. Μπορεί να ντρεπόταν να της το πει ευθέως, μα ήταν. Χωρίς να παραπονεθεί, είχε πουλήσει το ένα σπίτι της οικογένειας, για το οποίο ο αδερφός της της είχε αφήσει τους τίτλους ιδιοκτησίας, είχε παρατήσει τη ζωή της στην πόλη και είχε έρθει στην άκρη του πουθενά, στην έπαυλη του μακαρίτη Νταλ, για να βοηθήσει να στηθεί ένα σπιτικό εκεί από την αρχή. Προσπαθούσε, διακριτικά πάντα και καθόλου γλυκανάλατα ή προσποιητά, αλλά με ειλικρίνεια, να γίνει όσο μπορούσε μητρική φιγούρα για τον Λούκας στη θέση της εξόριστης μητέρας του και τάχθηκε στο πλευρό της νύφης της εξαρχής. Με τον Λούκας διάβαζαν βιβλία, και με την Κλάρα έπαιζαν ντουέτα στο πιάνο και πήγαιναν βόλτες πλάι στη θάλασσα. Θα έλεγε κανείς ότι στα αδέρφια είχε αφιερώσει όλες τις ώρες της πλέον, ή μάλλον όσες δεν αφιέρωνε στο να ελέγχει πως το νοικοκυριό δούλευε ρολόι και όλα πήγαιναν καλά.
Η Τατιάνα η μαγείρισσα, πιο πολύ από όλους τους υπηρέτες που φυσικά είχαν ξεφορτωθεί με χαρά τα βίτσια του παλιού τους τυραννικού αφέντη, ήταν κατενθουσιασμένη.
«Ορίστε, να! Αυτοί είναι άνθρωποι!» έλεγε, και μόνο που δε φυσούσε και το πιάτο της Άγκνες για να μην την κάψει η σούπα.
Ο δύσμορφος μπάτλερ δεν είχε εμφανιστεί ξανά στο σπίτι από τότε που είχε δώσει τον Νταλ και τον Μπλομ στη Βόρεια και Βαλτική Εμπορική Εταιρεία. Τσέπωσε το χρήμα και χάθηκε. Η Σάννα, ωστόσο, αν και αισθανόταν το ίδιο ένοχη, το θεωρούσε θράσος να φύγει. Είχε κι εκείνη μιλήσει στον Σβεν και τον Όλαφσον, όταν οι δυο τους την βρήκαν με τη βοήθεια του μπάτλερ, μόνο που δεν την είχαν πληρώσει με χρήματα αλλά με φοβέρες και απειλές πως θα την έστελναν στη φυλακή. Νομίζοντας πως οι θάνατοι του Νταλ και του Μπλομ ήταν δουλειά της εταιρείας, κατηγορούσε ξανά και ξανά τον εαυτό της. Συχνά πήγαινε στο μοναστήρι να αφήσει λουλούδια στο μνήμα της Λίλυα, όπως έκανε τόσα χρόνια, κι όταν θυμόταν πως κάπου εκεί μέσα ήταν φυλακισμένη η Λίζμπεθ, έφευγε κλαίγοντας πικρά.

Η Κλάρα καθόταν εκείνο το απόγευμα μπροστά στο παράθυρο της συζυγικής κρεβατοκάμαρας. Η βροχή κυλούσε στάλα στάλα πάνω στα τζάμια κι ένας ψυχρός άνεμος τάραζε τα κύματα της θάλασσας. Αρνιόταν ακόμα να βγάλει τα μαύρα από πάνω της - πόσος καιρός είχε περάσει, άλλωστε; Τρεις μήνες, τέσσερις; Πέντε; Είχε ήδη μπει το καλοκαίρι, τελικά; Δεν ήξερε με σιγουριά. Πρέπει πάντως να είχε περάσει ένας μήνας τουλάχιστον από τον γάμο της με τον Βάλτερ. Στα σίγουρα δεν είχε φανταστεί έτσι τον γάμο της. Περίμενε πως θα ήταν δυστυχισμένη και κατηφής μέσα στο λευκό νυφικό φόρεμα και θα ρωτούσε σιωπηλά τον Εσταυρωμένο πίσω απ’ την πλάτη του ιερέα «γιατί», αλλά είχε την εντύπωση πως δίπλα της θα έστεκε ένας πλούσιος, σημαντικός μνηστήρας καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερός της και πως από κάτω τους όλη η καλή κοινωνία του Ελσίνκι, με τον πατέρα της πρώτο πρώτο, θα επευφημούσε υποκριτικά την ένωσή τους. Δεν υπήρχε κανείς όμως πέρα από την Άγκνες και τέσσερις άντρες που ο Μπλομ είχε πληρώσει αδρά με υπόγειο τρόπο για να υπογράψουν ως μάρτυρες• ανάμεσά τους ήταν και ο άντρας της Άστριντ, της αδερφής του Άλφρεντ Νταλ, ο οποίος κατά βάθος δε χώνεψε ποτέ τον μακαρίτη και αδιαφορούσε πλήρως για την οικογένειά του και την τύχη της.
«Και τι συμβαίνει όταν ένας άντρας και μια γυναίκα παντρεύονται, μανούλα;» είχε ρωτήσει τη Βίλμα μικρή, το θυμόταν ξεκάθαρα τώρα.
Κι εκείνη είχε αναστενάξει και είχε απαντήσει δαγκώνοντας τα χείλη:
«Αγάπη. Έρωτας. Ο αληθινός έρωτας. Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις. Δεν ξέρω όμως αν πρέπει να σου πω να ερωτευτείς ή όχι. Βλέπεις, αυτόν τον έρωτα ζηλεύει η μοίρα και της αρέσει να παίζει ύπουλα με τα νιάτα και την ομορφιά. Αυτά να φοβάσαι, μικρή μου. Όχι τα άσπρα μαλλιά. Την ομορφιά και τα νιάτα. Να προσέχεις...»

Εκείνο το περίφημο βράδυ εκείνη δεν αισθάνθηκε κανέναν έρωτα• εκτός κι αν δεν ήξερε ακόμα τι ήταν και πώς τον καταλαβαίνει κανείς. Υποτακτική και κυριευμένη από την ατονία της μελαγχολίας, αφέθηκε απλώς στα χέρια του συζύγου της. Δεν είχε άλλη επιλογή. Δεν είχε άλλη επιλογή πέρα από το να καταδικάσει τον εαυτό της, να προδώσει την καρδιά της που τόσα χρόνια πάλευε για εκείνη. Ίσως αν το ονόμαζε θυσία για χάρη του αδερφού της να φαινόταν λιγότερο δειλή. Ίσως πάλι να ήταν πιο ευτυχισμένη αν τότε στο πλοίο είχε προλάβει να πέσει και να παραδοθεί στα παγωμένα κύματα, αφού σε αυτόν τον κόσμο δεν υπήρχε αρκετή ευτυχία ώστε να δικαιούται κι εκείνη έστω και λίγη.
Ούτε ο Βάλτερ ένιωθε ευτυχισμένος. Είχε οδηγήσει την ταραχώδη θύελλα των συναισθημάτων του μέχρι τη μεγάλη της κορύφωση, κι όταν έπαψαν οι άνεμοι, οι καταιγίδες και τα κύματα, δεν αντίκρισε παρά μια άγονη παγερή έρημο με λίγες στάλες αίμα στο έδαφός της. Η ερωτική του χίμαιρα είχε φέρει την καταστροφή κι όχι την αναγέννηση που ήλπιζε. Αυτό που κάποτε υπήρχε έμοιαζε να λείπει. Ίσως αισθανόταν μόνο εκείνος ερωτευμένος πια, και δεν είχε τίποτα χειρότερο απ’ αυτή τη σκέψη. Τη σκέψη πως είχε γίνει άθελά του ένας νέος Νταλ, ένας δεύτερος, ειρηνικός τύραννος, που έκλεινε τον δρόμο για την ευτυχία στο πλάσμα που λάτρευε όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Και δεν είχε πια κανέναν να τον καθησυχάσει πως όλα στην πορεία θα έφτιαχναν. Ο θείος του ήταν νεκρός• η μητέρα του δεν είχε πάρει το μέρος του και η Κλάρα δεχόταν τα πάντα καρτερικά, σαν να μην την ενδιέφερε πλέον, σαν να τα είχε οριστικά παρατήσει.

Έχοντας μόλις γυρίσει, χτυπούσε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.
«Πέρασε» άκουσε τη φωνή της και μπήκε μέσα.
Τη βρήκε να σηκώνεται από τη θέση της δίπλα στο παράθυρο. Πλησίασε.
«Πώς ήξερες ότι ήμουν εγώ;» ρώτησε με ένα αχνό χαμόγελο.
«Σε είδα να έρχεσαι» απάντησε η Κλάρα δείχνοντας το παράθυρο.
Ο Βάλτερ έγνεψε.
«Είναι άσχημα έξω με τέτοιον καιρό» είπε, πιο πολύ για να διαλύσει την αμηχανία που πλανιόταν στον αέρα, κι ύστερα κοίταξε γύρω. «Οι άλλοι;» ρώτησε, σαν να περίμενε να τους δει κι αυτούς εκεί.
«Ο Λούκας μελετάει και η μητέρα σου διαβάζει στο τζάκι» αποκρίθηκε η Κλάρα αναστενάζοντας. «Σε λίγο θα ξανάρθει ο χειμώνας» πρόσθεσε πιο σιγά, σαν να μιλούσε στον εαυτό της.
Τα βήματά του έφτασαν κοντά της. Το χέρι του έπιασε το δικό της στοργικά.
«Εσύ είσαι καλά;» ρώτησε με νόημα.
Η Κλάρα χαμογέλασε• αυτή τη φορά πράγματι χαμογέλασε. Ήξερε γιατί ρωτούσε, κι αυτό ήταν το μόνο φως μέσα στο σκοτάδι της. Η μοναδική της ελπίδα και χαρά.
«Είμαι. Δε χρειάζεται να ανησυχείς τόσο πολύ» απάντησε.
Ο Βάλτερ πλησίασε το άλλο του χέρι στην κοιλιά της, αν κι ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να φουσκώσει.
«Μπορώ;» είπε, κι όταν του έγνεψε καταφατικά την ακούμπησε απαλά και τη χάιδεψε. Το ελεύθερο χέρι της Κλάρας σκέπασε διστακτικά το δικό του, που ήταν ζεστό παρα την παγωμένη βροχή που έπεφτε έξω.
«Πόσο δεν έχω υπομονή να περιμένω» ψιθύρισε η φωνή του.
«Λένε πως ο χρόνος κάνει θαύματα» αποκρίθηκε η Κλάρα και τον κοίταξε στα μάτια. «Ελπίζω να είναι αλήθεια. Βάλτερ» τον ρώτησε μετά, «κι αν είναι κορίτσι; Τι θα κάνεις τότε;»

Την κοίταξε για μια στιγμή σαστισμένος. Τα χέρια του ανέβηκαν στο πρόσωπό της.
«Εγώ δεν είμαι σαν τον πατέρα σου, Κλάρα» είπε, κι αμέσως έσφιξε τα χείλη του. Ήταν η πρώτη φορά που της ανέφερε τον Νταλ μετά από όσα είχαν συμβεί. Μαζεύτηκε κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Με συγχωρείς» μουρμούρισε κοιτώντας κάτω. «Ήθελα να πω απλά πως...Να σου υποσχεθώ μάλλον ότι δεν θα έχει καμιά σημασία για μένα. Θα το αγαπώ αυτό το παιδί. Κι αν αθετήσω τον λόγο μου, μακάρι ο Θεός να με τιμωρήσει.»
Η Κλάρα τον κοιτούσε εξεταστικά.
«Μου λες αλήθεια;» ρώτησε σοβαρή.
«Τι φοβάσαι τόσο;» είπε ο Βάλτερ αγγίζοντας απαλά το μπράτσο της.
Ανασήκωσε τους ώμους της.
«Νιώθω πως είναι η τελευταία μας ελπίδα» έκανε απλά. «Και δε θέλω να μεγαλώσει όπως μεγάλωσα εγώ.»
«Αυτό δεν πρόκειται να γίνει και το ξέρεις» την έκοψε ο Βάλτερ, πολύ σίγουρος για τα λόγια του.

Κάθισε εκείνος αυτή τη φορά στη θέση μπροστά στο παράθυρο, αναστενάζοντας. Η Κλάρα σύντομα βρέθηκε δίπλα του. Έτσι αμίλητοι κοιτούσαν τη βροχή να πέφτει έξω από το σπίτι, λες κι ήταν κάτι ψεύτικο και μακρινό, που δεν μπορούσε να τους αγγίξει. Λες κι αυτός ο θολός, γκρίζος ουρανός, δεν κρεμόταν πάνω από τα δικά τους κεφάλια αλλά ανήκε σ’ έναν άλλο κόσμο, φανταστικό, που τον έβλεπες μόνο στα όνειρά σου, κι αν άνοιγες τα μάτια μπορούσες σε μια στιγμή να τον εξαφανίσεις. Ο Βάλτερ την αγκάλιασε με το ένα του χέρι, φέρνοντας τα κορμιά τους πιο κοντά. Η Κλάρα χαμογέλασε πικρά. Πόσες φορές δεν κάθονταν με τον αδερφό της έτσι ακριβώς, κι εκείνος δάκρυζε σιωπηλά για τον πατέρα και τη μητέρα που είχε χάσει και για τη θλίψη της αδερφής του.
Πώς είχαν καταλήξει έτσι; Από το τίποτα, είχαν βυθιστεί μέσα σε μια θύελλα κι είχαν βγει από τα βάθη της τόσο διαφορετικοί, τόσο πληγωμένοι κι εγκαταλειμμένοι στην τύχη τους. Η Κλάρα αισθανόταν εξαντλημένη. Είχε περάσει χρόνια να παλεύει ενάντια σε όλα γύρω της, στον πατέρα της, τη μητριά της, την κοινωνία, τη ζωή της, με την ελπίδα πως θα βρισκόταν κάποτε μπροστά σ’ ένα μέλλον σαν αυτό που ονειρευόταν. Και τώρα ήταν πάλι ριγμένη στους πρόποδες του βουνού. Ε, λοιπόν, αυτή τη φορά δε θα το ανέβαινε ξανά. Δεν είχε δύναμη να το κάνει. Ίσως όμως κι εκεί, κάτω στη γη, το παιδί της να της έφερνε τη χαρά που ζητούσε. Πάντα θα είχε και τον Λούκας, άλλωστε. Τώρα πια οι δυο τους είχαν δεθεί ακόμα περισσότερο. Καμιά φορά δεν αισθανόταν έτοιμη να γίνει μητέρα κι εκείνος της έλεγε πως θα γινόταν η καλύτερη του κόσμου. Ωστόσο, η Κλάρα ανησυχούσε. Δυο γυναίκες μόνο της είχαν διδάξει τη μητρική αγάπη, και καμία δεν ήταν η μητέρα της: η Βίλμα της είχε δώσει τις συμβουλές και την δυναμικότητά της και η Λίλυα της είχε δείξει τι πάει να πει απόλυτη αφοσίωση, τι πάει να πει να ζεις για το πλάσμα που φέρνεις στον κόσμο.
«Μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι» άκουσε τη φωνή του Βάλτερ δίπλα της ξαφνικά• μια φωνή που όμως έτρεμε και ήταν αβέβαιη.
Αναστέναξε σκεφτική.
«Ναι» μουρμούρισε. «Μπορούμε...»

Продолжить чтение

Вам также понравится

Principessa..... Marinaki029

Художественная проза

38.4K 1.4K 31
Ermanno Renardo..... Minerva Francesco..... Αυτός ο νέος αρχηγός της Ιταλικής μαφίας...... Αυτή κόρη ενός πλούσιου επιχειρηματία που έχει μπλεχτεί...
The Secret Attachment Laura

Исторические романы

1.5M 90.1K 36
Katy Fairchild is an orphan and knows that no respectable man will marry her. But when a storm throws her into the arms of a mysterious stranger, wil...
°Η διαθήκη° ksmn222

Художественная проза

3.8K 245 47
Δύο αδέλφες η μία παιθανε σε τροχαίο ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται , η άλλη πως θα αντιδράσει όταν μάθει πως η αδερφή της της αφήνει το μεγαλύτερο μέρο...
Siblings? No •hahaopss•

Художественная проза

125K 5K 75
"Το καταλαβενεις τι κάναμε?" Ρωτάω σιγά "Εβελιν μην με απομακρύνεις από κοντά σου" λέει με δάκρυα "Είσαι κοντά μου και θα είσαι. Αλλά όχι με αυτό τον...