Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 713 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)

106 12 90
By Marypap04

Στο μεταξύ, στο σπίτι των Νταλ, πάντα απομακρυσμένο και μοναχικό, το πνεύμα της γιορτής είχε αρχίσει να πεθαίνει, μαζί με την ημέρα, που είχε ολότελα παραδοθεί στην αγκαλιά της σκοτεινής χειμωνιάτικης νύχτας. Όλα τα δωμάτια ήτανε φωτισμένα, μα τα πιο πολλά δεν είχαν ζωή• κανένας δεν περπατούσε μέσα τους. Μονάχα στον πύργο του Λούκας και στην κάμαρα της Κλάρας πήγαιναν πάνω κάτω οι υπηρέτριες, ετοιμάζοντας με φροντίδα τα απαραίτητα για το ταξίδι. Ένα ταξίδι του οποίου τον αληθινό λόγο ο Νταλ δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν εκτός από την οικογένειά του. Ωστόσο, τα νέα ταξίδευαν πίσω από την πλάτη του αυστηρού αφέντη του σπιτιού. Ο δύσμορφος μπάτλερ, που ήταν παρών τη νύχτα που γύρισε ο κύριός του στο σπίτι με τον χάρτη, σφύριξε όσα είχε δει στο αυτί της μαγείρισσας κι εκείνη τα πρόλαβε στη Σάννα. Η ροδομάγουλη κοπέλα τώρα ετοίμαζε τις φορεσιές του μικρού της αφέντη αμίλητη και περίλυπη για τον πατέρα του, που δεν είχε πια τρόπο να ξεφύγει από την κόλαση, μ’ αυτή τη νέα του τρέλα, στην οποία παρέσερνε και τα παιδιά του αδίστακτα.

Ο Λούκας έδειχνε ενθουσιασμένος παρ’όλα αυτά. Δεν τον χωρούσε ο τόπος από την ανυπομονησία. Από το πρωί ως το βράδυ τριγύριζε χωρίς να σταματήσει καθόλου μέσα στο σπίτι, στον κήπο, στον πύργο του. Κι είχε ταράξει τον πατέρα του στις ερωτήσεις για το ταξίδι, τον θησαυρό, το καράβι, τον καπετάνιο. Ερωτήσεις στις οποίες ο Νταλ απαντούσε πολύ πρόθυμα, ευχαριστημένος με την πλάνη πως ο γιος του είχε αρχίσει να σκέφτεται σαν αυτόν. Η μητέρα του από την άλλη είχε μαραζώσει. Μόνο που δεν είχε βάλει τα κλάματα• έκανε σαν ο Νταλ να επρόκειτο να στείλει τον Λούκας μακριά της για πάντα. Κάθε φορά που τον έβλεπε, τον φώναζε κοντά της, τον αγκάλιαζε σφιχτά, του χάιδευε τα μαλλιά, τον φιλούσε στο κεφάλι και στα μάγουλα. Ο Λούκας κάποια στιγμή γκρίνιαξε.
«Θα με σκάσεις, μαμά» παραπονέθηκε ευγενικά, προσπαθώντας να ξεφύγει από το σφιχτό της κράτημα.
Η Λίζμπεθ χαμογέλασε θλιμμένα, σκούπισε γρήγορα γρήγορα ένα δάκρυ που έκανε δειλά να κυλήσει στο λευκό της μάγουλο, τον άφησε και είπε σιγανά και κουρασμένα:
«Συγγνώμη, αγοράκι μου, αλλά θα μου λείψεις πολύ.»
Η Κλάρα, που στεκόταν κοντά στη φωτιά, παρατηρούσε τη σκηνή από μακριά με τα χείλη σφιγμένα. Δεν το πίστευε, αλλά ένα κομμάτι της είχε λυπηθεί για τη Λίζμπεθ κι ένα άλλο τη βασάνιζε με τύψεις για τις αμφιβολίες της ότι η μητέρα του Λούκας τον αγαπούσε αληθινά. Είδε τον μικρό να την κοιτάζει συμπονετικά και να παίρνει το ένα της χέρι στο δικό του.
«Μη στενοχωριέσαι» απάντησε. «Θα ξανάρθουμε. Και θα έχουμε βρει τον θησαυρό του Ολλανδού

Η Λίζμπεθ έγνεψε κουρασμένα και απομακρύνθηκε με αθόρυβα βήματα προς τη σκάλα. Ο γιος της την κοιτούσε μπερδεμένος• γιατί φερόταν σαν να ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπε; Γιατί ήταν όλοι στο σπίτι τόσο σκυθρωποί απόψε, ενώ ήταν Χριστούγεννα κι αύριο μια απίστευτη περιπέτεια ξεκινούσε; Πάνω στις ερωτήσεις που ξεφύτρωναν μία μία στο μυαλό του, ένιωσε ένα χέρι στον ώμο του και στράφηκε προς τα πίσω. Χαμογέλασε στην αδερφή του κάπως αβέβαια και την ακολούθησε στο τζάκι• έσκυψε προσεκτικά και μάζεψε από το πάτωμα μερικά βιβλία που είχαν παραπέσει εκεί.
«Χαίρομαι πολύ που θα έρθεις κι εσύ, Κλάρα» είπε ταυτόχρονα στην κοπέλα.
Όταν έφτασε ξανά κοντά της, εκείνη του χάιδεψε τα μαλλιά τρυφερά.
«Φυσικά και θα ερχόμουν• δε θα μπορούσα να σ’ αφήσω μόνο, μικρέ θαλασσόλυκε» αποκρίθηκε.
«Εσύ πιστεύεις πως θα βρούμε τον θησαυρό;» ρώτησε μετά ο Λούκας.
Η Κλάρα αναστέναξε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Εντελώς ξαφνικά, μια φωνή μέσα της την παρακίνησε να του πει όλη την αλήθεια. Πως θησαυρός δεν υπήρχε. Πως ο Μπλομ κι ο πατέρας τους ήταν και οι δύο τρελοί για δέσιμο, έτοιμοι, στο όνομα της αλαζονείας και της απληστίας τους, να επιχειρήσουν τη μεγαλύτερη τρέλα. Ποιος την έσωζε όμως ύστερα από τον Νταλ• έπρεπε να φροντίζει να του είναι αρεστή αν δεν ήθελε έναν δυσάρεστο γάμο για τιμωρία.
«Πιστεύω» είπε, «ότι πρέπει να ελπίζουμε για το καλύτερο, αλλά να μην απογοητευτούμε αν τελικά δεν είμαστε τυχεροί.»
Ο Λούκας έσμιξε τα φρύδια του. Τα γκριζοπράσινα μάτια του, όμοια με του πατέρα του, γέμισαν σκέψη. Αλλά τελικά χαμογέλασε πλατιά.
«Συμφωνώ, μάλλον» είπε σε τόνο παιχνιδιάρικο, φίλησε την αδερφή του πεταχτά στο μάγουλο για καληνύχτα κι έτρεξε στο δωμάτιό του.

Η Κλάρα έμεινε να χαζεύει τη φωτιά που έλαμπε και τριζοβολούσε στο τζάκι, πετώντας σπίθες εδώ κι εκεί και χαρίζοντας θερμά χρώματα και σκιές στο πρόσωπό της. Δεν ήξερε αν ήταν έτοιμη γι’αυτό το ταξίδι. Ο πατέρας της τελικά είχε, όλως παραδόξως, δεχτεί την πρότασή της, για δύο λόγους: πρώτον, αναγνώρισε ότι δε θα ήταν ικανός να αναλάβει για ενός μήνα ταξίδι την απόλυτη ευθύνη του γιου του - στη συνειδητοποίηση αυτή βοήθησε και η θύμηση του δικού του παιδικού ατυχήματος πάνω σε καράβι - και, δεύτερον, αποφάσισε να μη χαλάσει χατίρι στον Λούκας, που όταν έμαθε πως ίσως να τον συνόδευε η αδερφή του, καταχάρηκε.
Ο μικρός πετούσε στα σύννεφα ενός δικού του κόσμου, η Κλάρα όμως, προσγειωμένη στην πραγματικότητα, φοβόταν αυτό το ταξίδι. Ο Μπλομ δεν της άρεσε καθόλου• της κινούσε κάθε υποψία που θα μπορούσε να έχει για έναν άνθρωπο σαν εκείνον. Η μόνη της ελπίδα να είναι οι υποψίες της λάθος ήταν το ότι ο ευγενής και μετρημένος Βάλτερ ήταν δεμένος με αυτόν τον άνθρωπο και άρα κάποια καλή πτυχή του χαρακτήρα του θα ήξερε, κάποιο στοιχείο που εκείνη δεν μπορούσε να δει. Ακόμα κι αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει την αγωνία της, το προαίσθημα που της έλεγε πως κάτι παράδοξο, κάτι απρόσμενο κι ίσως δυσάρεστο μπορεί να συνέβαινε πάνω σ’ εκείνο το πλοίο.

Η φωτιά στο τζάκι σχεδόν έσβηνε και τα βλέφαρά της βάρυναν. Ύστερα από ώρα ανέβηκε στην κάμαρά της μ’ ένα κερί για φως, γδύθηκε, χτένισε χωρίς όρεξη τα μακριά ξανθά μαλλιά της κι έπεσε στο κρεβάτι της, αναγκάζοντας το μυαλό της να σκεφτεί οτιδήποτε εκτός από το αυριανό ταξίδι. Της ήρθε μια γνώριμη μελωδία στον νου. Τα χείλη της σχημάτισαν σιωπηλά τα λόγια καθώς τα μάτια της έκλειναν και την παρέδιδαν στον ύπνο.
«Λύκος ουρλιάζει στα σκοτεινά..»

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε με καθαρό ουρανό, μα γκρίζο και κατσούφη. Σαν τον ουρανό ήτανε κι ο Μάρκους μαζί με τους δυό φίλους του, τον Σάμι και τον Φρανς, όπως και το υπόλοιπο πλήρωμα του Μπέλουα, που έβριζε την κακή του τύχη. Όλη νύχτα ο ξανθός ναυτικός δεν είχε κλείσει μάτι• σκέφτηκε χίλιους τρόπους να γλιτώσει από τον Μπλομ μα κανένας δεν του φαινόταν εφικτός και τελικά εκνευρίστηκε κι αποφάσισε να υποταχθεί στη μοίρα του. Άλλωστε δεν είχε καλύτερη επιλογή. Μέχρι και με τον Μπλομ και την παραφροσύνη του, πάλι στη θάλασσα θα έβγαινε, όπως ακριβώς το ’θελε. Τον νάνο και τον γόη Φρανς τους επιστράτευσε για να τον βοηθήσουν να συλλέξει το πλήρωμα• συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί κατά τις πρώτες πρωινές ώρες στον Θαλασσόλυκο κι έκαναν τη συνεδρίασή τους. Ο Μάρκους δεν είχε παρά να επαναλάβει τα επιχειρήματα που είχε χρησιμοποιήσει ο Μπλομ το προηγούμενο βράδυ. Για τον θησαυρό δεν είπε λέξη. Μοιράστηκε τα σχετικά μονάχα με τον Φρανς και τον Σάμι, αφού τους όρκισε να μην μιλήσουν σε κανέναν άλλον.
«Είμαι τάφος» διαβεβαίωσε ο Σάμι.
«Έχουμε χάσει το μυαλό μας» σχολίασε ο Φρανς βαρύθυμα. «Ακούς εκεί θησαυροί και παραμύθια!»
«Το μεσημέρι» είπε ο Μάρκους, «ο Μπλομ θα είναι εδώ. Οι άλλοι τότε θα ετοιμάσουν το καράβι, αλλά εσάς σας χρειάζομαι για άλλες δουλειές.»
Το φρύδι του Φρανς ανασηκώθηκε σε ένδειξη απορίας, πράγμα που συνέβη αμέσως μετά και με τον Σάμι.
«Σαν τι δουλειές;» έκανε ο νάνος.

Ο Μάρκους έδειξε το μισογεμάτο μπουκάλι που του είχε βάλει στο χέρι ο Μπλομ χθες βράδυ.
«Αρπάξτε κι εσείς από ένα και εμπρός να ναυτολογήσουμε άντρες» εξήγησε, κι άλλοι δυό έμειναν κόκαλο. «Μη με κοιτάτε έτσι. Το ξέρω πρώτος απ’ όλους πως αυτό το πράγμα είναι άτιμο και παράνομο, μα δεν μπορούμε να πείσουμε ούτε τον πιο ανόητο της πόλης να μαρκάρει χωρίς συμβόλαια και εξασφαλισμένο μισθό.»

Αναστέναξε. Δεν του άρεσε καθόλου η βρωμοδουλειά που του ’χε αναθέσει ο Μπλομ. Ο καπετάνιος άλλωστε ήξερε καλά τις πικρές του εμπειρίες και θα έπρεπε, διάβολε, τουλάχιστον να τις σεβαστεί! Ο Μάρκους ποτέ του δε θα ξεχνούσε εκείνη τη μέρα, μία μέρα σαν όλες τις άλλες, που είχε κατέβει απλώς να βοηθήσει τον εργάτη πατέρα του στη δουλειά του στο λιμάνι, με τη μητέρα και τις αδερφές του να τους περιμένουν στο σπίτι μ’ ένα ζεστό πιάτο φαγητό. Και πού είχαν καταλήξει κι οι δυό τους; Ένα χτύπημα στο κεφάλι μ’ ένα άδειο μπουκάλι κι ο πατέρας του έπεσε ξερός στον δρόμο. Βλέποντας αυτούς που τον είχανε χτυπήσει να τον αρπάζουν έτσι αναίσθητο και να τον σέρνουν προς ένα καράβι που όπου να ’ναι έφευγε, ο μικρός Μάρκους έβαλε τις φωνές και τους πήρε στο κυνήγι. Ο καπετάνιος τον πήρε μάτι κι είπε γελώντας σατανικά να τον πάρουν κι εκείνον μαζί• όλο και κάπου θα φαινόταν χρήσιμος. Κι έτσι ο Μάρκους δεν ξαναείδε το σπίτι του για καιρό• πάτησε πάλι το πόδι του στο Ελσίνκι στα δεκαεννιά του, με τον πατέρα του να αναζητά απελπισμένος την χαμένη τους πια οικογένεια. Κι όλα είχαν ξεκινήσει από ένα καταραμένο άδειο μπουκάλι κρασί.

Ήταν γνωστή αυτή η τακτική των καπεταναίων όταν βρίσκονταν στην ανάγκη για ναύτες. Από το ένα μακρινό λιμάνι στο άλλο, συχνά τους άντρες τους αποδεκάτιζε το σκορβούτο ή όποια άλλη εξωτική αρρώστια κουβαλούσαν μαζί τους από τα πέρατα του κόσμου• μην έχοντας λοιπόν οι καπεταναίοι άλλον τρόπο να καλύψουν τα ελλείμματά τους σε ναύτες, μεθούσαν ή χτυπούσαν στο κεφάλι τον πρώτο τυχόντα και τον κουβαλούσαν στο καράβι. Ο Μπλομ σίγουρα απολάμβανε την ευκαιρία που του είχε δοθεί να εφαρμόσει αυτή την στρατηγική• γι’αυτόν οι ναύτες είχαν μηδαμινή αξία και του άρεσε να τους το θυμίζει με διάφορους τρόπους. Και τι καλύτερος τρόπος υπήρχε από το να τους δείξει ότι δεν είχαν ούτε καν την ελευθερία να διαλέξουν πού θα δουλέψουν μετά;

Ο Φρανς έξυσε το κεφάλι του.
«Και ποιον θα βαρέσουμε;» ρώτησε με ειλικρινή απορία. «Τους Νορβηγούς; Αυτοί θα κάνουν κι εμάς και τον Μπλομ μια μπουκιά.»
«Σιγά τα αίματα» σχολίασε ο Σάμι. «Αν θέλουμε τους βάζουμε κάτω άνετα.»
«Κι ύστερα ξύπνησες, νάνε» του πέταξε ο Φρανς καγχάζοντας, κι έφαγε μια δυνατή στο κεφάλι από τον παρεξηγημένο του συνάδελφο.
Ο Μάρκους ωστόσο αυτούς τους τρεις είχε σκεφτεί. Είχε παρακολουθήσει λίγη από τη συζήτησή τους• ήταν από το ίδιο καράβι και χωρίς δουλειά. Κι έπειτα, ο νους του πήγε και σε κάποιον άλλον, ίσως και άθελά του. Μα δε μίλησε στον Φρανς και τον Σάμι για εκείνον, χωρίς να ξέρει γιατί.
Πήρε το μπουκάλι παραμάσχαλα.
«Το απόγευμα σαλπάρουμε» έκανε σε επιτακτικό τόνο. «Κοιτάξτε να τη στήσετε στους Νορβηγούς• κάντε το γρήγορα να τελειώνουμε.»
Ο Φρανς δυσανασχέτησε.
«Μάρκους, με το συμπάθιο, φίλε, είστε σίγουροι κι εσύ κι ο Μπλομ ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος...» πήγε να πει.
«Μιλάμε για μια δουλειά που δε θα μας αφήσει πεντάρα στην τσέπη, Φρανς» τον έκοψε ο Μάρκους. «Ούτε μισθός, ούτε δικαίωμα στον θησαυρό φυσικά. Εσύ λες να υπάρχει άλλος τρόπος;» ρώτησε έπειτα.
Ο Φρανς το σκέφτηκε. Ανασήκωσε τους ώμους γνέφοντας καταφατικά.
«Πάσο» είπε λακωνικά, κι ύστερα από λίγο οι τρεις τους χωρίστηκαν.

Η εταιρεία που διαχειριζόταν το Μπέλουα παρέμενε κλειστή και σήμερα, καθώς ο διευθυντής, όπως είχε ενημερώσει ο Βάλτερ τον θείο του, είχε ταξιδέψει προς τα βόρεια για να περάσει τα Χριστούγεννα με κάποιους μακρινούς του συγγενείς - αν και οι περισσότεροι συνέταιροί του πόνταραν περισσότερο σε μια μικρή φλογερή ερωμένη. Όλα κάλυπταν την προσεκτικά σχεδιασμένη τρέλα του Μπλομ: θα ετοίμαζε το πλοίο, θα έχωνε στα μουλωχτά μέσα τους ναύτες με τις μεθόδους τρομοκρατίας που είχε σκαρφιστεί κι όταν θα άνοιγε πανιά κανείς δε θα μπορούσε πια να τον σταματήσει. Ούτε συνέπειες τον περίμεναν στην επιστροφή, μιας και θα ήταν πλούσιος και θα μπορούσε να πουλήσει και να αγοράσει και τον διευθυντή και τους συνεταίρους και την ερωμένη, που φήμες έλεγαν πως ήταν μια ξεπεσμένη αλλά υπερβολικά χαριτωμένη Ρωσίδα αριστοκράτισσα.

Παρ’όλο που ώρες ώρες αυτά τα σχέδια κι οι ονειροπολήσεις του θείου του διασκέδαζαν τον Βάλτερ, επέμενε να αρνείται να επιβιβαστεί κι εκείνος στο πλοίο.
«Όχι, θείε» έκανε κοιτώντας τον άντρα έντονα στα μάτια, κι ο Μπλομ ξεφυσούσε δυσαρεστημένος, σαν κουρασμένο άλογο που το είχαν βάλει να οργώνει απ’ το πρωί ως το βράδυ.
«Είσαι βλάκας με περικεφαλαία, Βάλτερ Κάρλσον» του αποκρίθηκε. «Ο μουρλός ο Νταλ θα φέρει στο ταξίδι και την κόρη του, δε σου είπα; Ξέρεις τι σημαίνει αυτό;»
«Ότι ο κύριος Νταλ δεν έχει ιδέα πώς μεγαλώνεις μια κόρη;» μουρμούρισε ο Βάλτερ κι αναλογίστηκε με ποια πρόφαση μπορεί να είχε σύρει ο έμπορος το δύστυχο κορίτσι σ’ όλη αυτή την ιστορία• πόσο μάλλον τον γιο του, που ήταν μόλις δέκα χρονών!
Ο Μπλομ σούφρωσε τα χείλη του.
«Σημαίνει, κύριε έξυπνε» είπε, «ότι έχεις μια μοναδική ευκαιρία να την κερδίσεις. Με τον γελοίο αλλά χρήσιμο ιπποτισμό σου και λίγες συμβουλές του θείου σου, ο ένας μήνας που θα είσαστε στο ίδιο πλοίο μαζί φτάνει και περισσεύει για να σας κατεβάσουμε αρραβωνιασμένους!»
Ο νεαρός κούνησε το κεφάλι του, τα τελευταία λόγια όμως του καπετάνιου δεν του είχαν περάσει αδιάφορα. Σαν να άρχιζε να το σκέφτεται, καθώς κοίταζε βαριεστημένος έξω από το παράθυρο. Μιας κι η εταιρεία ήταν κλειστή, δεν είχε τίποτε να κάνει αυτό το πρωινό. Έβαλε καπέλο και σακάκι μόνος του και βγήκε χωρίς να το ανακοινώσει σε κανέναν για περίπατο, να τον χτυπήσει λίγο στο πρόσωπο ο κρύος θαλασσινός αέρας και να συλλογιστεί αν άξιζε τον κόπο να μπλεχτεί στο θεότρελο κυνήγι του θησαυρού μόνο και μόνο για εκείνα τα μπλε μάτια που είχαν αποτυπωθεί με κάθε λεπτομέρεια στην καρδιά του.

Ο ίδιος αέρας, που λυσσομανούσε εδώ και λίγη ώρα παίζοντας με το νερό και τα παράθυρα των σπιτιών παιχνίδια άγρια και θορυβώδη, συντρόφευε και τον Γιόνας καθώς τριγυρνούσε σε όλους εκείνους τους δρόμους που ο Βάλτερ και ο κάθε νεαρός της τάξης του Βάλτερ απέφευγε στον περίπατό του. Ο αέρας στις ταπεινές γειτονιές της κατώτερης τάξης δεν ήταν και πολύ αναζωογονητικός• θύμιζε στους γεννημένους με ευγενικό αίμα ή τσέπες γεμάτες όσα επέλεγαν να κλείνουν έξω από τα μεγάλα σπίτια τους, ξεγελώντας τους εαυτούς τους πως αφού δεν τα έβλεπαν, δεν υπήρχαν. Ο Μπλομ αδιαφορούσε για τους κατώτερούς του, ο Άλφρεντ Νταλ τους στιγμάτιζε ως σκουλήκια, ο Βάλτερ αναρωτιόταν ώρες ώρες πώς μπορεί να ένιωθαν, ο Γιόνας το ήξερε. Σαν κι αυτούς ήταν κι εκείνος• σαν το ξανθό κορίτσι που δυο νύχτες πριν τον είχε οδηγήσει στο ετοιμόρροπο δωμάτιο με το ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι και, ύστερα από δισταγμό και φόβο πολλής ώρας, του είχε ψελλίσει πως ήταν η πρώτη της φορά κι αν μπορούσε να μην την πονέσει. Έβγαλε τα ρούχα της τρέμοντας ολόκληρη. Κι ύστερα από εκείνα τα λίγα λεπτά, την πήρε απρόσμενα ο ύπνος στην άκρη του κρεβατιού, με το σώμα της κολλημένο στο δικό του, κουρασμένη κι ανακουφισμένη που εκείνος την είχε ακούσει κι ήταν προσεκτικός μαζί της. Ο Γιόνας σηκώθηκε κι έφυγε αθόρυβα ύστερα από λίγο, αφήνοντάς την μόνη και κοιμισμένη. Εκεί που είχε πετάξει το κουρελιασμένο της φουστάνι πριν ξαπλώσουν, άφησε και την αμοιβή της.

Για την υπόλοιπη νύχτα έμεινε άυπνος, με το μυαλό του ακόμα να γυρνάει σε εκείνη. Την είχε λυπηθεί• ποιος ήξερε τι την περίμενε αύριο και μεθαύριο και την επόμενη μέρα. Αυτά ήταν που δεν άντεχε να βλέπει όταν επέστρεφε στην πόλη του. Βέβαια, η δυστυχία αυτή υπήρχε σ’ όλα τα λιμάνια, παντού, μα στο Ελσίνκι τον σημάδευε, του θύμιζε τα χρόνια που ήταν μέρος της. Το πώς είχε χάσει τα πάντα, παιδί ακόμα, κι είχε αναγκαστεί για να ξεφύγει από έναν κακό δαίμονα - όπως τον έλεγε στα παραληρήματά της εκείνη όταν ήταν άρρωστη κι αυτός ξαγρυπνούσε δίπλα της - να ξαναρχίσει τη ζωή του πάνω στα καταστρώματα. Στη σκέψη της τα μάτια του σκοτείνιασαν. Γύρισε από την άλλη και προσπάθησε να κοιμηθεί, να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο. Και τώρα περιπλανιόταν στην προκυμαία και κοιτούσε τη θάλασσα• αναρωτιόταν πού θα μπορούσε να τον βγάλει αυτή τη φορά.

Το μεσημέρι στους δρόμους του λιμανιού εμφανίστηκε η άμαξα των Νταλ, με επιβάτες τον Άλφρεντ, τον Λούκας και την Κλάρα. Ο μικρός είχε ανασηκωθεί από τη θέση του και με περιέργεια κοιτούσε έξω από το παράθυρο δίπλα του. Οι Νταλ δεν πήγαιναν συχνά στην πόλη, με την εξαίρεση του Άλφρεντ, που δούλευε εκεί κάθε μέρα, έτσι κάθε ταξίδι εκεί ήταν συναρπαστικό για τον Λούκας• και για την Κλάρα, όταν ήταν μικρή και τύχαινε να επισκέπτεται το Ελσίνκι, κυρίως με τη Λίζμπεθ ή, για όσο εργαζόταν ως γκουβερνάντα της, με τη μανούλα Βίλμα. Η Κλάρα ήξερε καλύτερα από τον αδερφό της την πόλη και κοιτούσε το τοπίο μόνο και μόνο για να ξεγελάσει την αγωνία της για το ταξίδι. Το χιόνι είχε σταματήσει για τώρα να πέφτει. Λόφοι από αυτό υπήρχαν μπόλικοι εδώ κι εκεί σε άκρες του δρόμου και πολλές σκεπές ήταν καλυμμένες από παχιές λευκές στρώσεις χιονιού, μα ο δρόμος για την άμαξα ήταν καθαρός και κινούνταν χωρίς προβλήματα προς τον προορισμό τους. Ο Μπλομ είχε ορίσει ως σημείο συνάντησης το παρακμιακό ταβερνάκι του Θαλασσόλυκου, κάτι που ο Άλφρεντ Νταλ το βρήκε βέβαια κάπως σκανδαλώδες. Αλλά ποιος νοιαζόταν; Σ’ έναν μήνα θα είχε αρκετά χρήματα για να εξαφανίσει από προσώπου γης κάθε σκάνδαλο και κάθε κακή φήμη. Το χαμόγελο του, πλατύ κι ονειροπόλο, έφτασε ως τα μάτια του. Ο θησαυρός...Τι θα του έλειπε ύστερα; Όλα θα ήταν τόσο απλά, τόσο εύκολα. Το μέλλον τόσο σίγουρο. Το άφθονο χρήμα του φαινόταν ικανό ακόμη και τις τύψεις και τα βάσανα του παρελθόντος να σβήσει. Να εξαφανίσει την Έμπα για πάντα από τη μνήμη του. Την κόρη της για πάντα από το σπίτι του. Ποιο σπίτι του; Θα αγόραζε καινούργιο σπίτι, τι να το κάνει αυτό που είχε τώρα και που στους τοίχους του κρύβονταν τόσες μαύρες αναμνήσεις; Όλη του η ζωή θα άλλαζε. Ας ήταν καλά εκείνος ο κακομοίρης γέρος που του φανέρωσε το μυστικό του.

Είδε τον Θαλασσόλυκο να ξεπροβάλλει ανάμεσα στα σπίτια και τις διπλανές ταβέρνες και τα χαμηλά μαγαζάκια. Έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο.
«Σταμάτα!» διέταξε τον αμαξά κι αυτός τράβηξε τα γκέμια, κόβοντας την πορεία των αλόγων.
Ο Άλφρεντ Νταλ φόρεσε το καπέλο του. Η Κλάρα ξεροκατάπιε. Ήρθε η ώρα, σκέφτηκε τρέμοντας από μέσα της και προσευχήθηκε να πήγαιναν όλα όσο καλά θα μπορούσαν να πάνε.
Οι ήχοι της πόλης εισέβαλαν στα αυτιά της έντονα καθώς η πόρτα της άμαξας άνοιγε και το χέρι του υπηρέτη απλωνόταν για να πιάσει το δικό της και να τη βοηθήσει να κατέβει. Το κρύο την χτύπησε κατάστηθα• έσφιξε γερά την κάπα που φορούσε κι έψαξε με τα μάτια τον αδερφό της. Τον κρατούσε όμως ήδη ο πατέρας της από το χέρι. Την κοίταξε ψυχρά και της έκανε ένα κοφτό νεύμα να τους ακολουθήσει καθώς οι δυο τους προπορεύονταν προς το μικρό ταβερνάκι. Εκείνοι ήταν αρσενικοί και κανείς δεν έμπαινε στον κόπο να τους κοιτάξει, αλλά η Κλάρα ένιωθε σε κάθε της βήμα μάτια αντρών που περνούσαν δίπλα της να καρφώνονται πάνω της και να την εξερευνούν από την κορφή ως τα νύχια. Περπατούσε βιαστικά με το κεφάλι σκυμμένο και παρακαλούσε να μην είναι μακριά το σημείο συνάντησης του καπετάνιου.

Πίσω της πήγαινε αγκομαχώντας και ο αμαξάς, φορτωμένος τα πράγματά και των τριών τους. Σίγουρα ήταν πολύ περίεργο θέαμα η πομπή αυτή, καταμεσής του λιμανιού. Από κάπου εμφανίστηκε ένας μεθυσμένος που τους κοίταξε κι έβαλε τα γέλια. Σε λίγο η Κλάρα είδε τον πατέρα της και τον Λούκας να σταματούν μπροστά στην παλιά ταβέρνα με την φθαρμένη επιγραφή και πλησίασε προς το μέρος τους σχεδόν τρέχοντας. Στο μεταξύ, οι ναύτες του Μπλομ έβγαιναν ο ένας μετά τον άλλον από την πόρτα, για να φορτώσουν και να ετοιμάσουν το καράβι για το ταξίδι. Το μεσημέρι σιγά σιγά έμπαινε στις βαθιές του ώρες. Ο ουρανός όμως εξακολουθούσε να είναι καθαρός και τίποτα δεν προμήνυε καταιγίδα ή σύννεφα. Μονάχα το τοπίο σκοτείνιαζε κάθε ώρα που περνούσε όλο και πιο πολύ. Το κύμα έσκαγε στην ακτή τεμπέλικα, βαριεστημένα, σαν να μην περίμενε κανέναν, να μην ανυπομονούσε να σπρώξει κανένα καράβι στη θάλασσα. Κάτω από τον σκοτεινό ουρανό, το νερό, έμοιαζε σκούρο κι αυτό, βαθύ κι απόμακρο. Απειλητικό. Σαν να έκρυβε από κάτω τερατόμορφα κήτη, ναύτες πνιγμένους και τρομερά ναυάγια, σαν αυτό του Ιπτάμενου Ολλανδού που αναζητούσαν εκείνοι. Η Κλάρα έριξε μια μεγάλη, ερευνητική ματιά στη θάλασσα κι αναστέναξε.

Στεκόταν με την πλάτη γυρισμένη στον τοίχο, λίγο μακρύτερα από την είσοδο του Θαλασσόλυκου. Ο Άλφρεντ Νταλ, κάνοντας νόημα στον αμαξά που περίμενε παραδίπλα να έχει για λίγο τον νου του στον Λούκας, πλησίασε κοντά της.
«Εσύ μπορείς να περιμένεις έξω• δεν είναι μέρος αυτό για κοπέλες» τη συμβούλεψε, και για μια στιγμή η Κλάρα νόμισε ότι άκουσε ειλικρινή πατρική έγνοια στη φωνή του. «Αν όμως νιώσεις τον παραμικρό κίνδυνο, μπες και αναζήτησέ μας. Θα είμαι με τον καπετάνιο Μπλομ» συνέχισε ο Νταλ συγυρίζοντας τα ρούχα του.
«Κι ο Λούκας;» ρώτησε η Κλάρα. «Θα τον πάρετε μαζί σας μέσα εκεί; Ούτε για μικρά παιδιά είναι το μέρος.»
Ο Νταλ γέλασε. Την κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω.
«Πόσο μοιάζεις στη μάνα σου» έκανε εντελώς ξαφνικά. «Κι αυτή έτσι ήταν• όλο ερωτήσεις κι αντιδράσεις.»
«Σας απαγορεύω να μου μιλάτε για αυτήν, πατέρα» είπε η Κλάρα κοιτώντας τον στα μάτια κι οι γροθιές της σφίχτηκαν. Ο Νταλ κάγχασε.
«Γιατί την υπερασπίζεσαι;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Ποτέ δε νοιάστηκε για σένα έτσι κι αλλιώς.»
«Ούτε κι εσύ» αποκρίθηκε η Κλάρα, μιλώντας του πρώτη φορά έτσι. «Αλλά η μητέρα μου πέθανε από δυστυχία και πίκρα αφού έμαθε τι συνέβαινε κάτω από τη μύτη της! Με τις ερωμένες σου και χειρότερα με...»
«Αρκετά!» την έκοψε ο Νταλ καταβάλλοντας φανερά προσπάθεια να μη φωνάξει. «Πώς τολμάς να με αμφισβητείς, πώς τολμάς να με κρίνεις; Ποια νομίζεις ότι είσαι;»
«Η κόρη σου» απάντησε η Κλάρα θαρρετά, κοιτάζοντας από την άλλη.

Ο Άλφρεντ τα έχασε. Έμεινε χάσκοντας να την κοιτάζει. Ποτέ άλλοτε δεν του είχε φανερώσει έτσι ανοιχτά τη δύναμη που μπορούσαν να έχουν τα λόγια της, τις μνήμες που όσο εκείνος προσπαθούσε να θάψει τόσο εκείνη κρατούσε ζωντανές για να του τις πετάξει σαν μαχαίρι που θα τον χτύπαγε κατάστηθα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε αδύναμος να κοιτάξει μέσα σ’ εκείνα τα μπλε μάτια, τα ολόιδια με της συγχωρεμένης της Έμπα, κι έτσι γύρισε το κεφάλι του, κάλεσε τον Λούκας κοντά του και διέταξε τον αμαξά:
«Πήγαινε στο καράβι, να σου πουν πού θα φορτώσεις τα πράγματά μας.»
Ξεφυσώντας, εκείνος απομακρύνθηκε, σέρνοντας με το ζόρι τις βαλίτσες και τους μπόγους, σαν κανένα κακόμοιρο φορτωμένο μουλάρι. Ο Λούκας έψαξε τα μάτια της Κλάρας με τα δικά του ανήσυχος, κι εκείνη του χαμογέλασε καθησυχαστικά. Η μία άκρη των χειλιών του ανασηκώθηκε σε ένα μικρό χαμόγελο που της ανταπέδωσε. Ο πατέρας του τότε τον χτύπησε απαλά δυο τρεις φορές στον ώμο, τραβώντας του την προσοχή.
«Τι είναι;» ρώτησε ο μικρός.
«Πάμε να γνωρίσεις τον καπετάνιο, Λούκας» έκανε ο Νταλ. «Σε λίγη ώρα θα πρέπει άλλωστε να...» πήγε να συνεχίσει, μα του έκοψε την φράση κάτι που έψαχνε στις τσέπες του και δεν το έβρισκε. «Να πάρει» είπε. «Το ρολόι μου• πρέπει να το ξέχασα στην άμαξα. Κι αυτός δεν είναι εδώ για να του πω να το φέρει.»

Κοίταξε προς τα πίσω, μα ο υπηρέτης ήταν ήδη μακριά. Η Κλάρα έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Θα τον βρω εγώ» είπε, θέλοντας μέσα στον εκνευρισμό της οτιδήποτε άλλο εκτός από το να στέκεται και να περιμένει σαν παρατρεχάμενη τον κύριο Νταλ και τον εξίσου αντιπαθητικό συνοδό του, τον Μπλομ.
Ο Άλφρεντ την κοίταξε περίεργα.
«Είσαι σίγουρη;» ρώτησε.
«Είναι σχεδόν δίπλα» απάντησε η κοπέλα έχοντας ήδη ξεκινήσει. «Δεν πρόκειται να πάθω τίποτα.»

Και προχώρησε. Τις τελευταίες μέρες ο πατέρας της της έδινε συνεχώς λόγους να τον αντιπαθεί όλο και πιο πολύ, έβρισκε διαρκώς τρόπους να μεγαλώνει την πικρία που ένιωθε για εκείνον. Η αναφορά στην Έμπα είχε ξεχειλίσει το ποτήρι. Η Κλάρα μπορεί να μην είχε καταφέρει να αγαπήσει τη μητέρα της, ο θάνατός της όμως και κυρίως όσα είχαν προηγηθεί ήταν ένα τραύμα που θα τη στοίχειωνε μάλλον για πάντα, ώσπου να άφηνε κι εκείνη την τελευταία της ανάσα. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον τρόπο που την είχε δει να πέφτει αναίσθητη στο πάτωμα, τις φωνές της. Η φρίκη χειροτέρεψε όταν, μεγαλώνοντας, μπόρεσε πια να καταλάβει ακριβώς τι είχε συμβεί και ποια ήταν η αιτία του ξεσπάσματος της Έμπα• και μίσησε τον πατέρα της, για πρώτη φορά πραγματικά τον μίσησε, κι έκανε καιρό να κατευνάσει αυτό το μίσος.
Κατέβηκε στον δρόμο, μα, νευρική και βιαστική καθώς ήταν, δεν πρόσεξε καθόλου αυτόν που περνούσε δίπλα της• πρώτα ένιωσε να χτυπάει επάνω του, τα πόδια της μπερδεύτηκαν, φώναξε ξαφνιασμένη και θα είχε βρεθεί πεσμένη καταγής αν εκείνος δεν άπλωνε γρήγορα τα χέρια του για να την πιάσει, κοντανασαίνοντας. Η Κλάρα ενστικτωδώς αρπάχτηκε από τον ώμο του και μαρμάρωσε από τη σαστιμάρα όταν σήκωσε το κεφάλι της για να τον αντικρίσει.

Τα μάτια του ήταν τα πρώτα που τράβηξαν την προσοχή της. Αυτά τα μάτια, αυτά τα γαλάζια μάτια, ένιωσε ότι τα ήξερε πολύ καλά, αμέσως μόλις συνάντησαν τα δικά της. Κάπου τα είχε ξαναδεί, σίγουρα. Κάτι αόριστο ξύπνησε ξαφνικά στο μυαλό της κι έκανε τους χτύπους της καρδιάς της να επιταχύνουν αξιοθαύμαστα. Δεν μπορεί ένας τυχαίος άγνωστος να είχε κάνει το στομάχι της να σφιχτεί έτσι, να της έφερνε στον νου θολές και αόριστες μνήμες που, αν και δεν τις ξεχώριζε, είχε το προαίσθημα πως δεν ήταν και οι πιο ευχάριστες. Αμέσως ειρωνεύτηκε τις ίδιες της τις σκέψεις: και τι σε ολόκληρη την παιδική της ηλικία ήταν ευχάριστο; Το σκοτάδι και τα σύννεφα που την τριγύριζαν όλα εκείνα τα χρόνια διαλύθηκαν μόνο όταν γεννήθηκε ο Λούκας και απέκτησε κάποιον που την αγαπούσε αληθινά και μπορούσε κι εκείνη να τον αγαπήσει. Πριν από αυτό, οι μνήμες ήταν μαύρες. Κι αυτό που πάσχιζε τώρα να ξεκαθαρίσει ήταν τι θέση μπορεί να είχε αυτός ο άντρας που κοίταζε τώρα μέσα τους.
Γιατί αν έκρινε από τον τρόπο που την κοιτούσε κι εκείνος με τη σειρά του, μάλλον δεν ήταν η μόνη από τους δυό τους που αισθάνθηκε ότι κάτι γνώριμο υπήρχε. Ο κοκκινομάλλης τα είχε χάσει, κι η Κλάρα δεν ήταν τόσο αυτάρεσκη και ανόητη - όπως πολλά κορίτσια της τάξης και της ηλικίας της - ώστε να πιστέψει ότι αυτό οφειλόταν στην ομορφιά της• αν και θα είχε δίκιο από μια άποψη αν το πίστευε.

Βγήκε απότομα από το πείσμα της να θυμηθεί. Χωρίς να παίρνει στιγμή το βλέμμα της από το δικό του, τόλμησε να προσπαθήσει να τραβηχτεί. Για μια στιγμή τον φοβήθηκε• οι ναυτικοί και οι αλήτες του λιμανιού κανείς δεν μπορούσε να ξέρει τι διαθέσεις είχαν και τι έκαναν όταν τους δινόταν η ευκαιρία να βρεθεί μια κοπέλα στα χέρια τους. Εκείνος όμως, αφού βεβαιώθηκε δίχως να της πει λέξη ότι στεκόταν στα πόδια της, τράβηξε τα χέρια του και πήρε τον δρόμο του μακριά της, κάπως διστακτικά στην αρχή αλλά πιο αποφασιστικά μετά. Δεν ξαναγύρισε προς το μέρος της κι εκείνη σε λίγο τον έχασε εντελώς από τα μάτια της κι έτρεξε γρήγορα προς την αντίθετη κατεύθυνση, ακόμη μπερδεμένη και απορημένη. Ποιος ήταν άραγε και πού μπορεί να νόμιζε ότι τον είχε ξαναδεί;

Την επόμενη στιγμή, από ένα στενό κατασκότεινο δρομάκι που είχε αφήσει για τα καλά πίσω της, το τελευταίο σημείο όπου τον είχε δει να χάνεται, ακούστηκε ο ήχος ενός μισοάδειου μπουκαλιού που έσπαγε κι ο θόρυβος ενός σώματος που έπεφτε βαρύ στο έδαφος, μαζί με τα χίλια θρύψαλα του γυαλιού. Πετώντας μακριά τα άχρηστα απομεινάρια του πιο παλιού και βίαιου οργάνου ναυτολόγησης, ο Μάρκους κοίταξε αναστενάζοντας δυσαρεστημένος τον αναίσθητο Γιόνας, πεσμένο μπροστά στα πόδια του, πριν τον σηκώσει βιαστικά στους ώμους του και πάρει τον δρόμο για το Μπέλουα που περίμενε σ’ έναν από τους μοναχικούς κάβους με τους ναύτες να εργάζονται πυρετωδώς γύρω του τη στιγμή που θα ξανοιγόταν στο κρύο νερό για την απίθανη αποστολή του. Κι η στιγμή αυτή δεν ήταν πια καθόλου μακριά, αλλά πλησίαζε όλο και περισσότερο. Τα κύματα άφριζαν τώρα λαίμαργα, μην μπορώντας να περιμένουν να αγκαλιάσουν από παντού το παλιό φαλαινοθηρικό και να το σπρώξουν προς το μυστικό σημείο της θάλασσας όπου το όνειρο περίμενε τους δύο άπληστους τυχοδιώκτες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Μεγάλο κεφάλαιο το σημερινό, με πολλά πρόσωπα και πολλές εξελίξεις.

Έχει άραγε δίκιο η Κλάρα με το κακό της προαίσθημα; Μπορεί το ταξίδι να επιφυλάσσει κάτι καταστροφικό;

Η συνέχεια, ελπίζω, σύντομα...

Continue Reading

You'll Also Like

92.3K 8.5K 24
Έπρεπε να εκτελέσει μια απλή εντολή... Να φέρει πίσω τον πρίγκιπα. Τον δαίμονα που όμοιο του , δεν είχε ξαναδεί κανείς. Κατά πόσο θα τον βρει; Είν...
1.6M 39.3K 30
❝Warrior child, you carry such coldness in your veins. War-torn child, you carry such loneliness in your bones. War-born child, you carry such horror...
110K 6K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...
3.1M 161K 50
After finally graduating high school, eighteen year old Elizabeth Proctor is pressured into a party at sea. When things go wrong, she finds herself t...