Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 709 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)

114 12 71
By Marypap04

Η ώρα του προγεύματος κύλησε ανέλπιστα γρήγορα για την Κλάρα και τον Βάλτερ, που ένιωθαν κι οι δυο ότι δεν τους χωρούσε ο τόπος. Τους φάνηκε ότι πέρασαν λίγα μόνο λεπτά στην καμπίνα του Μπλομ, την πιο μεγάλη και άνετη στο πλοίο, πάνω από ένα πιάτο σούπας με κομμάτια ψαριού, ακούγοντας τους οργανωτές του ταξιδιού, τον καπετάνιο και τον έμπορο, να συζητούν σαν πομπώδεις νεαροί ευγενείς περί ανέμων και υδάτων με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Ο Λούκας στο μεταξύ ήταν απόλυτα προσηλωμένος είτε στο να κυνηγάει το ψάρι μέσα στη σούπα του είτε στο να προσπαθεί να μιμηθεί τον σχεδόν γελοία αριστοκρατικό τρόπο με τον οποίο έτρωγε ο Βάλτερ, που καθόταν ακριβώς δίπλα του. Αναρωτιόταν πώς κατάφερνε ο νεαρός να κρατάει το κορμί του στητό συνεχώς και κυρίως να ρουφάει τη σούπα αθόρυβα και χωρίς να πιτσιλάει ούτε στάλα, σε αντίθεση με εκείνον, που πάλευε να μην τα κάνει χάλια, νιώθοντας στο μεταξύ το παρατηρητικό κι αυστηρό βλέμμα της αδερφής του να κρέμεται από πάνω του.

Ο Βάλτερ αδυνατούσε ακόμα να καταπιεί το προηγούμενο φέρσιμο του Νταλ, που σαν μαντρόσκυλο είχε ύπουλα κι απότομα δείξει τα δόντια του, θέλοντας στην ουσία να του πει μ’ όλες εκείνες τις κουταμάρες που ’χε αραδιάσει: μακριά από την κόρη μου. Τι αψυχολόγητη στάση, συλλογιζόταν βαριεστημένα ο νεαρός, που ποτέ δεν αρεσκόταν στο να παλεύει να λύσει γρίφους που δεν καταλάβαινε. Ήξερε πως ο Νταλ δεν έδινε δεκάρα για την πραγματική ευτυχία της κόρης του• και το χείριστο υποκείμενο να τολμούσε να κάνει την ιεροσυλία να πλησιάσει αυτό το αγνό και σπάνιο στα μάτια του Βάλτερ πλάσμα, ο Νταλ θα τον έκανε γαμπρό του πρόθυμα, αρκεί να κατείχε δύο πράγματα: θέση στην αιώνια καλή κοινωνία των Σουηδών του Ελσίνκι - Σουηδών κατά προτίμηση - και αρκετό χρήμα.
Προφανώς λοιπόν, ένας απλός, ταπεινός Βάλτερ Κάρλσον του έπεφτε λίγος. Και το δυστύχημα για εκείνον ήταν ότι ο νεαρός το είχε καταλάβει καλά αυτό, παρά τους μάταιους δήθεν διπλωματικούς χειρισμούς που είχε προσπαθήσει να κάνει στο ζήτημα. Ο Βάλτερ είχε αποφασίσει πως δε θα του τη χάριζε• για πρώτη φορά, ένιωθε πως η αριστοκρατική περηφάνια του - η ελάχιστη που διέθετε δηλαδή - είχε πληγεί ανεπανόρθωτα, κι αν κάτι τον ερέθιζε πιο πολύ ήταν το ότι την είχε θίξει ένα υποκείμενο σαν τον Νταλ, ένας εμποράκος ξεπεσμένος ολότελα, που αναζητούσε τη σωτηρία του σε φανταστικούς θησαυρούς.

Γέλα και θα σου δείξω εγώ, σκέφτηκε λοξοκοιτάζοντας τον άντρα, ο οποίος όταν ένιωσε το βλέμμα του νεαρού πάνω του, χαμογέλασε ανυποψίαστος.

Από τη δική της πλευρά πάλι, η Κλάρα ένιωθε χαμένη. Εκεί που πάσχιζε να βάλει το μυαλό της σε μια τάξη, να αποφασίσει αν θα έπρεπε πιο πολύ να την απασχολεί η ανυπόφορη και δεσποτική συμπεριφορά του πατέρα της, τα αισθήματα που φαινόταν να δείχνει για εκείνη ο Βάλτερ - ή μήπως έκανε λάθος και παρερμήνευε σύμφωνα με τη δική της καρδιά τη συμπεριφορά του; - ή η παραφροσύνη του καπετάν Μπλομ, το μόνο που της ερχόταν στον νου ξανά και ξανά ήταν δυο γαλάζια μάτια να την εξετάζουν με σκληράδα. Όποιον κι αν σκεφτόταν ή προσπαθούσε να σκεφτεί, στο τέλος πάντα εμφανιζόταν εκείνος, σαν φάντασμα που την κυνηγούσε από το έρεβος της παιδικής της ηλικίας που ήθελε να ξεχάσει. Ταραζόταν, τα έβαζε με τον εαυτό της, πάλευε να διώξει την εικόνα, αν κι ήξερε ότι σε ανύποπτο χρόνο θα την ξανάβλεπε μπροστά της ολοζώντανη. Ίσως όμως το χειρότερο ήταν πως έπιανε τον εαυτό της να θέλει κατά βάθος να την ξαναδεί, να την κοιτάξει καλύτερα, να την καταλάβει.
Ω, σύνελθε, για όνομα! είπε από μέσα της και, προκειμένου να πάψει να σκέφτεται εκείνον, άρχισε να δίνει προσοχή μέχρι και στα λόγια του πατέρα της και του καπετάνιου, που την παρούσα στιγμή αναρωτιόταν από πού στο ανάθεμα είχαν ψαρέψει το θαλάσσιο πλάσμα που κολυμπούσε κομματιασμένο στο ζουμί της σούπας κι είχε τόσο απαίσια γεύση.

Η πρώτη μέρα της πορείας προς τον θησαυρό του Ιπτάμενου Ολλανδού κύλησε αργά, σαν βασανιστήριο, για τους εξέχοντες επιβάτες, μα, για τους ναυτικούς, όσο πιο ήσυχα κι ομαλά μπορούσε να κυλήσει μια πρώτη μέρα ταξιδιού. Κάνοντας έναν απολογισμό καθώς κάπνιζε την πιστή του πίπα σ’ ένα σημείο κοντά στην κουπαστή του καραβιού, ο Μάρκους ήταν βέβαιος πως η μέρα δε θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα. Τις βάρδιες τις είχε μοιράσει όσο πιο λειτουργικά γινόταν και κανένας δεν είχε το περιθώριο να παραπονεθεί, τα είχε βρει σχετικά με τους αγριωπούς Νορβηγούς που λίγο έλειπε προηγουμένως να λιώσουν σαν ζωύφια τους δύο φίλους του, κι όσο για τον Μπλομ, είχε ανακτήσει με επιτυχία την ικανότητά του να τον ανέχεται. Ο καπετάνιος ανακοίνωσε πως, με την ταχύτητα που πήγαινε το Μπέλουα για να αποφύγει τυχόν πάγο στον δρόμο του μέσα στην χειμερινή Βαλτική, θα έφταναν στο Βίσμπυ σε πέντε μέρες το πολύ.

Βράδιασε γρήγορα, όπως πάντα στη Σκανδιναβία τον χειμώνα. Μια απαλή ομίχλη, σαν χάδι κάποιας αθέατης υπερφυσικής θεότητας της θάλασσας, σκέπασε από το τέλος του μεσημεριού τον ουρανό. Το θερμό φως από τις λάμπες και τα φανάρια που έκαιγαν σκόρπια στο καράβι απλωνόταν πάνω στα κύματα απλόχερα, σκουραίνοντας το βαθύ μπλε τους χρώμα με τόνους χρυσοπράσινους που θα τους ζήλευε κι ο καλύτερος ζωγράφος. Λουσμένος σ’ ένα τέτοιο φως, ο τεμπέλης μάγειρας έπαιρνε τον μεσημβρινό υπνάκο του σε μια ήσυχη γωνιά, μουρμουρίζοντας μέσα στο ροχαλητό του τη μελωδία κάποιου χωριάτικου τραγουδιού. Πιο πέρα, ο Σάμι ο νάνος ψάρευε παρέα με μερικούς άλλους• τις περισσότερες καλές προμήθειες από το Ελσίνκι, ο καπετάν Μπλομ τις είχε καπηλευτεί για την αφεντιά του και για τους εκλεκτούς επιβάτες του, έτσι το πλήρωμα εναπόθετε τις ελπίδες του σ’ ό,τι κολυμπούσε από κάτω τους στα ψυχρά νερά και τρωγόταν• αλλιώς τους έμεναν μόνο τα γογγύλια και τα κρεμμύδια, οι μπαγιάτικες κονσέρβες κι ο άνοστος χυλός του μάγειρα.

Στο μεταξύ, ο Άλφρεντ Νταλ ένιωθε ένα δυσάρεστο κι ανεξήγητο βάρος στο στήθος, και για όλη την υπόλοιπη μέρα σχεδόν δεν το κούνησε από την καμπίνα. Αυτό έκανε τον γιο του ιδιαιτέρως χαρούμενο, καθώς έτσι, και με την αδερφή του να μη θέλει ούτε εκείνη να βγει από το δωμάτιο, όπου έμεινε πότε διαβάζοντας τα βιβλία της και πότε κεντώντας, μπόρεσε να εξερευνήσει σχεδόν όλο το κατάστρωμα του Μπέλουα και να παρατηρήσει με προσοχή τους ναύτες να δουλεύουν. Οι περισσότεροι δεν του έδιναν και πολλή σημασία, μιας και δεν τους ενοχλούσε• ζήτημα να του έκαναν για χαιρετισμό κανένα κοφτό νεύμα.
Μόνο ο Φρανς, που τον ένιωσε δίπλα του καθώς μπάλωνε ένα πανί που είχε σκίσει ο αέρας, γύρισε και του είπε χαμογελώντας φιλικά:
«Ψάχνεις κάτι, μικρέ κύριε;»
Ο Λούκας τον πλησίασε χωρίς να διστάσει καθόλου και του έδειξε με ενδιαφέρον το πανί.
«Σε ποιο κατάρτι θα το κρεμάσετε αυτό, αν επιτρέπεται;» ρώτησε.
Ο Φρανς πήγε να απαντήσει, μα την τελευταία στιγμή σάστισε κι έξυσε σκεφτικός το κεφάλι του, κοιτώντας σαν χάνος εδώ κι εκεί.
«Στο άδειο• δε θυμάμαι ποτέ να ήταν συγκεκριμένα τα κατάρτια και τα πανιά» απάντησε αβέβαια. «Διάβολε, λες να ξέχασα τίποτα;»
Κοίταξε απορημένος τον Λούκας κι εκείνος ανασήκωσε ανήξερος τους ώμους του. Ο Φρανς ξεφύσηξε.
«Έχεις δίκιο, καλύτερα να πάω να ρωτήσω τον Μάρκους» έκανε και με βαριά βήματα απομακρύνθηκε, δίχως να ακούσει τον μικρό που ρωτούσε ποιος ήταν αυτός ο Μάρκους.

Ο Φρανς έφτασε στον συνάδελφό του ακριβώς τη στιγμή που εκείνος κάπνιζε κι απολάμβανε την νωθρότητα και την ησυχία του σκοτεινού απογεύματος του Βορρά. Μα το βλέμμα του έμενε καρφωμένο απέναντί του, στη μορφή ενός άλλου, εξίσου μοναχικού συναδέλφου του, που καθόταν σε μια γωνιά με το χέρι να στηρίζει το κεφάλι του κι ατένιζε κάπως μελαγχολικά το τοπίο που ξανοιγόταν μπροστά τους: θάλασσα και μόνο θάλασσα. Και θα το έβλεπαν αυτό για πέντε μέρες ολόκληρες, ώσπου να δέσουν στο Βίσμπυ.
Ο Φρανς ξερόβηξε.
«Μεσιέ Μάρκους, μπορώ να σε ρωτήσω κάτι για τα κατάρτια; Είναι μια απορία που μου δημιουργήθηκε πρόσφατα» έκανε, χωρίς να περιμένει ο φίλος του να τον κοιτάξει. Και δεν τον κοίταξε. Ο Φρανς δεν συνέχισε, κι αφοσιώθηκε στο να προσπαθεί να βρει τι τραβούσε τόσο την προσοχή του φίλου του στο τόσο γνώριμο τοπίο της χειμωνιάτικης θάλασσας.
«Βίσμπυ, λοιπόν» έκανε. «Έχουμε δέσει ξανά εκεί;» απόρησε μετά.

Ο Μάρκους τεντώθηκε πάνω στο ξύλινο κιβώτιο που καθόταν.
«Εγώ ναι, πιο παλιά» απάντησε. «Όταν ακόμα ταξίδευα με τον πατέρα μου. Για σένα και τους άλλους, δεν ξέρω.»
«Καλά. Εμένα πολλές φορές τα λιμάνια μου φαίνονται ίδια, γι’αυτό το όνομα δε μου λέει τίποτε» έκανε ο Φρανς ανέμελα, με τα χέρια στις τσέπες. «Τι να πω, ελπίζω τουλάχιστον να είναι ωραίες οι φτωχές Σουηδέζες!»
Κι έκλεισε συνωμοτικά το μάτι στον ξανθό φίλο του, που παρέμενε ωστόσο ασυγκίνητος, όπως συνέβαινε κάθε φορά που ο Φρανς αναφερόταν σε γυναίκες - ένα θέμα που του ήταν ιδιαιτέρως αγαπητό. Ξεφύσηξε.
«Μάρκους, τι σε τρώει πάλι;» ρώτησε.
Ο Μάρκους κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, εξακολουθώντας να έχει το βλέμμα του καρφωμένο στο ίδιο σημείο, εκεί που καθόταν ο Γιόνας και χάζευε χωρίς να μιλάει τη θάλασσα.
«Τίποτα» απάντησε. «Σκέφτομαι.»

Ο Φρανς γέλασε αμήχανα.
«Τι; Τον θησαυρό;» κορόιδεψε. «Μη μου πεις ότι άρχισες να το πιστεύεις!»
«Φυσικά• το πίστεψα όσο πιστεύω και στα φαντάσματα!» ήταν σειρά του Μάρκους να γελάσει. «Σύνελθε• το ξέρουμε καλά κι εγώ κι εσύ κι ο νάνος, που μοιραζόμαστε το μυστικό, πως θα ’ναι θαύμα να υπάρχει αλήθεια ο θησαυρός. Όμως το ψέμα δε θα μας βγει σε καλό, αυτό φοβάμαι. Δε θα πιάσουμε ούτε πτερύγιο φάλαινας ως το Βίσμπυ, οι άντρες θα αρχίσουν να ρωτάνε, και μετά το πρώτο λιμάνι το πράγμα θα γίνει ακόμα χειρότερο. Κι ο αναθεματισμένος ο Μπλομ τα έχει φορτώσει φυσικά όλα σε μένα, κι αν πάει κάτι στραβά, μάντεψε ποιος θα τη φάει από δαύτον!»
Πετάχτηκε όρθιος, νευριασμένος. Ο Φρανς τον χτύπησε φιλικά στον ώμο για να τον ηρεμήσει.
«Έλα, έλα, μην κάνεις έτσι» είπε. «Στο κάτω κάτω, ακόμα κι αν κάποιος από τους άντρες υποπτευτεί πως κάτι δεν πάει καλά, σιγά μη φανταστεί όλη την τρελή ιστορία με τον γέρο βρικόλακα και τα παραμύθια φαντασμάτων του! Θα βρούμε μια ηλίθια δικαιολογία...»
«...και θα μας σφάξουν στο γόνατο οι Νορβηγοί που αρπάξατε από το Ελσίνκι» συμπλήρωσε κυνικά τη φράση του ο Μάρκους.
«Ναι, ίσως δεν έπρεπε να μεθύσουμε αυτούς» παραδέχτηκε ο Φρανς. «Ενώ εσύ διάλεξες σοφά• δεν τον βλέπω τον δικό σου με πολλή διάθεση να δείρει» σχολίασε δείχνοντας τον Γιόνας με μια κίνηση του κεφαλιού.

Ο Μάρκους στένεψε τα μάτια ενώ καθόταν ξανά κάτω.
«Μην τον βλέπεις έτσι» έκανε. «Κάτι κρύβει αυτός. Και μόνο καλό δεν είναι, αν ρωτάς τη γνώμη μου.»

Απέναντί τους, νιώθοντας το επίμονο βλέμμα και των δύο καρφωμένο πάνω του, ο Γιόνας σηκώθηκε από το παλιό βαρέλι όπου ήταν καθισμένος και τους πλησίασε. Στάθηκε δίπλα στον Μάρκους, που δε γύρισε ούτε καν να τον κοιτάξει, σε αντίθεση με τον Φρανς που του χαμογέλασε φιλικά.
«Άκουω τι έχει να μου πει το φρέσκο αίμα» πέταξε ο Μάρκους τεμπέλικα.
«Ότι τελείωσα τις αγγαρείες σου» απάντησε ο Γιόνας. «Και άλλη φορά δώσε καμία και στους Νορβηγούς που όλη μέρα σήμερα τρόμαζαν τα ψάρια προσπαθώντας να τα πιάσουν.»
Ο Φρανς χαχάνισε. Ο Μάρκους απλώς ανασήκωσε μ’ ένα αμυδρό μειδίαμα τους ώμους του.
«Θα το σκεφτώ» έκανε. «Πώς πάει το κεφάλι στο μεταξύ;»
«Ήταν και καλύτερα άλλοτε, αλλά δεν παραπονιέμαι» είπε ο Γιόνας. «Μικρή τιμή για να δουλεύει κανείς στο φαλαινοθηρικό φάντασμά σας.»
«Πες το ψέματα» κούνησε ο Φρανς το κεφάλι του πάνω κάτω πρόθυμα.
Ο Μάρκους ξαφνικά τινάχτηκε σχεδόν όρθιος και ίσιωσε αμήχανα τα ρούχα του, αν και ζήτημα ήταν να πετούσε καμιά μικρή γωνία από το πουκάμισό του προς τα έξω.
«Τέλος πάντων» είπε. «Επειδή ήσουν καλός σήμερα, θα σου τη χαρίσω και θα πάρεις την πρώτη βάρδια, αυτή που τελειώνει πιο νωρίς. Για να ξεκουραστείς και λίγο» χαμογέλασε στο τέλος, σηκώνοντας από κάτω τη λάμπα φαλαινελαίου που κράταγε για φως δίπλα του. «Έλα.»
«Καλά, τα λέμε αργότερα» βιάστηκε να τους αποχαιρετήσει ο Φρανς και γύρισε σχεδόν τρέχοντας στο πανί που είχε παρατήσει ξεκρέμαστο.

Ο Μάρκους ανέβασε τον Γιόνας στο κατάρτι όπου παραδοσιακά καθόταν, από το πρώτο κιόλας ταξίδι του Μπέλουα, ο άντρας που είχε κάθε φορά το καθήκον να φυλάει σκοπιά. Ο νεαρός κοίταξε για λίγο τη θάλασσα από ψηλά• δεν ήταν ασυνήθιστο θέαμα για εκείνον, μα κάθε φορά του έκοβε την ανάσα, σαν να μην την είχε ξαναδεί ποτέ από εκεί πάνω να κυλάει σιωπηλή και ανεξερεύνητη προς το τέλος του κόσμου. Θυμήθηκε τον Ίνγκβαρ• πόσο είχε γελάσει με τον πανικό που είχε πάθει την πρώτη φορά που ανέβηκε σε κατάρτι!
Ο Μάρκους του άφησε στα χέρια τη λάμπα κι ετοιμάστηκε να κατέβει.
«Καλή διασκέδαση» έκανε. «Έχεις να φας τίποτα;»
Ο Γιόνας του έδειξε σιωπηλός τις τρεις τέσσερις στρατιωτικές γαλέτες* που είχε μοιράσει ο μάγειρας στο κάθε μέλος του πληρώματος στο συσσίτιο.
Ο Μάρκους σούφρωσε τα χείλη του.
«Και μόνο που τα είδα ανταριάστηκα» κορόιδεψε βαριεστημένα. «Έτσι μου ’ρχεται να τρυπώσω στην κουζίνα και να κλέψω από το φαΐ του Μπλομ• έτσι όπως λαγοκοιμάται συνέχεια αυτός ο τεμπέλης ο μάγειρας δε θα ’ναι και πολύ δύσκολο.»
Γέλασαν αχνά κι οι δύο.
«Αλλάζεις τη βάρδια σου στις δέκα μ’ έναν από τους Νορβηγούς» είπε ο Μάρκους φεύγοντας. «Καλά;»
«Καλά.»

Κι εξαφανίστηκε. Ο Γιόνας έγειρε στο κατάρτι κι ανάσανε βαθιά τον αλμυρό θαλασσινό αέρα. Τον περίμεναν τρεις ώρες σκοπιάς, στην ίδια θέση, με τα μάτια καρφωμένα στο νερό για τίποτε βράχους και παγόβουνα, μα κατά βάθος αυτή η μοναχική δουλειά του άρεσε σαν ιδέα. Δεν ήταν ότι τον ενοχλούσαν οι νέοι του συνάδελφοι• ο Φρανς του είχε φανεί συμπαθητικός και ο Μάρκους, όσο περίεργος κι αν ήταν, μάλλον είχε καλή καρδιά κάτω απ’ την επιφάνεια. Αν και μαζί του έπρεπε να προσέχει• το πρωί τον είχε υποπτευθεί για τα καλά. Έφταιγε βέβαια εκείνος κι η μικρή συνάντηση που είχε με την κόρη του Νταλ• κι οι δυο τους προδίδονταν χωρίς να το καταλαβαίνουν. Όπως και να ’χε, ο Γιόνας είχε ακούσει πως ο Μάρκους ήταν το δεξί χέρι του Μπλομ, και δεν ήθελε με τίποτα να φτάσει στ’ αυτιά του καπετάνιου η παραμικρή υπόνοια ότι είχε προηγούμενα με τον Νταλ.

Αυτόν μονάχα δεν μπορούσε ακόμα να χωνέψει. Τον κοιτούσε, τον σκεφτόταν και γινόταν ξαφνικά άλλος άνθρωπος, ξυπνούσε μέσα του ένα αγρίμι που δεν είχε ιδέα ότι το κουβαλούσε. Το μυαλό του γύριζε πίσω στη μέρα που τον είχε δει με τα ίδια του τα μάτια να ξεσπάει πάνω στο κορμί της μητέρας του• και μόνο στη θέα του εμπόρου άκουγε, σαν σε όνειρο, τα κλάματά της, τις κραυγές της όταν, άρρωστη, παραληρούσε και τον καταριόταν• και μόνο στη σκέψη ότι είχε τόσο κοντά του αυτό το τέρας, τρελαινόταν.
Είχε κρατήσει μέσα του, για τον εαυτό του και μόνο, την ιστορία αυτή για χρόνια. Ούτε καν με τον Ίνγκβαρ δεν είχε μοιραστεί όλη την αλήθεια. Ήταν εύκολο όσο είχε απλά ξεχάσει ότι ο Νταλ υπήρχε, όσο τον είχε χάσει από τα μάτια του, κι αυτόν και την Κλάρα. Η θάλασσα, τα καράβια, οι δυσκολίες αλλά και οι απολαύσεις της ναυτικής ζωής, ο καινούργιος κόσμος που είχε γνωρίσει εξαιτίας του Ίνγκβαρ, είχαν μαλακώσει κάπως το τραύμα. Στα καταστρώματα είχε βρει ένα μέρος όπου ανήκε, όπου δεν ήταν απλώς το μπασταρδάκι μιας πόρνης ή ένα σκουλήκι της κατώτερης τάξης που έπρεπε να ζει με τον φόβο μην το πατήσει η αθλιότητα που το τύλιγε. Η Λίλυα εξακολουθούσε να του λείπει, μα αν όσα κράταγε μέσα του για εκείνη ήταν τόσο καιρό μια φλόγα, τώρα, με την εμφάνιση του Νταλ, είχαν γίνει φωτιά που λαμπάδιασε.

Ένα ξαφνικό σύρσιμο από κάτω τον ξάφνιασε. Σηκώθηκε από τη θέση του κι έσκυψε προς το κατάστρωμα• το σκοινί που αιωρούνταν στην τύχη εδώ κι εκεί το παρατήρησε σχεδόν αμέσως και αναστέναξε. Πίσω του το μεγάλο πανί κρατιόταν ακόμα καλά από τα υπόλοιπα, αλλά κάποιος έπρεπε να το τακτοποιήσει. Κατέβηκε βιαστικά τη σκάλα έχοντας ταυτόχρονα τον νου του και στη θάλασσα τριγύρω. Το σκοινί το τσάκωσε γρήγορα, μα σάστισε όταν είδε, ακριβώς εκεί που έπρεπε να το δέσει, την Κλάρα.
Στεκόταν γερμένη στην κουπαστή, με την πλάτη της να τον κοιτάει κατάμουτρα. Ούτε που τον είχε δει.
Απ’ ό,τι φαίνεται δεν τους γλιτώνω με τίποτα, σκέφτηκε ο Γιόνας και άρχισε απρόθυμα να την πλησιάζει.
«Δεσποινίς;» έκανε διστακτικά από πίσω της, κι η Κλάρα γύρισε απότομα τρομαγμένη, συγκρατώντας με το ζόρι την κραυγή της.

Βλέποντάς όμως ποιος στεκόταν απέναντί της και καταλαβαίνοντας πως άδικα είχε φοβηθεί, ανάσανε μ’ ανακούφιση κι έβαλε το ένα της χέρι στην καρδιά της.
«Για όνομα του Θεού, μου έκοψες το αίμα!» τον κοίταξε θυμωμένα.
Ο τόνος της φωνής της και το βλέμμα της ήτανε τόσο απότομα, που εκείνος ξαφνιασμένος έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πίσω, ενώ η Κλάρα είχε αρχίσει να τα χάνει έχοντάς τον για πρώτη φορά μετά το λιμάνι τόσο κοντά της. Ξεροκατάπιε αμήχανα.
«Συγγνώμη, δε το ήθελα» απολογήθηκε ξερά ο Γιόνας και, χωρίς να της πει λέξη παραπάνω, χώθηκε από πίσω της κι άρχισε να δένει το σκοινί σφιχτά γύρω απ’ το σιδερένιο δαχτυλίδι, καρφωμένο στην κουπαστή γι’αυτόν τον σκοπό.
Ένιωσε τα μάτια της πάνω του και για μια στιγμή γύρισε και την λοξοκοίταξε ενοχλημένος. Η Κλάρα δεν μπορούσε να εξηγήσει τι την είχε πιάσει• η φωνή του μυαλού της της σφύριζε επίμονα να φύγει μακριά του, μα τα πόδια της δεν υπάκουγαν, λες κι είχαν κολλήσει ή καλύτερα καρφωθεί στο ξύλινο κατάστρωμα. Απόμεινε εκεί, δίπλα του, ψάχνοντας τι να πει για να σπάσει την αμήχανη σιωπή που μόνο το θρόισμα των κυμάτων την έσπαγε πού και πού, καθώς το Μπέλουα τα διέσχιζε έρποντας από πάνω τους σαν δυσκίνητο φίδι.
Τι να του πεις; Σε μισεί, μισεί κι εσένα και τον πατέρα σου, δεν τον είδες; επέμεναν οι κακές της σκέψεις, μα τις αγνόησε και έβηξε διακριτικά.

Τελειώνοντας με τον κόμπο, ο Γιόνας στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε περιμένοντας. Δεν ήξερε γιατί και δεν καταλάβαινε αν έκανε λάθος, αλλά ξαφνικά του φαινόταν πως η σιγουριά κι η ψυχρότητα που είχε δει το πρωί στα μάτια της είχαν χαθεί εντελώς. Τώρα τον κοίταζε παράξενα, σαν να ’χε αγωνία για κάτι, σαν να μην ήξερε τι να κάνει, ίσως και σαν...σαν να τον φοβόταν.
«Λοιπόν...» ξεκίνησε να του λέει και σταμάτησε αμέσως μετά.
Σιωπή ξανά.
«Ναι;» έκανε ερωτηματικά εκείνος.
Η Κλάρα αναστέναξε και χαμήλωσε τα μάτια της.
«Δεν είπα ποτέ ευχαριστώ» έκανε μόλις βρήκε το θάρρος, κι ο Γιόνας έσμιξε τα φρύδια του απορημένος.
«Σε μένα; Γιατί;» ρώτησε.
«Για τότε...στο λιμάνι. Όταν...ξέρεις, με έπιασες» αποκρίθηκε η Κλάρα• πρώτη φορά κόμπιαζε όταν μιλούσε σε άνθρωπο, εκτός ίσως από τον Βάλτερ. Κάτι της συνέβαινε, και ήταν ανίκανη να προσδιορίσει τι. Τον κοίταξε ξανά, και της φάνηκε ότι είδε μια υποψία χαμόγελου να ανασηκώνει τη μία άκρη των χειλιών του• όμως γρήγορα αυτή εξαφανίστηκε κι η έκφρασή του σκλήρυνε και πάλι.
«Δεν χρειαζόταν να με ευχαριστήσετε, δεσποινίς Νταλ» είπε κοφτά, κι έκανε να φύγει, μα το προσβεβλημένο γέλιο της τον σταμάτησε.

Ξαφνικά η Κλάρα ένιωσε τον θυμό να ανεβαίνει ίσαμε τον λαιμό της και να την πνίγει• α, όχι, αυτό το τελευταίο δεσποινίς Νταλ ήτανε ειπωμένο με τόση ειρωνία και τόσο δηλητήριο της φάνηκε πως έσταξε, που τα ξέχασε όλα, έσφιξε τις γροθιές της και τον κάρφωσε πάλι με τα μάτια όπως τις προηγούμενες φορές.
«Δεσποινίς Νταλ;» επανέλαβε έντονα και κοροϊδευτικά. «Αλήθεια; Τώρα θα κοροϊδευόμαστε και μεταξύ μας;»
Ο Γιόνας ανασήκωσε με προκλητική αδιαφορία τους ώμους του.
«Δεν καταλαβαίνω» πέταξε.
«Δε σε πιστεύω!» του ανταπάντησε η Κλάρα σταυρώνοντας τα χέρια μπροστά στο στήθος της και τον είδε απορημένη να γελάει προσποιητά.
«Αυτό είναι δικό σας πρόβλημα, δεσποινίς» έκανε. «Και τώρα να με συγχωρείτε, αλλά έχω και μια δουλειά να κάνω.»

Προσπάθησε ξανά να φύγει, μα τα βήματα της Κλάρας τον ακολούθησαν βιαστικά κάνοντάς τον να σφίξει τα χείλη του εκνευρισμένος.
«Τι θα γίνει; Θα μ’ αφήσεις ήσυχο;» της είπε απότομα.
«Είδα πώς κοίταζες τον πατέρα μου χθες βράδυ» αγνόησε την ερώτησή του η Κλάρα. «Τον θυμάσαι πολύ καλά, όπως κι εμένα. Δεν ξέρω τι έκανες, πώς μας βρήκες, πώς και γιατί κατάφερες να δουλέψεις εδώ, αλλά...»
«Μισό λεπτό, νομίζεις δηλαδή ότι το ζήτησα;» την έκοψε ο Γιόνας. «Ότι θα ήθελα ποτέ να δουλεύω για έναν μήνα σ’ ένα καράβι μ’ αυτόν επάνω και να είμαι αναγκασμένος να ξυπνάω κάθε μέρα και να βλέπω τα μούτρα του; Ή και σένα;»
Αυτό το τελευταίο χτύπημα βρήκε την Κλάρα απροετοίμαστη. Το ενοχικό της αίσθημα την κυρίευσε ύπουλα και την έκανε να ζαρώσει προς τα πίσω, ενώ ένιωθε εκείνα τα γνώριμα γαλάζια μάτια να τη σφάζουν, να την κρίνουν σκληρά κι ανελέητα.
Όταν μίλησε ξανά, σχεδόν ψιθύριζε.
«Πιστεύεις ότι...εγώ έφταιγα;» έκανε, αρχίζοντας να μετανιώνει για τις κατηγορίες που είχε ξεστομίσει πριν.
Ο Γιόνας κάγχασε.
«Φυσικά και δεν έφταιγες εσύ» είπε ξεχειλίζοντας από ειρωνεία. «Ούτε ο πατέρας σου, να φανταστώ, ούτε η μητέρα σου, ούτε και κανένας άλλος από εσάς τους αναμάρτητους ενάρετους! Είστε όλοι σας ίδιοι!»

Χωρίς να το καταλάβει είχε πλησιάσει πολύ κοντά της και στεκόταν από πάνω της απειλητικά, με τη γροθιά του σφιγμένη, ενώ εκείνη τον κοίταζε τρέμοντας σχεδόν, στριμωγμένη στην κουπαστή. Οι ανάσες πετάγονταν ακανόνιστα έξω από το στήθος και των δύο• τη δική του την έσπρωχνε προς τα έξω η οργή κι η αδικία, τη δική της την φυγάδευε βιαστικά ο πανικός. Σκέφτηκε να φωνάξει, μα δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Εκείνος αν ήθελε τη σήκωνε με το ένα χέρι και την έριχνε στη θάλασσα, ήταν τελείως ανυπεράσπιστη απέναντί του.
Ώσπου τον είδε να τραβιέται μακριά.
«Τι έγινε;» πέταξε αργόσυρτα. «Με φοβήθηκες; Φοβήθηκες μη σου κάνω ό,τι έκανε ο πατέρας σου σ’ εκείνη;»
Η φωνή του στο τέλος έσπασε.
«Ο πατέρας μου...» τόλμησε να πει η Κλάρα, μα ο Γιόνας την έκοψε ξανά.
«Ο πατέρας σου» έφτυσε σχεδόν, «μου πήρε ό,τι είχα και δεν είχα σ’ αυτόν τον κόσμο. Κι εσύ, όσο κι αν νομίζεις το αντίθετο, δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβεις.»

Ανάσανε βαθιά• ανάθεμα, αλήθεια τον έκανε άθλιο η εμφάνιση του δαίμονα ξανά στη ζωή του. Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι. Απομακρύνθηκε πιο πολύ από την φοβισμένη κοπέλα κι είπε χωρίς να την κοιτάζει:
«Απλά ξέχασέ με. Θα είναι και για τους δυο μας καλύτερο.»
Και εξαφανίστηκε, αυτή τη φορά για τα καλά. Δεν γύρισε να δει τι γινόταν πίσω του, αν η Κλάρα είχε μείνει εκεί ή είχε φύγει• δεν μπορούσε να βλέπει ούτε αυτήν τελικά, ίσως μάλλον ήταν χειρότερα. Σκαρφάλωσε βιαστικά στο κατάρτι, σαν να τον κυνηγούσε μια αόρατη σκιά, κι όταν έφτασε στήριξε το σώμα του πάνω στο ξύλο θέλοντας για πρώτη φορά πραγματικά να ουρλιάξει, ίσως και να κλάψει, γιατί η ζωή ήταν τόσο άδικη μαζί του ώστε να ρίξει ξανά στον δρόμο του τον μόνο άνθρωπο που ξυπνούσε μέσα του ένα μίσος τόσο δυνατό, που μπορούσε να τον κάνει τόσο τέρας όσο ήταν αυτός.

Χάθηκε σε σκέψεις ταραγμένες ως την ώρα που τον φώναξε ο Νορβηγός από κάτω για να αλλάξουν βάρδιες, και για ένα ακόμα βράδυ έμεινε ξάγρυπνος και παραδομένος στη σκοτεινιά που είχε βρει ύπουλα πάτημα στις πληγές που κουβαλούσε κι απειλούσε να τον καταβροχθίσει ολόκληρο. Κι εκείνος την άφηνε, και φαινόταν πως τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει...

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

γαλέτα ήταν μπισκότο φτιαγμένο από αλεύρι, αλάτι και νερό.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Αυτό θα πει φιλική προσέγγιση!

Τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο με την ελπίδα οι...δημόσιες σχέσεις να γίνουν καλύτερες, αλλιώς προβλέπονται πολλά δράματα στο ταξίδι...

Να είστε καλά :)

Continue Reading

You'll Also Like

110K 6K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...
711 11 43
Η Νίνα είναι μια κοπέλα της σύγχρονης εποχής, όπου δίχως την θέληση της καταλήγει σε έναν οίκο ανοχής και έρχεται αντιμέτωπη με τις αντιξοότητες και...
45.4K 2.7K 45
Σταύρωσα τα χέρια μου και έτριψα τα μπράτσα μου Κρυώνω πολύ άλλα σιγά μη του έλεγα Γιώργος "Μη περιμένεις να σου δώσω το φούτερ μου σαν φλώρος να μη...
31.1K 1.1K 28
Τι θα γίνει όταν επιστρέψει η ζωή μετά από 5 χρόνια Ελλάδα μαζί με τον γιό της; Θα είναι ξανά με τον Jack;