Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 713 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)

83 9 88
By Marypap04

Στο μεταξύ, επάνω, στο μικρό αλλά ζεστό καμαράκι, στο φως ενός χλωμού κεριού, κρυμμένου πίσω από ένα βιβλίο, για να μην χτυπάει το πρόσωπο του αδερφού της που κοιμόταν, η Κλάρα κόντευε κι εκείνη να αποκοιμηθεί, σκυμμένη χωρίς όρεξη πάνω από ένα άλλο βιβλίο της, με γερμανικά ποιήματα. Μπροστά της άκουγε τον αέρα να της χτυπάει με λύσσα το παράθυρο, σαν να της φώναζε απελπισμένα να τον αφήσει να μπει μέσα, να τυλίξει με παγερά κύματα επιθυμίας το ριγμένο πάνω από το ξύλινο τραπέζι κορμί της, να της ανακατέψει με λαχτάρα τα λυμένα ξανθά μαλλιά. Τα παραθυρόφυλλα έτριζαν δυνατά απ’ τη μανία του, έτοιμα, θαρρείς, να ξεχαρβαλωθούν, να σπάσουν, και να του επιτρέψουν παραδομένα να ορμήσει νικητής μέσα στην κάμαρα.

Στο διπλανό δωμάτιο, ο Βάλτερ και ο Νταλ είχαν πλαγιάσει κι οι δυο στα κρεβάτια τους, χωρίς όμως να τους πιάνει ύπνος. Με την πλάτη γυρισμένη στον άλλον, ο καθένας τους είχε χαθεί στις δικές του σκέψεις, κοιτώντας με μάτια ανοιχτά το σκοτάδι που τύλιγε την κάμαρα. Ο Άλφρεντ ανακάλυπτε με δυσαρέσκεια ότι είχε αρχίσει να τον πλακώνει στο στήθος το ίδιο ανεξήγητο βάρος που είχε νιώσει μια τυχαία νύχτα και στο καράβι. Κάτι σαν απροσδιόριστη, μα στα σίγουρα ζοφερή, ανάμνηση από κάτι θολό και άγνωστο, που είχε επιστρέψει για να τον βασανίσει. Κι έπειτα, για μια αιτία άγνωστη, όλο και περισσότερο εμφανιζόταν στις σκέψεις του η Λίζμπεθ, χωρίς όμως να έχει τίποτε το ευνοϊκό η μορφή της όπως την σχημάτιζε το μυαλό του: ζωντανή μα άψυχη, με μάτια άδεια και τυλιγμένη σε μια μακάβρια σιωπή.

Ο Βάλτερ, πάλι, μετρούσε ξάγρυπνος τους χτύπους της καρδιάς του• ακόμα ένιωθε, θαρρείς, στα δάχτυλά του, την αίσθηση που του ’χε αφήσει το ανύπαρκτο, μηδαμινό άγγιγμα που είχε αποτολμήσει νωρίτερα, έξω από το σπίτι των τριών αδερφάδων. Κι ενώ συλλογιζόταν τον τρόπο που τον είχε κοιτάξει εκείνη όταν αισθάνθηκε το χέρι του στον ώμο της, σκεφτόταν με πίκρα και το πόσο άδικη ήταν για την Κλάρα η τυραννία του πατέρα της. Φυσικά, ήξερε ότι οι πατεράδες ήταν πολλές φορές αυστηροί κι αυταρχικοί με τις κόρες, μα αυτόν δεν άντεχε να τον βλέπει να στέκει διαρκώς από πάνω της, απειλητικός κι ανελέητος φύλακας, δίχως να υπολογίζει τα συναισθήματά της.
Κι είχε σίγουρα αυτό το αγγελικό πλάσμα συναισθήματα, μονολογούσε νοητά ο Βάλτερ, αναστενάζοντας σαν τενόρος της όπερας που παρίστανε στη σκηνή τον ερωτευμένο νεαρό. Συναισθήματα πιο λεπτά, πιο ακριβά από τα δικά του, που θα ’θελε αυτός μόνο να τα γνωρίσει και να τα προστατέψει, αυτός και κανένας άλλος. Θα ’θελε να είναι αποκλειστικά δικό του το κλειδί της ψυχής της, γιατί κανείς δε θα μπορούσε να την καταλάβει, να την επιθυμήσει, να την ερωτευτεί τόσο όσο εκείνος.

Μια ορμητική ριπή του αέρα έκανε την Κλάρα να σηκώσει, πίσω από τον τοίχο που χώριζε τις δύο κάμαρες, το κεφάλι της ξαφνιασμένη από το βιβλίο. Ορθώθηκε, τυλίχτηκε με το σάλι της και, βηματίζοντας αθόρυβα μέσα στην κάμαρα, ψηλάφισε τα παραθυρόφυλλα με προσοχή, για να βεβαιωθεί πως θα κρατούσαν• ύστερα στράφηκε κι έριξε ένα βλέμμα στον Λούκας. Η εικόνα του την ανησυχούσε: είχε κουβαριαστεί στο κρεβάτι του με την κουβέρτα σφιχτά τυλιγμένη γύρω του, σαν να κρύωνε. Τα πόδια της την οδήγησαν, σχεδόν μόνα τους, γρήγορα δίπλα του. Το ένα της χέρι ψηλάφισε τα δικά του, που ήταν παγωμένα.

Κοίταξε την πόρτα. Έπρεπε να πάει να παρακαλέσει την Ίντιθ για άλλη μια κουβέρτα• το κρύο είχε γίνει δριμύ και διαπεραστικό στο πέρασμα της πρωτοχρονιάτικης βαθιάς νύχτας, της πρώτης νύχτας του έτους 1855. Ο αέρας που χτυπούσε στέγες, πόρτες και παραθύρια παντού στην πόλη, ηχούσε σαν το χέρι της Μοίρας ή του Θανάτου, χέρι μαύρο, σκελετωμένο κι αποκρουστικό. Αυτή ήταν και θα ήταν η πιο μακάβρια και παράξενη νύχτα παραμονής Πρωτοχρονιάς. Για όλους.
Η Κλάρα άρπαξε το κερί από το τραπέζι και πλησίασε την πόρτα. Την τελευταία στιγμή κοντοστάθηκε. Δε την ενθουσίαζε η ιδέα να κατέβει στη γιορτή, έστω και ήσυχη, ανάμεσα στους ναυτικούς του Μπέλουα και τους ντόπιους άντρες, να τη δουν με το ατημέλητο βραδινό φουστάνι, μα από την άλλη έπρεπε να μιλήσει στην Ίντιθ οπωσδήποτε. Και, παραδεχόταν κατά βάθος στον εαυτό της, είχε μια ανεξήγητη περιέργεια να δει από κοντά τη γιορτή, αυτόν τον άλλο κόσμο που από μικρή προσπαθούσε να γνωρίσει: στο υπόγειο του σπιτιού της, στις βόλτες με τη μανούλα Βίλμα στο Ελσίνκι, στα βιβλία και στους θρύλους των ναυτικών. Ίσως και να δει αν τελικά είχε πάρει την πολύ κακή απόφαση να εμφανιστεί κι εκείνη η μορφή του ψηλόλιγνου ναύτη με τα γαλάζια μάτια που δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της όσο κι αν πείσμωνε, ό,τι κατηγορίες κι αν πάλευε να του φορτώσει από μέσα της για να τον κρατήσει έξω από τις σκέψεις της. Κατσάδιαζε ως και τον εαυτό της τον ίδιο, που σκεφτόταν σαν ερωτευμένη κάποιον που από την πρώτη στιγμή της είχε αποκαλύψει ένα πρόσωπο άγριο, οργισμένο και σκοτεινιασμένο από το μίσος, ένα πρόσωπο εντελώς διαφορετικό από αυτό που θυμόταν.

Και μόνο η σκέψη την έκανε ξαφνικά να ροδοκοκκινίσει ως τις ρίζες των μαλλιών της.
Ε, όχι δα και ερωτευμένη! ψιθύρισε με αγανάκτηση, σαν να μάλωνε κάποιον άλλον κι όχι την ίδια της τη συνείδηση.
Και χωρίς να το καταλάβει καν, γύρισε το χερούλι της πόρτας και βγήκε με βήμα βιαστικό και φουρτουνιασμένο στον διάδρομο. Πέρασε μπροστά από την κρεβατοκάμαρα του Νταλ και του Βάλτερ, όπου ο πρώτος είχε τελικά αποκοιμηθεί για λίγο, μα ο δεύτερος εξακολουθούσε να μένει ξύπνιος, και κατέβηκε την απότομη σκάλα προς τα κάτω, φωτίζοντάς την προσεκτικά με το ασθενικό κερί.

Κι άλλα τέτοια χλωμά, αρρωστιάρικα φωτάκια έκαιγαν στο ισόγειο του σπιτιού, χαρίζοντας με τη λάμψη τους σε καθέναν από τους καλεσμένους και τους γλεντζέδες που είχαν τρυπώσει στη γαμήλια γιορτή, τη θέα των προσώπων των άλλων. Καρέκλες, πάγκοι και σκαμνιά, όπου είχαν βρεθεί στο σπίτι, είχαν επιστρατευτεί για να σχηματίσουν όλοι έναν κύκλο και, καθισμένοι έτσι, να συνεχίζουν σε μακάβρια σιγή τη «γιορτή», όπως σκεφτόταν αναστενάζοντας η Φρέγυα.
Μοναδική παρηγοριά της ήταν η αγκαλιά του νέου της συζύγου, που καθόταν ακριβώς δίπλα της και δεν έπαιρνε ούτε στιγμή σχεδόν τα μάτια του από πάνω της. Λίγο μακρύτερα από τους νεόνυμφους είχαν βολευτεί η Εμίλια και ο Φρανς, κοντά κοντά ο ένας στον άλλον• όταν ο ναύτης έκρινε πως δεν υπήρχε κίνδυνος να τους δει κανείς, γλιστρούσε πού και πού με τρόπο τα δάχτυλά του ανάμεσα στα λεπτούτσικα δικά της, και αμυδρά χαμογελούσε όταν ένιωθε τις άκρες τους να του χαϊδεύουν ανεπαίσθητα και με γοητευτική ερωτική απειρία το δέρμα του χεριού του. Αντιθέτως, ο Μάρκους ξερόβηχε επίτηδες κάθε φορά που αισθανόταν αυτήν την κίνηση δίπλα του, εκνευρίζοντας όχι μόνο τον Φρανς αλλά και τον Σάμι και τους υπόλοιπους ναύτες του Μπέλουα που είχαν κάτσει παραταγμένοι στη σειρά σαν συμμορία.

Ο Γιόνας ερχόταν τελευταίος, έχοντας δίπλα του τον παχουλό «θείο» των τριών κοριτσιών, κι αμέσως έπειτα την Ίντιθ και τον γέρο πατέρα. Οι σιγανές φωνές τους που ηχούσαν σε τόνο αρμονικό και μυστηριώδη, σε μια υπερφυσική συμφωνία, θαρρείς, με τον άνεμο και το ανακάτεμα των κυμάτων κάτω στην ακτή, έσπαγαν την απόλυτη ησυχία πότε με ιστορίες και πότε με θλιβερά και στοχαστικά λαϊκά τραγούδια, μερικά σε σκοπούς που είχαν αφήσει στο διάβα τους οι αρχαίες βαρβαρικές φυλές που μια φορά κι έναν καιρό κατοικούσαν τη χερσόνησο της Σκανδιναβίας. Τώρα, οι γυναίκες και τα κορίτσια της γιορτής είχαν πιάσει ένα μελαγχολικό κι υπνωτιστικό τραγούδι, μια μελωδία που έλεγαν κάποιοι ναυτικοί από την συντροφιά ότι είχαν ακούσει σειρήνες να τους τραγουδούν, προσπαθώντας να τους δελεάσουν να κατέβουν στην άβυσσο μαζί τους, αιώνια.

Στα μάτια του Φρανς, πάντως, αυτή που σίγουρα έμοιαζε με σειρήνα ήταν η έφηβη Εμίλια, που τραγουδούσε με ψιθυριστή σχεδόν φωνή και κλειστά τα μάτια μαζί με τις άλλες γυναίκες:

Δε με νοιάζει το ασήμι
Τον χρυσό περιφρονώ
Μοναχή παρηγοριά μου
Είναι ο ναύτης που αγαπώ

Τη μελωδία συνόδευε ένα σιγανό μουρμουρητό, ανάλαφρο και θολό, σαν να ερχόταν πράγματι μέσα από τα βάθη του ωκεανού, σαν να το άκουγες ενώ πνιγόσουν αργά αργά κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, βλέποντας τα φώτα του επάνω κόσμου να ξεθωριάζουν και τελικά να χάνονται, μαζί με τις φωνές που σε καλούσαν απελπισμένα να γυρίσεις πίσω. Κάποιων θαλασσινών τους σηκώθηκε η τρίχα• νόμισαν πως πήραν ξαφνικά ζωή μπροστά τους οι πιο τρομακτικοί θρύλοι που είχαν ακούσει στις περιπλανήσεις τους στη θάλασσα• νόμισαν πως, ξαφνικά, οι τυχαίες σκιές που έφτιαχναν τα κεριά στον πέτρινο τοίχο μεταμορφώθηκαν σε κατάμαυρες σιλουέτες γυναικών με ουρά ψαριού που παραμόνευαν από πίσω τους διαβολικά.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, η Κλάρα άκουσε από μακριά τον ήχο κι ένιωσε κι εκείνη να ανατριχιάζει. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε μήπως αυτές ήταν στ’ αλήθεια σειρήνες ή μήπως βρισκόταν σε όνειρο κι αυτές οι απόκοσμες φωνές προσπαθούσαν κάπου να την καθοδηγήσουν. Η φλόγα του κεριού τρεμούλιασε επικίνδυνα. Με αθόρυβα βήματα, η κόρη του Νταλ έφτανε πια στα τελευταία σκαλοπάτια κι ευχόταν από μέσα της να μπορούσε να περάσει σχεδόν αόρατη δίπλα από τη μεγάλη συντροφιά της γιορτής, όταν άκουσε κοντά της περπάτημα κι έπεσε τελικά πάνω στην Ίντιθ, που ετοιμαζόταν να ανέβει τη σκάλα.
«Δεσποινίς Νταλ!» ξαφνιάστηκε εκείνη βλέποντάς την. «Δεν περίμενα να σας δω...Θέλω να πω, νόμιζα πως θα κοιμάστε. Χρειάζεστε κάτι; Σας ενοχλούμε μήπως;»
Η Κλάρα κούνησε το κεφάλι της αρνητικά με ένα αχνό χαμόγελο. Στο περβάζι του κοντινότερου παραθύρου άφησε προσωρινά το κερί της και, παίζοντας αμήχανα με τα δάχτυλα των χεριών της, εξήγησε στην Ίντιθ τον λόγο της επίσκεψής της κάτω. Εκείνη χαμογέλασε καθησυχαστικά λέγοντας πως θα φρόντιζε να βρει ένα πιο ζεστό σκέπασμα για τον μικρό. Αυτό ωστόσο που την ανησυχούσε ήταν το ταραγμένο κι αγωνιώδες βλέμμα της κοπέλας που ήταν καρφωμένο πίσω από τον ώμο της, στον κύκλο των παρευρισκομένων στη γιορτή, που σιωπούσαν ακόμα ακούγοντας το υποβλητικό τραγούδι των σειρήνων.
«Δεσποινίς, χωρίς να θέλω να φανώ αδιάκριτη, είναι όλα καλά;» ρώτησε μπερδεμένη κι απορημένη.

Και καθώς η κοπέλα έκανε να γυρίσει και να της απαντήσει, πρόσεξε ένα ζευγάρι μάτια να πέφτει τυχαία πάνω της και να καρφώνεται τελικά στη μορφή της. Αναστέναξε κι αναθεμάτισε τον εαυτό της που είχε μόνη της προδοθεί. Ήταν ο Φρανς, που μόλις την πρόσεξε, σκούντηξε αμέσως τον Μάρκους κι ύστερα την Εμίλια, η οποία, ενώ τελείωνε το τραγούδι μαζί με τις άλλες μέσα σε χειροκροτήματα και συγκρατημένα ελαφριά γέλια, ενθουσιάστηκε βλέποντας την κόρη του Νταλ και έσπευσε να σηκωθεί και να πλησιάσει βιαστικά τη σκάλα. Ο Φρανς την πήρε από πίσω, κι ο Μάρκους κάποιον φάνηκε στην Κλάρα πως λοξοκοίταξε κάπως πονηρά.
Η Εμίλια εμφανίστηκε χοροπηδώντας σχεδόν δίπλα στη μεγάλη της αδερφή.
«Χαίρετε, δεσποινίς» είπε πρόσχαρα στην Κλάρα με ένα πλατύ φωτεινό χαμόγελο. «Με λένε Εμίλια, είμαι η μικρότερη αδερφή της Ίντιθ. Χαίρομαι που σας γνωρίζω.»
Και αυθόρμητα της έκανε μια χαριτωμένη μισή υπόκλιση. Η Ίντιθ την κοίταξε αυστηρά.
«Μην την ενοχλείς την κοπέλα, Εμίλια, είναι κουρασμένη. Πέντε μέρες στη θάλασσα ταξίδευαν» παρατήρησε.
«Όχι, όχι, δε με ενοχλεί καθόλου» θεώρησε σωστό να πει η Κλάρα. «Κι εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω» έκανε μετά και χαμογέλασε αμήχανα. Ήταν, άλλωστε, κι ο ναύτης μπροστά.

Σαν από σατανική σύμπτωση, αυτός ήταν και ο επόμενος που μίλησε.
«Δεσποινίς Νταλ, θα έχουμε την τιμή να μας κάνετε λίγη συντροφιά;» ρώτησε ταπεινά και ευγενικά την Κλάρα. Κι ενώ εκείνη και η Ίντιθ έμειναν κόκαλα, η Εμίλια κούνησε το κεφάλι της, επιδοκιμάζοντας την ιδέα του νεαρού και με το παραπάνω.
«Ω, ναι» είπε. «Ελάτε να καθίσετε για λίγο μαζί μας, θα ήταν πολύ ωραία!»
Η Κλάρα ένιωσε την καρδιά της να επιταχύνει ξαφνικά.
«Δε νομίζω» είπε συμμαζεμένα.
«Ω, μα γιατί;» αντέδρασαν σχεδόν εν χορώ ο Φρανς και η Εμίλια.
«Εμίλια, φτάνει πια! Ντροπή!» τη μάλωσε η Ίντιθ σκανταλισμένη και αγριοκοίταξε τον Φρανς τόσο ωμά, που εκείνος σχεδόν τρόμαξε. «Άλλη δουλειά δεν είχε η δεσποινίς απ’ το να ασχολείται μαζί μας!»
«Όχι, δεν είναι αυτό» τη διόρθωσε η Κλάρα ευγενικά. «Φοβάμαι ότι είμαι αρκετά κουρασμένη και ίσως θα ήταν καλύτερα, ξέρετε, να...»
Σταμάτησε. Και η ίδια της ντρεπόταν που έλεγε ψέματα. Ήξερε ότι δε θα είχε ύπνο, όσο κουρασμένη κι αν ήταν. Μα, από την άλλη, μπορούσε και να ανταποκριθεί στην πρόταση της κοπέλας και του ναύτη; Να γλιστρήσει, έστω και για μία ώρα, στον κόσμο τους, σ’ αυτόν τον κόσμο όπου δεν ταίριαζε και δε θα ταίριαζε ποτέ, όπου αισθανόταν παρείσακτη; Αν απέναντι στον πατέρα της και την καλή κοινωνία η Κλάρα έβλεπε τον εαυτό της άχρηστο κι ανεπιθύμητο, απέναντι σε ανθρώπους σαν τους υπηρέτες του σπιτιού της, τους ναύτες και τους ζητιάνους, τον έβλεπε ένοχο και δυσάρεστα ευνοημένο, γιατί είχε μεγαλώσει μέσα σε όλες τις πολυτέλειες που εκείνοι δεν είχαν και τολμούσαν μόνο να ονειρευτούν.

Έσφιξε τα χείλη της.
«Σας εύχομαι καληνύχτα» είπε δίχως να τους κοιτάει κι έκανε να ανέβει ξανά τη σκάλα, ακολουθούμενη από την Ίντιθ, μα η φωνή του Φρανς τη σταμάτησε και πάλι.
«Ούτε για μια ιστορία μόνο, δεσποινίς;» τη ρωτούσε.
Η Κλάρα στράφηκε απορημένη.
«Πώς;»
«Ο μικρός σας αδερφός» εξήγησε ο Φρανς με ένα μισό χαμόγελο, «μας έχει πει πως λέτε τις καλύτερες ιστορίες για τη θάλασσα. Λοιπόν, θα μας τις στερήσετε;»
Και αυτός κι η κοπέλα την κοιτούσαν τώρα με προσμονή. Η Κλάρα είχε ξαφνιαστεί, ωστόσο στην αναφορά του Λούκας χαμογέλασε αυθόρμητα. Αυτός ο αδερφός της, δεν κρατούσε πια τίποτα μυστικό, κι απ’ ό,τι φαινόταν είχε ήδη προλάβει να πιάσει φιλίες μ’ ολόκληρο το καράβι.
«Εγώ...» κόμπιασε και κοίταξε τον τοίχο απέναντί της. Αναστέναξε. Η αλήθεια ήταν πως είχε ανάγκη τώρα την παρηγοριά ενός παραμυθιού, ενός ταξιδιού σ’ ένα σκηνικό μακριά από το βαρύ σκοτάδι και το δυσάρεστο μυστήριο του ταξιδιού κι όσων αυτό είχε φέρει στην επιφάνεια. Πόση ώρα θα έπαιρνε; Προτού καλά καλά το καταλάβαινε, θα βρισκόταν ξανά στο δωμάτιό της. Κι ούτε ήταν ανάγκη να φοβάται• ο πατέρας της δε θα μάθαινε τίποτα.

Το αποφάσισε γρήγορα μέσα της.
«Εντάξει, αν είναι για μια ιστορία μόνο, δεν πειράζει» υποχώρησε, κάνοντας δύο πελώρια χαμόγελα να λάμψουν στα πρόσωπα της Εμίλια και του Φρανς. Του ναύτη ο μορφασμός έκρυβε και μια ικανοποίηση, μια δόση πονηρού νοήματος που υποψίασε για μια στιγμή την κοπέλα πως θα ’πρεπε να έχει κακό προαίσθημα.
Σήκωσε προσεκτικά το κερί από το περβάζι του παραθύρου.
«Με συγχωρείτε για λίγο, πρέπει να πάω επάνω να...» έκανε να πει.
«Α, όχι, μην πηγαινοέρχεστε τζάμπα εσείς, δεσποινίς Νταλ!» προσφέρθηκε κόβοντάς την η Ίντιθ, φανερά ενοχλημένη από την επιμονή της αδερφής της και του Φρανς, που είχαν αναγκάσει την κοπέλα να υποχωρήσει. «Θα πάω εγώ• μην ανησυχείτε, θα φροντίσω για όλα.»

Η Κλάρα ξεροκατάπιε και έγνεψε απλώς καταφατικά. Καθώς η Ίντιθ ανέβαινε τη σκάλα, εκείνη κατέβηκε, ακολουθώντας τον Φρανς και την Εμίλια, κοντά στη συντροφιά.
Μόλις την είδαν, επιφωνήματα τόσο καλωσορίσματος όσο και απορίας αντήχησαν απ’ όλους. Όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω της, κάνοντάς την να μετανιώσει την ώρα που είχε δεχτεί να διεισδύσει στην κομπανία. Μα απάντησε όσο πιο ευγενικά μπορούσε σε όλα τα λόγια και τα νεύματα, ζορίζοντας τον εαυτό της να χαμογελάσει, έστω και αχνά.
«Κι από εδώ είναι η άλλη αδερφή μου, η νύφη» της έδειξε κάποια στιγμή η Εμίλια τη Φρέγυα.
«Να ζήσετε, συγχαρητήρια» ευχήθηκε μαγκωμένη η Κλάρα, αφού βιαστικά συστήθηκαν με την κοπέλα. Εκείνη στην αρχή την κοίταζε χωρίς ιδιαίτερη συμπάθεια και ίσως και με κάποια καχυποψία, μα μετά απ’ αυτά τα λόγια το βλέμμα της μαλάκωσε κι ένα ανεπαίσθητο ευγενικό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό της.

Ο Μάρκους σηκώθηκε όρθιος και άπλωσε τα δυο του χέρια.
«Λοιπόν, λοιπόν, ησυχία! Η δεσποινίς Νταλ, όπως φαίνεται, αποδέχτηκε την πρότασή μας να μας συντροφεύσει για λίγο καθώς θα λέμε τις ιστορίες μας! Σύμφωνα με τον μικρό κύριο, άλλωστε, είναι πολύ καλή σε αυτό, έτσι, παιδιά;» ρώτησε τους άλλους ναύτες με νόημα, και εκείνοι έγνεψαν καταφατικά και γέλασαν περιμένοντας από την Κλάρα κάτι να απαντήσει.

Εκείνη όμως σώπαινε. Χτενίζοντας τον κύκλο των μελών της γιορτινής παρέα με τα μάτια της, μιας και μέσα στην αμηχανία της δε μπορούσε να κάνει και τίποτε άλλο, είχε ξαφνικά συναντήσει ένα βλέμμα γνώριμο που δεν της άρεσε καθόλου. Ένα ζευγάρι ανοιχτόχρωμα γαλάζια μάτια που φευγαλέα καρφώνονταν στα σκούρα μπλε δικά της κι ύστερα χαμήλωναν βιαστικά, σκληρά κι αμήχανα.
Έσφιξε τις γροθιές της και ξεφύσηξε, όσο πιο συγκρατημένα μπορούσε.
Ανάθεμα όποια μοίρα αποφάσισε να σε ρίχνει συνέχεια στον δρόμο μου, ζόρισε τον εαυτό της να σκεφτεί.

Τα μάτια τους συναντήθηκαν ξανά. Κι αυτή τη φορά, το πιο αποφασιστικό και σκληρό βλέμμα ανήκε στην Κλάρα. Δε θα του έκανε τη χάρη, το είχε αποφασίσει, να τον αφήσει να τη βυθίσει ξανά τόσο αδίστακτα σε τύψεις που ίσως δε θα ’πρεπε να έχει. Βλέποντάς την να τον εξετάζει έτσι, ο Γιόνας σχεδόν τρόμαξε. Άθελά του, άφησε τα δικά του μάτια να πλανηθούν στη μορφή της ολόκληρη, από πάνω μέχρι κάτω, και τότε μια αίσθηση απροσδιόριστη τον έπιασε εντελώς απροετοίμαστο. Ίσως έμοιαζε με αυτό που ένιωθε άλλοτε, μικρός, όταν την έβλεπε να κατεβαίνει τα σκαλιά του υπογείου και ήσυχα να γονατίζει και να κάθεται έξω από την παλιά αποθήκη περιμένοντας να ακούσει το νανούρισμα της μητέρας του, περιμένοντας λίγες στιγμές αγάπης και τρυφερότητας δανεικής, που οι δικοί της δεν ήθελαν ούτε και νοιάζονταν να της δώσουν.
Ήταν όμορφη, δεν μπορούσε να το αρνηθεί, δεν μπορούσε να μην το βλέπει. Την τύλιγε ακόμη εκείνη η γαλήνια μελαγχολία της, μια αέρινη και μυστήρια μοναξιά που πάντα την έκανε διαφορετική, που πάντα, μαζί με την κοινωνική τους διαφορά, τον έκανε να πιστεύει ότι, αν του άπλωνε ποτέ το χέρι της, εκείνος θα ήταν ανίκανος να το φτάσει και να το αγγίξει, έστω και στις άκρες των λευκών της δαχτύλων. Ίσως κιόλας, έκανε ξαφνικά μια σκέψη, καθώς του έρχονταν στο μυαλό τα πρώτα λόγια που της είχε πει στο καράβι, ύστερα από τόσα χρόνια, γιατί δεν άξιζε σε κάποιον σαν εκείνον να το αγγίξει. Ίσως γιατί ήταν προορισμένος, μετά απ’ όσα είχαν γίνει, να παραμείνει για μια ζωή στα μάτια της ο γιος της υπηρέτριας, ένα τίποτα, μια σκιά που ζούσε κάτω από τα πόδια της κι είχε για εκείνη τόση σημασία όση είχαν οι αρουραίοι που κυκλοφορούσαν εκεί.

Νιώθοντας τη ματιά του πάνω της, μια ματιά αντρική και διαπεραστική αλλά σίγουρα όχι καθαρή κι ευγενική σαν του Βάλτερ, η Κλάρα εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία του Μάρκους που είχε μιλήσει από πίσω της και γύρισε αδίστακτα την πλάτη της στον κοκκινομάλλη. Ήταν ο τελευταίος του οποίου το «ενδιαφέρον» ήθελε να προκαλέσει, κι εξάλλου μια κυρία δε θα έπρεπε να αφήνει τον εαυτό της να εκτίθεται στα διψασμένα για έρωτα βλέμματα των ακόλαστων ναυτικών, όπως πρόσταζαν οι τύποι. Μέχρι κι αυτοί ήταν χρήσιμοι καμιά φορά.
«Θα ήταν τιμή μου να μοιραστώ τις ιστορίες μου μαζί σας• άλλωστε εσείς, σε αντίθεση με μένα, τις έχετε ζήσει από πρώτο χέρι» είπε κι άρχισε να αναζητά μια άδεια θέση στον κύκλο.

Η μοναδική ήταν το άδειο σκαμνί όπου καθόταν προηγουμένως η Ίντιθ, ακριβώς δίπλα στον παχύ Φιλανδό φίλο που αποκαλούσε εκείνη και τις αδερφές της «ανιψούλες». Μια θέση πιο πέρα ήταν καθισμένος ο Γιόνας. Σκεπτόμενη πως μπορούσε να τον υποφέρει, μιας κι ήταν αρκετά μακριά, η Κλάρα πλησίασε το σκαμνί κι έκανε να καθίσει.
Όμως ο παχουλός άντρας σηκώθηκε ξαφνικά από τη δική του καρέκλα και της την πρόσφερε με μια υπόκλιση. Τον κοίταξε άθελά της με γουρλωμένα μάτια, ρίχνοντας ταυτόχρονα και μια ανήσυχη ματιά στον άλλον δίπλα της.
«Σας παρακαλώ, δεν είναι ανάγκη» προσπάθησε ευγενικά να το αποφύγει, μα ο άντρας κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας.
«Μα πώς» έκανε. «Καθίστε εσείς εδώ που είναι άνετα, δεσποινίς. Εγώ θα είμαι καλά και στο σκαμνί• έχω κοιμηθεί κι έχω κοιμηθεί κατάχαμα σε καταστρώματα στη ζωή μου...»

Όλοι οι ναυτικοί της συντροφιάς συμφώνησαν γελώντας. Η Κλάρα είχε απομείνει ακίνητη, κοιτώντας μια την άδεια καρέκλα και μια τον Γιόνας, που είχε αμέσως καταλάβει ποιο ήταν το πρόβλημά της και την εξέταζε προσεκτικά, περιμένοντας να δει αν τελικά τον είχε μισήσει ή φοβηθεί τόσο πολύ μετά την ατυχή τους επαφή στο καράβι ώστε να τον θέλει όσο πιο μακριά της γινόταν. Φωνές, σαν αυτές που του τριβέλιζαν νωρίτερα το μυαλό για να σκοτώσει τον Νταλ, εμφανίστηκαν ξανά• μόνο που αυτή τη φορά ψιθύριζαν μέσα του πως κατά βάθος θα ’θελε να μην ήταν έτσι. Κι ας έφταιγε εκείνος και μόνο αν ήταν.
Τι μ’ έχει πιάσει; σκέφτηκε και γύρισε προς μια άλλη πλευρά.
Στο μεταξύ, ο Σάμι, που σε αντίθεση με τον Μάρκους και λιγότερο τον Φρανς, αγνοούσε παντελώς πως κάτι, ακόμα κι απειροελάχιστο, μπορεί να υπήρχε ακόμα από το παρελθόν ανάμεσα στον νέο του συνάδελφο και την κοπέλα, γέλασε με τον δισταγμό της και είπε φιλικά:
«Καθίστε, δεσποινίς Νταλ. Μη φοβάστε, δε δαγκώνει!»
Κι άλλα γέλια. Η Κλάρα και ο Γιόνας κοιτάχτηκαν φευγαλέα κι αμέσως ύστερα έσκυψαν κι οι δυο τα κεφάλια τους σαν να ’θελαν να εξαφανιστούν από το δωμάτιο εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Ο Μάρκους κι ο Φρανς έριξαν ο ένας στον άλλον ένα βλέμμα όλο νόημα κι υπονοούμενα.

Μ’ έναν αναστεναγμό η Κλάρα τελικά κάθισε άκρη άκρη στην καρέκλα, αφού μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια της σαν απάντηση στο αστειάκι του Σάμι, αρκετά δυνατά ώστε να την ακούσει ο διπλανός της:
«Μην παίρνουμε κι όρκο.»
Του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα και στράφηκε ύστερα από την άλλη.

Για λίγο επικράτησε σιωπή. Κι εκείνη χάζευε αφηρημένη το ξύλινο πάτωμα, που το στόλιζαν λουλούδια μαδημένα από τα πολλά πόδια που είχαν χορέψει πάνω τους, τις φλόγες των κεριών που συγχρονισμένα χόρευαν τρέμοντας και τις σκιές που κύκλωναν το δωμάτιο πάνω στους τοίχους του. Σε μια γωνιά, ξεχώρισε μια παρατημένη ξύλινη ανέμη και χαμογέλασε αχνά και νοσταλγικά. Είχαν μια τέτοια και στο σπίτι στο Ελσίνκι• η μανούλα Βίλμα καυχιόταν πως ήταν πρώτη στο να γνέθει μ’ εκείνη, μα δεν είχε προλάβει να διδάξει η ίδια την προστατευόμενή της. Το έκανε αντί γι’αυτήν η Λίζμπεθ, με ψυχρότητα και αυστηρότητα, μα η Κλάρα δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ήταν καλή δασκάλα, αν και σίγουρα όχι αγαπητή κι ευχάριστη.

Κάποια στιγμή, μίλησε ο πατέρας των τριών κοριτσιών.
«Λοιπόν, μιας και τραγουδούσατε για σειρήνες, νομίζω αξίζει να σας πω...»
«Ω, ναι, πατέρα, πες το!» πετάχτηκε η Εμίλια πριν εκείνος τελειώσει, μα γρήγορα μαζεύτηκε μόνη της στη θέση της χαμογελώντας του απολογητικά που τον είχε διακόψει.
«Έλεγα λοιπόν» συνέχισε ο γέροντας σοβαρός, «πως κάποτε, όταν ήμουν νέος και καινούργιος ακόμη στα καράβια, είχα δει σειρήνες. Αληθινές σειρήνες, όπως ακριβώς τις ξέρετε.»
Οι περισσότεροι ναύτες κούνησαν τα κεφάλια τους αρνητικά.
«Αποκλείεται!»
«Αδύνατον!»
«Οι σειρήνες δεν είναι παρά μύθοι» είπε κι ο Μάρκους.
Ο γέρος χαμογέλασε.
«Σε κάποια σημεία του ωκεανού, ίσως, νεαρέ» απάντησε με νόημα.
«Και πού δηλαδή τις συναντήσατε εσείς;» ζήτησε να μάθει ο Φρανς με μια ανατριχίλα να τον διαπερνά.

Ο άντρας καθάρισε τον λαιμό του• πίσω, στη σκάλα, η Ίντιθ κατέβηκε αθόρυβα και εξίσου αθόρυβα κάθισε στο σκαμνί του «θείου» της, ενώ εκείνος σηκωνόταν κι έπαιρνε θέση στον τοίχο, ανάμεσα σε κάτι άλλους άντρες που στέκονταν όρθιοι εκεί και κάπνιζαν, έχοντας ωστόσο τον νου τους στο τι λεγόταν στη συντροφιά.
«Η τύχη με είχε ξεβράσει κάποτε πολύ μακριά απ’ την πατρίδα» άρχισε να διηγείται ο πατέρας των κοριτσιών με αινιγματικό ύφος. «Βρισκόμουν σ’ ένα γαλλικό πλοίο, αρπαγμένος με το ζόρι από το λιμάνι εδώ. Πηγαίναμε στον Νέο Κόσμο, ταξίδι τεράστιο, μήνες κρατούσε. Μήνες που στεριά δε θα βλέπαμε ούτε για δείγμα, μόνο νερό κι από δω κι από κει. Λοιπόν, δεν ξέρω πού ακριβώς ταξιδεύαμε τότε, όταν ένα βράδυ - αρκετό καιρό από όταν είχαμε ξεκινήσει - είχαμε βάρδια εγώ κι ένας άλλος Σουηδός και γυρίζαμε επάνω στο κατάστρωμα. Σκοτάδι πίσσα, άνεμος αδύναμος, ήμασταν μόνο εμείς και το νερό, τίποτε άλλο ζωντανό δεν έμοιαζε να υπάρχει γύρω μας εκείνη τη νύχτα. Όταν ξαφνικά ακούσαμε μια φωνή να μας φωνάζει: βοήθεια, βοήθεια, πνίγομαι, πνίγομαι, βγάλτε με έξω!»

Όλοι κρέμονταν από τα χείλη του.
«Και τι κάνατε;» ρώτησε ο Φρανς όλο αγωνία.
«Τι να κάναμε;» έκανε ο γέρος. «Μια βάρκα πήραμε και βγήκαμε εγώ, αυτός κι ένας ακόμα στη θάλασσα και ψάχναμε από πού μας είχαν φωνάξει. Κι όπως έψαχνε ο φίλος μου ο Σουηδός με το φανάρι στα κύματα, να σου ξαφνικά μέσα απ’ τη θάλασσα μια γυναίκα! Πιάστηκε από το ξύλο της βάρκας και μας κοίταζε και τους τρεις χαμογελώντας. Θαμπωθήκαμε• όποιος έλεγε πως δεν θαμπώθηκε θα ήτανε ψεύτης. Τα μαλλιά της πυρρόξανθα σαν τη φωτιά, ο λαιμός και τα μπράτσα της ολόγυμνα, τα μάτια της λάμπανε σαν σμαράγδια. Εγώ ήμουν βέβαιος ότι ήταν γοργόνα, έσκυψα λοιπόν να κοιτάξω και πράγματι, είδα πως είχε ουρά ψαριού, τεράστια κι όλο αστραφτερά λέπια. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, ονειρεύομαι. Μα έλα που ήταν αληθινή. Μίλησε κιόλας. Στον άλλο Σουηδό, του είπε: “Έχεις τόσο όμορφα μάτια!”. Κολακεύτηκε αυτός, της λέει: “Έλα να σε βοηθήσουμε να ανέβεις στη βάρκα”. “Α, δε γίνεται” κάνει εκείνη. “Εγώ μόνο μέσα στο νερό μπορώ να ζήσω”.
»Και τότε άρχισε να τραγουδάει. Μου φάνηκε σαν να έπεσα σε νάρκη ξαφνικά. Τίποτε παρόμοιο δεν είχα ποτέ μου ακούσει. Μούδιασαν τα πόδια μου, τα χέρια μου, θόλωσαν τα μάτια μου, σαν να ήμουν ξαφνικά σε άλλο κόσμο. Θεέ μου, έλεγα από μέσα μου, κάνε να μην τελειώσει ποτέ. Κι όπως άνοιξα τα μάτια, που χωρίς να το καταλάβω τα είχα κλείσει, για να την κοιτάξω, βλέπω τον Σουηδό μας να σκύβει προς το νερό, έτοιμος να τη φιλήσει στα χείλη. Εκείνη απλώνει τα χέρια της, του αγγίζει το πρόσωπο...κι ύστερα δίνει μια και τον τραβάει μαζί της στο νερό!»

Φοβισμένες κοφτές ανάσες αντήχησαν παντού στο δωμάτιο. Οι ναύτες κοιτάζονταν τρομοκρατημένοι μεταξύ τους. Μονάχα ο Μάρκους είχε απομείνει ψύχραιμος• ήξερε πως η ιστορία ήταν μάλλον φτιαχτή• είχε ακούσει κι είχε ακούσει ναύτες να ισχυρίζονται πράγματα ακόμη πιο εξωφρενικά. Από την άλλη, ο Φρανς είχε περισσότερο την προσοχή του στραμμένη στην Εμίλια κι ακόμα και ο Γιόνας, όσο και να μην το παραδεχόταν, είχε τον νου του στην Κλάρα και κάθε τόσο ξέκλεβε μια στιγμή για να την κοιτάει χωρίς αυτή να το καταλαβαίνει. Είχε σκοτεινιάσει πια πολύ, άλλωστε, και μόλις που κατάφερναν να διακρίνουν όλοι ο ένας το πρόσωπο του άλλου.
Ο Φιλανδός «θείος» φύσηξε προς τα έξω ένα ογκώδες σύννεφο καπνού.
«Κάθε φορά που λες αυτή την ιστορία, ανατριχιάζω σαν να είναι η πρώτη» είπε με ένα αμυδρό χαμόγελο.
«Πρέπει να προσέχετε» σήκωσε το σκυμμένο κεφάλι του ο πατέρας των κοριτσιών, κοιτώντας έναν γύρο τους νεαρούς ναυτικούς. «Αυτές δεν είναι γυναίκες• είναι τέρατα. Πλάσματα του διαβόλου που διψάνε να κλέβουν από τα χέρια των μανάδων και των κοριτσιών τους αγόρια σαν εσάς. Ο θάνατος είναι η μοναδική τους ευχαρίστηση και δεν μπορούν να αγαπήσουν• μονάχα πνιγμένους σας δέχονται στην αγκαλιά τους.»
«Το καταλαβαίνει κανείς αυτό, αν συλλογιστεί πως οι σειρήνες έχουν βρει τον θάνατο από χέρια αντρών και ναυτικών συγκεκριμένα.»

Όλα τα μάτια έπεσαν πάνω στην Κλάρα, που είχε αυθόρμητα μιλήσει.
«Δηλαδή, δεσποινίς;» απόρησε ο παχύς Φιλανδός.
Η κοπέλα αναστέναξε αμήχανα.
«Ε, λοιπόν, υπάρχει...υπάρχει μια παράδοση» εξήγησε, παίρνοντας σιγά σιγά το θάρρος να κοιτάξει κι εκείνη την ομήγυρη, «που λέει ότι οι σειρήνες ήταν στην παλιά τους ζωή πραγματικές γυναίκες, οι οποίες ρίχτηκαν στη θάλασσα από ναυτικούς που θεωρούσαν την παρουσία τους κακοτυχία για το ταξίδι.»
Ο Φρανς χαμογέλασε συνωμοτικά.
«Κάποιον μου θυμίζει» έκανε και κοίταξε τον Μάρκους.
«Πάψε» θύμωσε εκείνος. «Για το Θεό δηλαδή, εγώ δεν πετάω στη θάλασσα ανθρώπους!»
«Άρα αυτό που θέλουν στ’ αλήθεια οι σειρήνες είναι να εκδικηθούν τους ναυτικούς;» ρώτησε η Φρέγυα μιλώντας ξαφνικά μετά από ώρα.
«Νομίζω ναι, κατά κάποιο τρόπο» της απάντησε η Κλάρα ανασηκώνοντας τους ώμους της. «Έτσι έχω διαβάσει, μα δε θυμάμαι πού ακριβώς.»

Η Εμίλια χτύπησε τα χέρια της στα γόνατά της.
«Για μια ακόμα φορά λοιπόν, οι άντρες είναι η αιτία όλου του κακού» είπε μεταξύ σοβαρού και κοροϊδίας.
Κάποιοι γέλασαν. Ο Φρανς πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της προσέχοντας να μην τον δουν και την έσφιξε κοντά του.
«Έτσι λέτε, δεσποσύνη;» ρώτησε, μ’ έναν τόνο πειραχτικό, κι εκείνη του χαμογέλασε σαν να τον προκαλούσε να της αποδείξει το αντίθετο.
Η Ίντιθ, από τη γωνία της, κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι της.
«Έτσι λέει γιατί είναι μικρή ακόμα και δεν ξέρει» είπε με σιγουριά. «Ο άντρας σημαίνει πολλά πράγματα για μια γυναίκα, κι όχι μόνο κακά. Σημαίνει κάποιος που θα μοιραστεί τα πάντα μαζί σου, Εμίλια, σημαίνει σπιτικό, οικογένεια, παιδιά...»
«Έρωτα» συμπλήρωσε με στόμφο ο Μάρκους, κι ας μην ενθουσίαζε τον ίδιο καθόλου η ιδέα, κι εξέτασε με το βλέμμα του τον Γιόνας και την Κλάρα, καθισμένους δίπλα δίπλα μα πεισματικά στραμμένους αλλού.
Η Ίντιθ συμφώνησε χαμογελώντας, μα το δικό της βλέμμα ήτανε στους ευτυχισμένους νεόνυμφους.

Ο ξανθός μεγαλόσωμος ναυτικός έπειτα χαμογέλασε πλατιά και στράφηκε μόνο στην Κλάρα.
«Και τώρα που τρομάξαμε αρκετά, δε μας λέτε και μια δική σας ιστορία, δεσποινίς Νταλ; Ίσως μια πιο ευχάριστη, κατά προτίμηση.»
«Α, ναι, οπωσδήποτε!» συμφώνησε ο «θείος» καλοσυνάτα.
Η Κλάρα έσφιξε τα χείλη της. Ήταν αργά. Προσπάθησε άλλη μια φορά να το αποφύγει ευγενικά.
«Ξέρετε, θα προτιμούσα να...»
«Ελάτε, ελάτε, είναι κρίμα» είπε ως και η Φρέγυα. «Να μείνετε σιωπηλή ενώ η Εμίλια βάλθηκε να σας σύρει μέχρι εδώ κάτω μόνο και μόνο για τις ιστορίες σας!»
Η κοπέλα γέλασε αυθόρμητα• ένα από τα λίγα αληθινά γέλια που είχε απολαύσει σ’ αυτό το ταξίδι.
«Τουλάχιστον μία, δεσποινίς» είπε η φωνή του Φρανς.

Μία. Κοίταξε για λίγο γύρω της, σαν να έψαχνε έμπνευση στα πράγματα του δωματίου, στις μορφές της συντροφιάς, στο φως των κεριών που έσπαγαν το βαθύ σκοτάδι.
«Ωραία λοιπόν...» αναστέναξε. Κι άρχισε να διηγείται.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ουφ! Μετά από δύο εβδομάδες ακριβώς επέστρεψα με ένα πολυυυυ μεγάλο κομμάτι. Και ακολουθεί κι άλλο, για να ολοκληρωθεί επιτέλους το ένατο κεφάλαιο, που αφορά την επίσκεψη στο Βίσμπυ.

Τα λέμε σύντομα ελπίζω.
Να είστε όλοι καλά :)

Continue Reading

You'll Also Like

558K 40.8K 47
NOW FREE! Fidelia Atwell, a fiery red-headed American, will do anything to protect her sister during the war of 1812: even marry her enemy, the Brit...
92.3K 8.5K 24
Έπρεπε να εκτελέσει μια απλή εντολή... Να φέρει πίσω τον πρίγκιπα. Τον δαίμονα που όμοιο του , δεν είχε ξαναδεί κανείς. Κατά πόσο θα τον βρει; Είν...
1.5M 90.1K 36
Katy Fairchild is an orphan and knows that no respectable man will marry her. But when a storm throws her into the arms of a mysterious stranger, wil...
2.8M 120K 30
Highest Rating: #1 in Historical Fiction. Currently #1 under Historical Romance Lady Ginny Sherman is forced into an arranged marriage to Lord Step...