Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 709 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)

69 10 86
By Marypap04

Ξεμακραίνοντας ανταριασμένος, ο Γιόνας σταμάτησε σε μια απόμερη γωνιά του καταστρώματος, κοντά στην πρύμνη του πλοίου. Γύρω του οι συνάδελφοί του, κάτω από τις προσταγές του Μάρκους, έτρεχαν να ασφαλίσουν ό,τι μπορούσαν από το καράβι για να μην τσακίσει ακόμα κι αυτή η μικρή κακοκαιρία το ήδη στραπατσαρισμένο Μπέλουα. Ήταν σίγουρος πως ο Μάρκους θα τον έψαχνε κι εκείνον μέσα σε όλους τους άλλους, ίσως μάλιστα νευριασμένος, και με το δίκιο του, αφού τον είχε στείλει για δουλειές. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον είχε προειδοποιήσει με αξιοσημείωτη αυστηρότητα - ως και για τα δικά του μέτρα - πως αν άφηνε τον νου του να συγκεντρωθεί σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την προστασία του καραβιού, ώσπου να περάσουν την ασθενική τρικυμία, θα τον μαστίγωνε ο ίδιος.
«Τ’ ακούς, μικρέ κοκκινοτρίχη; Δεν είναι παίξε γέλασε τώρα. Δεν είμαστε για να ναυαγήσουμε πριν πιάσουμε καν το δεύτερο λιμάνι!»

Μα ο Γιόνας δεν μπορούσε απλώς να αγνοήσει αυτό που ’χε βρει στο δρόμο του την ώρα που έσπευδε να εκτελέσει τις διαταγές του Μάρκους. Ανεξάρτητα απ’ το αν τελικά μπορούσε ή όχι να αποφανθεί πως ήταν ερωτευμένος με την Κλάρα, το να την άφηνε έτσι παρορμητικά να κόψει η ίδια το νήμα της ζωής της πέφτοντας στη θάλασσα...ε, αυτό θα πήγαινε πάρα πολύ. Μπορεί να μην ήταν ιππότης σαν τον Βάλτερ Κάρλσον, τον ευγενή τον τόσο γοητευτικό για εκείνη που την έκανε να χάνει τα λόγια της - ενώ σ’ εκείνον είχε πάντα κάτι να πει! - , αλλά δεν ήταν ούτε τόσο κάθαρμα όσο είχε την υποψία πως η Κλάρα τον νόμιζε.

Αναστέναξε βαθιά κι ύστερα έσφιξε τα χείλη του, σαν να ήθελε να ουρλιάξει χωρίς να τον ακούσουν. Η μοίρα του είχε φερθεί πολύ άδικα αυτή τη φορά, τον είχε μαχαιρώσει πισώπλατα, όπως ήθελε να κάνει με τον Νταλ εκείνος. Όλα είχαν γίνει λάθος. Δεν έπρεπε να είχε βρεθεί ποτέ στο Μπέλουα, δεν έπρεπε να αντικρίσει ξανά τον Νταλ, κι ακόμα περισσότερο δεν έπρεπε ποτέ μα ποτέ να πλησιάσει την Κλάρα!
«Ποτέ!» μονολόγησε παλεύοντας να κρατήσει τη φωνή του χαμηλά. «Δεν έπρεπε ούτε να την κοιτάξεις. Τι σου ήρθε στο μυαλό, τι πίστεψες;»
Και τώρα δεν υπήρχε γυρισμός. Αν είχε ζηλέψει τον Βάλτερ Κάρλσον που παραλίγο θα της έκλεβε το πρώτο της φιλί με τα αριστοκρατικά κόλπα του, αν είχε θελήσει να σκοτώσει διπλά τον Νταλ στη σκέψη πως πλήγωνε την κόρη του με οποιονδήποτε τρόπο, αν η καρδιά του είχε κοντέψει να σπάσει μέχρι να την τραβήξει μακριά από την κουπαστή του καραβιού για να μην ριχτεί στη θάλασσα...τότε την είχε ερωτευτεί - ή, αν δεν συνέβαινε αυτό ακόμα, ήταν έτοιμος να το πάθει. Εκείνος, που πίστευε πως, μετά τον θάνατο της μητέρας του, κάθε ίχνος, κάθε ανάμνηση αγάπης είχε σβήσει από την καρδιά του.

Προσπάθησε να φέρει τον εαυτό του στα συγκαλά του. Άλλωστε, δεν ήταν ώρα για όλα αυτά. Βαδίζοντας προς την πλώρη, ο Γιόνας, όπως κι όλοι οι άλλοι ναυτικοί του πληρώματος, είδε πως τα σύννεφα γύρω τους, βαριά και σκούρα, είχαν πυκνώσει. Ο ουρανός που περικύκλωνε το φαλαινοθηρικό ήταν ψευτοανταριασμένος και κάτι κυματάκια με παιδική δύναμη τους ταρακουνούσαν πέρα δώθε. Θα ήταν ασήμαντος, ίσως κι ανύπαρκτος, ο κίνδυνος, αν δεν περνούσαν τόσο κοντά από τη στεριά, το χαμηλότερο άκρο της Σουηδίας, σ’ ένα σημείο που ως τα ανοιχτά απλώνονταν κάτι βράχια, μαυριδερά και κοφτερά σαν δόντια που περίμεναν πώς και πώς το να κάνουν το γεύμα τους κομμάτια. Κι αν γινόταν γεύμα τους το Μπέλουα, το βασανισμένο φαλαινοθηρικό, με τον παλαβιάρη - όπως θα έλεγε ο Μάρκους - καπετάνιο, τότε θα ήταν όλοι τους χαμένοι.

Καθώς περπατούσε, άκουσε κάποιον να τρέχει προς το μέρος του. Ένα χέρι έπιασε αδέξια το μπράτσο του. Γύρισε απορημένος, κι απόρησε ακόμα πιο πολύ όταν είδε τον Λούκας.
«Μα τι...»
«Συγγνώμη» τον έκοψε ο μικρός λαχανιασμένος, με μια σκιά φόβου στα μάτια του, «αλλά δεν ήξερα σε ποιον άλλον να πάω.»
Σχεδόν έτρεμε• αναρωτιόταν με πανικό μήπως εκείνο το τρομερό του όνειρο έβγαινε πραγματικό. Μα δεν ήθελε να το δείξει στον πατέρα του, κι έτσι τον είχε πείσει να τον αφήσει να τρέξει να βρει την αδερφή του.
Ο Γιόνας διαισθάνθηκε την τρομάρα του, μα δεν ήξερε τι μπορούσε να την έχει προκαλέσει. Ούτε και ήταν σε θέση να ρωτήσει• ο μικρός δε θα τον εμπιστευόταν.
«Τι έγινε; Να σε βοηθήσω σε κάτι;» είπε απλά.
Ο Λούκας κούνησε το κεφάλι του.
«Έχεις δει καθόλου την αδερφή μου;» ρώτησε τον ναύτη διστακτικά.
Ο Γιόνας τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Ξαφνικά φοβήθηκε. Δεν ήταν δυνατόν ο μικρός να είχε καταλάβει! Κι αν ήξερε εκείνος, λες να το είχε πει και στον Νταλ; Γρήγορα όμως έδιωξε αυτές τις σκέψεις απ’ το μυαλό του. Έκανε τον ψύχραιμο.
«Ξέρω πού είναι. Έλα. Δεν κάνει να πηγαίνεις μόνος από δω κι από κει μ’ αυτήν την κακοκαιρία» είπε στον Λούκας και τον έσπρωξε μαλακά προς τα μπρος μαζί του.

Προς μεγάλη του έκπληξη, το αγόρι τον ακολούθησε πρόθυμα. Κι ενώ πήγαιναν, τόλμησε να ρωτήσει:
«Μικρέ, γιατί ήρθες σε μένα;»
Ο Λούκας του έριξε ένα παραξενεμένο βλέμμα.
«Τι εννοείς; Δεν ξέρω και κανέναν άλλον» απάντησε. «Ο άλλος ο ξανθός είχε δουλειές με τους υπόλοιπους.»
«Γιατί δεν πήγες στον...στον κύριο Κάρλσον;» ρώτησε ο Γιόνας, προφέροντας ομολογουμένως έντονα το τελευταίο όνομα.
Ο Λούκας έδειξε να ανατριχιάζει. Ξαφνικά σταμάτησε και πλησίασε τον κοκκινομάλλη περισσότερο.
«Κρατάς μυστικό;» ψιθύρισε.
«Ναι...» είπε ο Γιόνας μπερδεμένος.
«Πρέπει να μου το ορκιστείς.»
«Λόγω τιμής. Πες μου τώρα, τι συμβαίνει με τον κύριο Κάρλσον;»
«Δεν μπορώ να αποφασίσω ακόμα αν είναι καλός» εξήγησε ο Λούκας. «Τον έχω δει να κοιτάει περίεργα την αδερφή μου. Συνέχεια μου την παίρνει κι αυτό θυμώνει και τον πατέρα, που δε θέλει να είναι αυτός μαζί της. Χώρια που, κάθε φορά που με βλέπει, μου λέει μεγαλίστικα πράγματα, που δεν τα καταλαβαίνω. Ούτε κι αυτόν καταλαβαίνω. Και δε θέλω να του λέω τα μυστικά μου.»
«Και προτιμάς να τα λες σε μένα; Ίσα που με ξέρεις» απόρησε ο Γιόνας.
«Συναδελφική αλληλεγγύη» απάντησε ο Λούκας με ύφος. «Αφού θα γίνω κι εγώ ναυτικός, το ξέχασες;»

Ο νεαρός ναύτης γέλασε. Πέρασε το χέρι του πάνω από τα πυρρόξανθα μαλλιά του αγοριού, σε μια κίνηση τόσο φευγαλέα και ατσούμπαλη αλλά και καλοπροαίρετη όσο κι εκείνο το χάδι που είχε αφήσει ο Ίνγκβαρ στο δικό του κεφάλι την πρώτη νύχτα που τον είχε γνωρίσει. Ο Λούκας δεν είπε τίποτα• μόνο χαμογέλασε αχνά και συνέχισαν μαζί το δρόμο τους στο κατάστρωμα, σαν συνεννοημένοι.

Στο μεταξύ, παρά την κακοκαιρία, κι έχοντας δει τον Νταλ να κλείνεται όλο νεύρα στην καμπίνα όπου κοιμούνταν τα παιδιά του, ο Βάλτερ Κάρλσον, που τόσο λίγη εμπιστοσύνη ενέπνεε στον Λούκας και τόσο μεγάλο φθόνο γεννούσε στον αντίζηλο που δεν ήξερε ακόμα πως είχε, είχε πάρει την απόφαση πως δεν μπορούσε άλλο να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα. Όχι, τα πράγματα είχαν φτάσει πια στο απροχώρητο. Ήταν καιρός να αφήσει τους δισταγμούς πίσω του και να αναγνωρίσει με θάρρος ορισμένες σημαντικές αλήθειες.

Πρώτη πρώτη αλήθεια ήταν η αγάπη του για την Κλάρα. Μια αγάπη που μέσα του ήξερε πως ίσως έκανε λάθος να την ονομάζει έτσι. Ήταν πιο πολύ κάτι σαν τρελή επιθυμία. Ναι, την ήθελε αυτή τη γυναίκα, ήθελε να γίνει δική του, δίχως καν να ξέρει γιατί και πώς είχε επιτρέψει σ’ αυτό το πάθος να κυριαρχεί στο μυαλό του, στο σώμα του, στις αισθήσεις του. Δίχως να ξέρει για ποιο λόγο αισθανόταν για πρώτη φορά στη ζωή του έτσι για γυναίκα. Ήταν είκοσι οκτώ ετών, κι όπως κάθε άντρας της τάξης του είχε συναναστροφές με πολλές γυναίκες. Αρκετές ήταν, αντικειμενικά, εξίσου γοητευτικές με την δεσποσύνη Κλάρα Νταλ, μα μπροστά της του φαίνονταν εντελώς αδιάφορες.
Την ονειρευόταν στα κρυφά τη νύχτα, όταν δε θα μπορούσε ν’ ακούσει κανείς τους παθιασμένους στεναγμούς του καθώς πλάγιαζε δίπλα σ’ εκείνον τον άγγελο, εκπληρώνοντας όλες του τις ερωτικές επιθυμίες. Πώς φανταζόταν, όταν την κοίταζε να του μιλάει ή να αγναντεύει σιωπηλή τη θάλασσα, τα χείλη του να χαϊδεύουν εκείνον τον κατάλευκο λαιμό, την καρδιά του να χτυπάει βιαστικά δίπλα σ’ εκείνο το εύθραυστο σώμα όταν θα το είχε στην αγκαλιά του επιτέλους! Φανταζόταν. Κι όταν, πριν από λίγες ώρες κοντά στην κουπαστή του πλοίου, είχε ετοιμαστεί να πραγματώσει έστω και τη μικρότερη, την πιο αθώα, απ’ αυτές τις φαντασιώσεις, είχε νιώσει την ευτυχία να τον πλησιάζει. Μα υπήρχε πάντα κάποιος που έμπαινε εμπόδιο. Ο Άλφρεντ Νταλ.

Η δεύτερη αλήθεια αφορούσε εκείνον. Ο Βάλτερ ήταν πια αποφασισμένος να τον αντιμετωπίσει. Ήξερε ότι και η Κλάρα τον αγαπούσε, ενδεχομένως, όσο την ποθούσε εκείνος. Κι αν όχι ακόμα, δε θα του ήταν δύσκολο να την κερδίσει. Είχε καταλάβει πως ήταν το στήριγμά της, κάποιος στον οποίο μπορούσε να ομολογεί τις ανησυχίες της και να αποκαλύπτει τον αληθινό της εαυτό. Δε χρειαζόταν λοιπόν να κατακτήσει την εμπιστοσύνη της. Έπρεπε μόνο να την γοητεύσει για να τον ερωτευτεί. Κι αφού γινόταν αυτό, θα έπρεπε να πολεμήσουν από κοινού τον Νταλ. Και, θες για δόλο ή όχι, θα τους βοηθούσε κι ο Έιναρ Μπλομ σε αυτό. Ο Βάλτερ πάντως δε θα το έβαζε κάτω. Θα έδινε μάχη εναντίον του Νταλ μέχρι τελικής πτώσεως, μέχρι να αφήσει τον έρωτά τους με την κόρη του να ανθίσει. Κι εκείνος θα τον έκανε να ανθίσει, σήμερα κιόλας.

Περπατούσε στο κατάστρωμα με δυνατά βήματα. Σχεδόν αγνοούσε την ανισόρροπη κίνηση του καραβιού, που δεν οφειλόταν μονάχα στα νάζια των κυμάτων. Ο Μάρκους, όρθιος πάνω στο μεγάλο κατάρτι, έμοιαζε κυριευμένος από μια παράξενη ανησυχία. Το ίδιο κι ο ναύτης από πίσω του, ένας Δανός νεαρός που τον έλεγαν Ελίας κι όλοι τον φώναζαν πειραχτικά «σπουδαγμένο», γιατί σε αντίθεση με τους περισσότερους του πληρώματος ήξερε να διαβάζει και να γράφει και μάλιστα κουβαλούσε μαζί του και διάβαζε ένα μικρό βιβλίο με γερμανικά ποιήματα.
«Διάολε, κάτι δεν πάει καλά» άκουγε τώρα τον Μάρκους να μουρμουρίζει.
«Λες να μη φταίει μόνο η τρικυμία;» ρώτησε ο Ελίας υποψιασμένος.
«Αυτή την τρικυμία» αποκρίθηκε ο Μάρκους με σιγουριά, «και βαρκούλα τρύπια μπορεί να την αντιμετωπίσει και να βγει αλώβητη. Εμείς είμαστε ολόκληρο φαλαινοθηρικό καράβι και πηγαίνουμε σαν μεθυσμένος αμαξάς!»
Ο Ελίας δε μίλησε, μα είχε καταλάβει πού το πήγαινε ο συνάδελφός του. Τα πλοία, άλλωστε, δεν επέπλεαν μόνα τους στη θάλασσα.
«Καταραμένε παλαβέ...» μούγκρισε ο Μάρκους κοιτώντας προς το τιμόνι, που το χειριζόταν ο Μπλομ. «Λοιπόν, σπουδαγμένε, εσύ κάτσε εδώ κι έχε το νου σου. Εγώ πάω να ζητήσω από τον καπετάν τρελάρα λογαριασμό, γιατί θα μας βυθίσει μόνος του!»

Πηδώντας από το κατάρτι, κίνησε για το πηδάλιο, χωρίς να παραλείπει να σταματάει για να συντονίσει τους υπόλοιπους ναύτες. Μα λίγο πιο κοντά, λίγο πριν από το σημείο εκείνο, το μάτι του Βάλτερ Κάρλσον πήρε τη μορφή της αγαπημένης, σκυφτή και θλιμμένη, να κινείται αργά, με το χέρι της να ζητά στήριξη όπου μπορούσε, προς την κατεύθυνση της καμπίνας της. Η καρδιά του σκίρτησε, όπως κάθε φορά. Άνοιξε το στόμα του, μα η φωνή άργησε να βγει.
«Κλάρα!»
Δεν τον ένοιαζε αν θα τον άκουγε κανένας. Την είδε να σηκώνει τα μάτια της κουρασμένα. Μα όταν τον είδε, η σκιά που τα σκέπαζε για μια στιγμή υποχώρησε. Το βλέμμα της καθάρισε, φωτίστηκε, έστω και λίγο, έστω και αδύναμα. Άρχισε να τρέχει προς το μέρος της, κι ας τον κουνούσε ακανόνιστα πέρα δώθε το ζαλισμένο - είτε από τη θάλασσα την ίδια, είτε από την αλλοπρόσαλλη καθοδήγηση του καπετάνιου του - Μπέλουα.

Την έφτασε και στάθηκε απέναντί της, σε απόσταση αναπνοής.
«Βάλτερ;» είπε εκείνη ξεψυχισμένα, κοιτώντας τον μπερδεμένη. «Τι...»
Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε ο νεαρός Κάρλσον, και πριν καν τελειώσει την πρότασή της την τράβηξε κοντά του και τα χείλη του ρίχτηκαν στα δικά της με πάθος.

Αν υπήρξε μια στιγμή σ’ όλη αυτή τη μεγάλη ιστορία που ο χρόνος απλώς πάγωσε κι ύστερα όλα έδειξαν να συμβαίνουν αστραπιαία, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, τότε αυτή ήταν τούτη η περίφημη στιγμή. Για τον Βάλτερ, αλλά και για την Κλάρα, εκείνο το φιλί διήρκεσε αιώνες. Με τα μάτια κλειστά, σφιγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, είχαν χαθεί ο ένας στην πρώτη του στιγμή αληθινού έρωτα κι η άλλη στην πρώτη της στιγμή έρωτα γενικότερα, κι ούτε που μπορούσαν να προβλέψουν αυτό που ερχόταν.

Το κακό ξεκίνησε με μια κοφτή ανάσα που ακούστηκε πίσω ακριβώς από την Κλάρα. Την ακολούθησε μια ψιλή ξαφνιασμένη φωνούλα που δεν πρόλαβε να γίνει κραυγή. Κι αμέσως μετά, το τελειωτικό χτύπημα το έδωσε η τραχιά ναυτική φωνή που ήρθε πίσω από τον Βάλτερ, δηλαδή από την αντίθετη κατεύθυνση.
«Εσύ;» έδειξε ο Μάρκους με το δάχτυλο απέναντί του κι αμέσως βούλωσε το στόμα του με το άλλο του χέρι, συνειδητοποιώντας το λάθος που είχε κάνει. Μα ήταν αργά.

Οι δύο ερωτευμένοι χωρίστηκαν. Ο Βάλτερ στράφηκε και κοίταξε τον Μάρκους ενοχλημένος, πετώντας από τα μάτια του, θαρρείς, αστραπές. Μα το βλέμμα της Κλάρας ήταν εντελώς διαφορετικό, πέφτοντας μια στον μικρό της αδερφό που είχε παγώσει από τη σαστιμάρα και μια στον Γιόνας που στεκόταν ακριβώς δίπλα του με τις γροθιές σφιγμένες κι εκείνο το γνώριμο εχθρικό γαλάζιο βλέμμα καρφωμένο κατευθείαν στον Βάλτερ, ο οποίος γύρισε και το ανταπέδωσε, σοκαρισμένος κι έξαλλος με την προοπτική να είχε τολμήσει ένας άθλιος ναυτικός να σηκώσει τα μάτια του στην αγαπημένη του και να τον ζηλεύει κι από πάνω.
Οι πέντε τους όμως δεν πρόλαβαν να κοιταχτούν για πολλή ώρα, ούτε και να κάνουν να δώσουν ο ένας στον άλλον την παραμικρή εξήγηση. Μια απότομη στροφή του καραβιού τους τράνταξε• ο Μάρκους έπεσε στο κατάστρωμα χτυπώντας γερά στο κεφάλι• ο Γιόνας πρόλαβε ν’ αρπάξει τον Λούκας πριν βρεθούν κι εκείνοι ξαπλωμένοι κάτω για να μην κινδυνεύσει να πέσει στη θάλασσα• ο Βάλτερ στηρίχτηκε στον τοίχο δίπλα του και κράτησε σφιχτά πάνω του και την τρομαγμένη Κλάρα.

Μετά ακούστηκε ένα δυνατό κρακ που έσπειρε τον τρόμο, κι ένα ακόμα ταρακούνημα, που έκανε τον πεσμένο Λούκας να γραπωθεί τρομαγμένος από τον νεαρό κοκκινομάλλη δίπλα του. Το αναίσθητο σώμα του Μάρκους τινάχτηκε, και το κεφάλι του, που αιμορραγούσε, γύρισε αφύσικα προς τα δεξιά. Μετά σιωπή. Ο Βάλτερ βρήκε την ευκαιρία να σφίξει την Κλάρα στην αγκαλιά του, εμποδίζοντάς την να τρέξει προς τον Γιόνας και τον αδερφό της. Μέσα στον σιωπηλό τους πανικό, δεν μπήκαν στον κόπο να παρατηρήσουν πως, μετά από αυτό το παραστράτημα, το Μπέλουα συνέχισε επιδέξια την κανονική του πορεία, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Μα τι έκανε ο καπετάνιος; σκέφτηκε ο Ελίας βλέποντας από το κατάρτι τα βράχια να απομακρύνονται καθώς το πλοίο τραβιόταν ξανά προς τα πίσω για να μπει στην κανονική του, καθορισμένη πορεία.

Ο Μπλομ στο μεταξύ έπιανε ξανά το τιμόνι, ικανοποιημένος με το μόλις πριν λίγο θέαμα της πρύμνης του Μπέλουα να δέχεται ένα σφοδρό - μα όχι θανατηφόρο - χτύπημα από τα σκληρά βράχια που παραμόνευαν γύρω τους. Αναπόφευκτο ατύχημα. Το περίεργο θα ήταν να μη συνέβαινε. Το τέλειο άλλοθι. Χαμογέλασε, ενώ στο κατάστρωμα άρχιζε ο πανικός μετά τη νεκρική σιγή. Τα είχε πάει μια χαρά. Τα είχε καταφέρει. Τώρα όλα έμπαιναν σιγά σιγά στο δρόμο τους. Κι η νίκη ήταν δική του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Δε μας τα λέει καλά ο Μπλομ.
Ποιος καπετάνιος χαίρεται που το καράβι του τραυματίζεται;

Οι απαντήσεις, ελπίζω, σύντομα.
Καλά να περνάτε το καλοκαίρι σας :)

Continue Reading

You'll Also Like

557K 40.8K 47
NOW FREE! Fidelia Atwell, a fiery red-headed American, will do anything to protect her sister during the war of 1812: even marry her enemy, the Brit...
81.8K 8K 36
[Wattys 2022 Winner!] Vanessa Brooks, an anxious and cynical seventeen year-old, discovers she can travel to the summer of 1953 through the run-down...
25K 970 18
Five years after escaping the Gisela and her crew, Nora finds herself First mate on the ship Lady in Red. Leaving her home and her past behind her, N...
8.1K 1K 25
**Awarded 1st place in the Adventure category in the 2019 Champ Awards.** Ten years after the former Captain Frederick Brewl found himself saved by a...