Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλα...

By Marypap04

5.8K 709 3.8K

Στη Φιλανδία της δεκαετίας του 1850, ένας πλούσιος ξεπεσμένος ιδιοκτήτης εμπορικής εταιρείας κι ο πρώην καπετ... More

Ο Θησαυρός του Ιπτάμενου Ολλανδού
Playlist
Φιλική σημείωση
Αφιέρωση
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (Ι)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (I)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9ο (V)
Β' μισό βιβλίου
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (ΙV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12ο (V)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (Ι)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (ΙΙΙ)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (IV)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14ο (V)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Ι)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (ΙΙ)
Ευχαριστίες

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο (Ι)

134 12 71
By Marypap04

Ήτανε το βράδυ πριν την σκοτεινή αυγή, με το δωδέκατο χτύπημα του ρολογιού, της μέρας πριν την παραμονή των Χριστουγέννων. Δεκαεννιά ολόκληρα χρόνια πριν, τέτοιο βράδυ είχε ξεκινήσει, με τη γέννα μιας ανεπιθύμητης κόρης, να μπαίνει σε κίνηση ο τροχός που έφερε στο τέλος την καταστροφή στο σπιτικό των Νταλ. Η Έμπα κι ο Άλφρεντ δε γιόρταζαν ποτέ τα γενέθλια της Κλάρας και δεν θυμούνταν τι μέρα είχε γεννηθεί• όταν όμως μπήκε στο σπιτικό η Λίζμπεθ και γεννήθηκε ο Λούκας αργά το βράδυ της 22ης του Δεκέμβρη, ο Νταλ θυμήθηκε πως λίγο αργότερα πρέπει να είχε γεννηθεί κι η κόρη του. Έτσι, υπολόγιζαν πως τα δυό παιδιά συμπτωματικά είχαν έρθει την ίδια μέρα στον κόσμο. Η αλήθεια όμως ήταν πως η Κλάρα είχε δει το πρώτο της φως μια νύχτα σαν κι αυτή, που πλησίαζε σιγά σιγά την μεγάλη γιορτή του χειμώνα για την έλευση του Μεσσία στον κόσμο των ανθρώπων.

Έξω από τα παράθυρα των σπιτιών, που έλαμπαν στο σκοτάδι σαν μυριάδες χλωμά φωτάκια, το χιόνι έπεφτε, παχύ και κατάλευκο, στις στέγες και τους δρόμους, βυθίζοντας τα πάντα σε νάρκη κάτω από το παγερό του στρώμα. Στην πιο πολύβουη πλευρά της πόλης το σκόρπιζαν μακριά ίχνη από μπότες και ρόδες άμαξας. Το χιόνι το είχαν συνηθίσει για αιώνες στα μέρη τους οι άνθρωποι, το είχαν κάνει φίλο τους και ζούσαν μαζί του για πολλούς μήνες. Αρκετές χρονιές, έπεφτε από τον Νοέμβριο μέχρι τον Μάιο, χώρια το κρύο που έφερνε μαζί του από τον παγερό ουρανό πάνω απ’ τα κεφάλια του κόσμου. Παρ’όλα αυτά, η νύχτα ήταν γλυκιά, πιο ήπια από άλλοτε. Σαν να προετοίμαζε κι εκείνη μαζί με όλα τ’ άλλα για τη χαρμόσυνη γιορτή. Από το βάθος της πόλης έρχονταν ψαλμωδίες και τραγούδια από τις εκκλησίες. Βαθιές αντρικές και απαλές γυναικείες φωνές υμνούσαν όλες μαζί με προθυμία τον Κύριο που ερχόταν όπου να ’ναι στη γη. Κι ενώ ο θεοσεβούμενος Νταλ κοιμόταν βαθιά, με την πλάτη γυρισμένη στην ξάγρυπνη κι ανήσυχη γυναίκα του, προσπαθώντας​ να ξεχάσει την ταπείνωση της προηγούμενης νύχτας, οι εξαθλιωμένοι άνθρωποι που τόσο πολύ μισούσε και κατηγορούσε προσεύχονταν ξενυχτισμένοι στα γόνατα για ένα αύριο καλύτερο από το σήμερα.

Κάπου κοντά στην προκυμαία, σ’ ένα σημείο απομακρυσμένο από την κίνηση των δρόμων, ξεχώριζε από πολύ μακριά, για όποιον τον ένοιαζε να κοιτάξει έστω και μια στιγμή προς τα κει, μια μοναχική μικροκαμωμένη φιγούρα, που γλιστρούσε σαν σκιά με τα χέρια ανοιχτά στους πάγους που είχαν πιάσει τα βράχια. Ήτανε ένα μικρό κοριτσάκι, με τα μάγουλα κατακόκκινα από το κρύο και τα μάτια του να λάμπουν από τον ενθουσιασμό της σκανταλιάς καθώς προσπαθούσε να χορέψει στον πάγο, αγνοώντας εντελώς τον κίνδυνο της θάλασσας που παραμόνευε να την ρουφήξει μέσα της με το παραμικρό της γλίστρημα. Το γέλιο της εξαφανιζόταν μεμιάς μέσα στην απεραντοσύνη της νυχτερινής πόλης, κι όμως για τη μικρή δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκείνη τη στιγμή εκτός από τη χαρά της. Αν και κρύωνε μέσα στα φτωχικά της ρούχα έβρισκε το χιόνι πολύ όμορφο και περιεργαζόταν με μεγάλο ενδιαφέρον τις άσπρες νιφάδες που είχαν πέσει στα γυμνά της χέρια, ενώ άλλες στόλιζαν τις μακριές ξανθές κοτσίδες της και την καφετιά κουρελιασμένη κάπα που φορούσε πάνω από ένα εξίσου φθαρμένο φουστάνι. Χαμογέλασε. Πάνω που σήκωσε όμως τ’ άλλο της χέρι για να αγγίξει τη νιφάδα, το ματάκι της έπιασε κάτι που της τράβηξε την προσοχή και την έκανε να τρέξει - με κίνδυνο να πέσει πάλι στον πάγο - προς την άκρη του βράχου.

Τα νερά ήταν ήρεμα, σκούρα• από μακριά έμοιαζαν με μελάνι που είχε χυθεί πάνω από το έδαφος από κάποιο πελώριο μελανοδοχείο. Μέσα στο σκοτάδι η γραμμή του ορίζοντα, που χώριζε τη θάλασσα από τον ουρανό, ίσα που φαινόταν. Μοναχικά αστέρια έλαμπαν το ένα μακριά από το άλλο στον ουρανό. Το κορίτσι έσκυψε μπροστά με προσοχή και στένεψε τα μάτια, προσπαθώντας να διακρίνει την κίνηση στο νερό που την είχε οδηγήσει στο χείλος του γκρεμού. Μα τίποτα. Ήταν λες κι αυτό που είδε δεν είχε συμβεί ποτέ. Τα δυό της χεράκια αγκάλιασαν τη μέση της για να διώξουν το κρύο και τα χείλη της σφίχτηκαν. Δεν μπορούσε να είχε κάνει λάθος. Έψαξε για λίγο ακόμα με την απογοήτευση να ζωγραφίζεται σιγά σιγά στα μάτια της. Και τότε, σαν να ήθελε να την παρηγορήσει, η ίδια της η φαντασία, αρπάζοντας την ευκαιρία της νύχτας που έκανε συχνά τα μάτια να βλέπουν πράγματα που δεν υπήρχαν, σχημάτισε σ’ ένα κοντινό σημείο της θάλασσας την εικόνα μιας μακριάς ουράς ψαριού με λαμπερά λέπια που βγήκε φευγαλέα στην επιφάνεια, χτύπησε δυνατά τα νερά ταράζοντας την ηρεμία τους κι ύστερα χάθηκε ξανά στα βάθη τους, χωρίς να μαρτυρά τίποτα από πού είχε έρθει και πού επέστρεφε. Μπροστά στο θέαμα αυτό, η μικρούλα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Μαγεμένη από την ψεύτικη απόδειξη πως τα παραμύθια μπορεί τελικά και να υπήρχαν πραγματικά, σηκώθηκε άτσαλα για να δει αν η ουρά θα εμφανιζόταν ξανά, ίσως κάπου μακρύτερα. Απορροφημένη, δεν άκουσε μια φωνή να την καλεί από μακριά, ούτε κάποιον να τρέχει προς το μέρος της• το κατάλαβε μόνο όταν ένιωσε το χέρι του στον ώμο της και στράφηκε τρομαγμένη προς τα πίσω.

Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω. Απέναντί της στεκόταν ένας ψηλός νεαρός κοκκινομάλλης με μάτια σ’ ένα απαλό γαλάζιο, εξεταστικά κι ίσως, κάπου βαθιά, και κάπως λυπημένα. Με το ένα του χέρι κράταγε έναν πρόχειρο μπόγο που σερνόταν στη γη ενώ με το άλλο τραβούσε εκείνη μακριά από τον πάγο. Τον γνώρισε. Στο σπίτι που δούλευε με τη θεία της έμεναν εδώ και τρεις μέρες δυό ναυτικοί• όταν έλειπε ο ιδιοκτήτης, που είχε ένα επιβατικό καράβι και ταξίδευε για μήνες εδώ κι εκεί, πάντα η γυναίκα του και τα παιδιά του φιλοξενούσαν κόσμο με αντάλλαγμα, φυσικά, χρήματα. Αυτός ήταν ο ένας από τους δύο, ο πιο νέος και ο πιο γεροδεμένος. Ο πιο σιωπηλός• ενώ ο σύντροφός του γελούσε, φλυαρούσε και πείραζε την κόρη της γυναίκας του ιδιοκτήτη με λέξεις που η μικρή δεν καταλάβαινε, εκείνος μιλούσε πιο πολύ με εκείνα τα εκφραστικά γαλάζια μάτια, λέγοντας ελάχιστα. Γύρω από το νεανικό του πρόσωπο φύτρωναν αραιά γένια, κόκκινα σαν τα μαλλιά του. Στα μάτια του μικρού κοριτσιού θύμιζε έναν πιο ήρεμο και ειρηνικό πολεμιστή Βίκινγκ, από αυτούς που τώρα πια ζούσαν μόνο στα παραμύθια των παλιών. Ήταν άλλωστε διάσημη ανάμεσα στον κόσμο η ανόητη προκατάληψη ότι πίσω από αυτό το σπάνιο χρώμα μαλλιών κρυβόταν βαρβαρικό αίμα που, όπως ήταν σε όλους γνωστό, νερό δε γίνεται.

Η μικρή ξεροκατάπιε, τρέμοντας τώρα κι από τον φόβο της, εκτός από το κρύο. Εκείνος γονάτισε δίπλα της.
«Μα τι στην ευχή έκανες εκεί στην άκρη; Θα μπορούσες να γλιστρήσεις και να σκοτωθείς!» είπε, δείχνοντας με ένα νεύμα τον απότομο παγωμένο γκρεμό. Η φωνή του δεν ήταν καθόλου άγρια κι η μικρή πήρε θάρρος. Τον κοίταξε στα μάτια, ενώ αναρωτιόταν αν ήταν σωστό να μοιραστεί μαζί του το μυστικό της. Έπλεξε τα δάχτυλά της μεταξύ τους.
«Είδα μια γοργόνα» αποκρίθηκε δειλά.

Δεν της απάντησε τίποτα. Μόνο γύρισε το κεφάλι του προς τη μεριά της θάλασσας απορημένος. Το κορίτσι κατσούφιασε.
«Δε νομίζω ότι εσύ θα μπορέσεις να τη δεις» έκανε.
Κοιτάχτηκαν ξανά. Η ματιά του κοριτσιού εξέταζε τον νεαρό ναύτη θυμωμένα• ήταν σίγουρη ότι εκείνος ήταν που είχε διώξει τη γοργόνα πίσω στο σπίτι της στο βυθό, που την είχε τρομάξει. Ίσως να φοβήθηκε ότι ύστερα θα ανοίγονταν με το πλοίο αυτός κι ο φίλος του για να την κυνηγήσουν και να την πιάσουν στα δίχτυα τους, γιατί δεν ήξεραν πως οι γοργόνες ήταν πλάσματα αθώα κι αφελή, που πλησίαζαν τους θαλασσινούς μόνο και μόνο για να κερδίσουν την αγάπη τους κι όχι για να τους κάνουν κακό. Αν οι γοργόνες κατάφερναν να αγαπηθούν από έναν θνητό, τότε ακόμη και μετά τον θάνατο, οι ψυχές τους ζούσαν αιώνια μαζί με αυτές των αγαπημένων τους. Αν όμως όχι, ύστερα από τρεις μακριούς αιώνες προσπάθειας, οι γοργόνες διαλύονταν και γίνονταν αφρός που δεν ξεχώριζε από αυτόν των κυμάτων. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους. Αυτά τα παραμύθια της τα είχε μάθει ο ιδιοκτήτης του επιβατικού καραβιού, στα σύντομα διαστήματα που έμενε στο σπίτι και δεν ταξίδευε σε τόπους άγνωστους για εκείνη.

Ξαφνικά ήρθε ο ήχος μιας χαμηλής γυναικείας φωνής, μακριά, από το κατώφλι του σπιτιού.
«Χάιντι!» φώναξε η θεία της μικρής, με την ανησυχία ολοφάνερη στα μάτια της. «Έλα μέσα γρήγορα!»
Η Χάιντι στράφηκε προς τα εκεί, έσφιξε την κάπα πάνω της και έριξε μια τελευταία ματιά στον κοκκινομάλλη και στον άλλο ναύτη, που τον πλησίαζε κεφάτος. Δάγκωσε το κάτω χείλος της προσπαθώντας να βρει κουράγιο να τους το πει.
«Μην τολμήσετε να πειράξετε τη γοργόνα!» τους προειδοποίησε τελικά μετά από αρκετή σκέψη και εξαφανίστηκε τρέχοντας προς την αγκαλιά της θείας της, που την έσφιξε ανακουφισμένη μέσα στα χέρια της κι ύστερα προχώρησε μαζί της μέσα στο σπίτι. Σε λίγες ώρες θα επέστρεφε ο καπετάνιος του επιβατικού, έτσι οι άλλοι είχαν φροντίσει να διώξουν τους δύο προσωρινούς τους συγκατοίκους σχεδόν κακήν κακώς, μιας και ο αρχηγός του σπιτιού δεν είχε ιδέα για την επιχείρηση που λειτουργούσαν εκεί όταν έλειπε και δεν τους συνέφερε να το μάθει.

Ο ναυτικός με τα ξεπλυμένα ξανθά μαλλιά έφτασε δίπλα στον άλλον και γέλασε ατενίζοντας την απέραντη θάλασσα μπροστά του, σαν να έψαχνε το μυθικό πλάσμα για το οποίο μιλούσε η μικρή Χάιντι, αγνοώντας ότι ήταν απλώς γέννημα της παιδικής φαντασίας της. Κούνησε το κεφάλι του.
«Άκου γοργόνα!» έκανε. «Απορώ από πού το κατέβασε!»
Γύρισε προς τον κοκκινομάλλη περιμένοντας απάντηση, εκείνος όμως έμοιαζε χαμένος στις σκέψεις του, με το βλέμμα καρφωμένο στη θάλασσα. Ξερόβηξε δυνατά επίτηδες, μα ούτε αυτό έπιασε.
«Γιόνας!» φώναξε σχεδόν δίπλα στο αυτί του, και τότε εκείνος τινάχτηκε ξαφνιασμένος και τον κοίταξε.
«Τι είναι;» τον ρώτησε, τρίβοντας τα μάτια του σαν να ήταν κουρασμένος. Ο άλλος τον κοίταξε πειραχτικά.
«Γοργόνα ήταν τελικά ή μήπως σειρήνα;» είπε με νόημα.
Ο Γιόνας ξεφύσηξε.
«Ωχ, Κλάους, μ’ αυτά τα αστεία σου...» έκανε, κι ο Κλάους φόρεσε ένα περήφανο χαμόγελο ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Είμαι χωρατατζής, τι να κάνω;» ρώτησε. «Αλλά εσύ μη γκρινιάζεις, έτσι κι αλλιώς θα με ξεφορτωθείς σύντομα.»
«Άρα το αποφάσισες;» ρώτησε ο Γιόνας. «Θα υπογράψεις ξανά με τον ίδιο καπετάνιο;»
Ο Κλάους κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
«Τώρα θα αναλάβει το πλοίο ενός Σουηδού εμπόρου» απάντησε καθώς άναβε τσιγάρο με προσοχή. «Πιο ήρεμες δουλειές από τις φάλαινες. Κι ας πήραμε τα πάνω μας αυτή τη φορά, γιατί το άλλο πλοίο χτυπήθηκε - στη Νορβηγία κιόλας, νομίζω. Εγώ, ξέρεις• τη βαρέθηκα αυτή την ιστορία με το κυνήγι. Αν ήθελα, θα γινόμουν κυνηγός στο δάσος και θα περνούσα και πολύ καλύτερα.»

Γέλασαν σιγανά κι οι δύο. Χωρίς να συνεννοηθούν καν με λόγια, πήραν τον δρόμο για την πόλη, μακριά από το απόκρημνο ύψωμα όπου ήταν χτισμένο το σπίτι που είχαν μείνει. Το μικρό μα αρκετά αποδοτικό φαλαινοθηρικό που δούλευαν είχε αράξει στο Ελσίνκι μέρες πριν από το Μπέλουα και φυσικά δεν το είχε βρει η ίδια τύχη με το ταλαιπωρημένο καράβι του Μπλομ. Μόνο που υπήρχε μπόλικος καυγάς σ’ όλο το ταξίδι, κι ήταν λογικό, έτσι όπως ήτανε το πλήρωμα ένα συνονθύλευμα από ντόπιους, Σουηδούς, Ρώσους, Νορβηγούς και γενικά διάφορους από χώρες κοντινές στην κρύα Βαλτική θάλασσα. Τέτοιοι τσακωμοί όμως γίνονταν πιο πολύ για αστείο και για να ξεγελάσουν οι ναυτικοί τη βαρεμάρα που ώρες ώρες τους έπιανε, όταν ας πούμε τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί στα νερά χωρίς να συναντήσουν ούτε μια μικρή φάλαινα. Είχανε έναν Νορβηγό γίγαντα με ένα μόνο χέρι που είχαν να το λένε όλοι πως όταν, κάποτε, πετούσε καμάκι στα νιάτα του, ποτέ δεν έχανε τον στόχο. Αυτός δε μάλωνε ποτέ με κανέναν• σ’ αυτό το ταξίδι όμως έλουσε από πάνω μέχρι κάτω με βλαστήμιες ένα αδέξιο αγόρι που μάθαινε για πρώτη φορά να πετάει καμάκι, ουρλιάζοντας πρώτα έξω φρενών: «Τη φάλαινα καρφώνεις, ηλίθιε, όχι το μάτι μου!».

Ο Κλάους και ο Γιόνας περπατούσαν τώρα κοντά στα απόμερα σκοτεινά σοκάκια του λιμανιού όπου μαζεύονταν κάτι θλιβερές υπάρξεις και περίμεναν, ποζάροντας με τα πόδια ανοιχτά και τα φτηνά φορέματα σηκωμένα από δω και κατεβασμένα από κει, την πελατεία της αποψινής νύχτας. Τις έβλεπες πού και πού, ανάμεσα σε παρατημένα σπίτια όπου τρύπωναν και κοιμούνταν ζητιάνοι κι άστεγοι, να χαϊδεύουν ηδονικά στον λαιμό, απόλυτα ήρεμες, τους άντρες που την ίδια στιγμή φιλούσαν και έσφιγγαν ασυγκράτητοι τα στήθη τους, σταματώντας μόνο για να πάρουν ανάσα. Αλλού έβλεπες παρόμοια ζευγάρια κολλημένα στους βρώμικους τοίχους να προσπαθούν κάπως να συμμαζέψουν τα βογκητά τους με τα ρούχα ανοιχτά και τα σώματά τους ενωμένα σε ένα. Κατά βάθος λυπούνταν οι μεν τους δε: οι ναυτικοί τα κοριτσάκια που πολλές φορές άλλη επιλογή έξω από το να τους πουλήσουν το σώμα τους δεν είχαν κι εκείνα αυτούς, που ταξίδευαν αδιάκοπα κι είχαν να νιώσουν γυναικείο χάδι μήνες. Κάποιοι ήταν τρυφεροί μαζί τους, τους έλεγαν πού και πού και κάποιο ανόητο ερωτικό λογάκι έτσι για την ψευδαίσθηση της αγάπης. Άλλοι όμως πλήρωναν και με το που τις έπιαναν στα χέρια τους γίνονταν άγριοι: ανάμεσα στις πολλές κοπέλες ξεχώριζαν στο θαμπό κι αλλόκοτο φως φαναριών με λίπος φάλαινας κάποιες με σκισίματα στα χείλη και μελανιές στο πρόσωπο. Είχαν μάθει να τα ανέχονται και να τα περιμένουν όλα. Πάρα πολλές δε ζούσαν άλλωστε πάνω από τα εικοσιπέντε ή τα εικοσιέξι, οπότε ήξεραν πως το μαρτύριο θα κρατούσε λίγο.

Βλέποντας τους δύο νεαρούς άντρες να περνάνε ανάμεσά τους, κάποιες απ’ αυτές χαμογέλασαν κι άρχισαν να τους κάνουν με τα μάτια και τα χέρια νοήματα να τις πλησιάσουν. Κοιτούσαν τον Κλάους πιο πολύ• εκείνος ήταν που απαντούσε σπιρτόζικα στο κάλεσμά τους, νιώθοντας το αίμα του να φουντώνει ολοένα και το σώμα του να αντιδρά στον πειρασμό, ενώ ο Γιόνας περπατούσε δίπλα του με το κεφάλι σχεδόν σκυμμένο, ρίχνοντας στα κορίτσια κάτι φευγαλέες ματιές που μόνο επιθυμία δε φανέρωναν. Χώρια που πολλές ζάρωναν λιγάκι από φόβο όταν τον έβλεπαν να τις κοιτάζει. Γιατί, ανάμεσα στις τερατολογίες που διαδίδονταν για τους κοκκινομάλληδες ήταν και η φήμη πως είχαν αχαλίνωτες κι άγριες ερωτικές ορέξεις• αυτό, μαζί με το βίαιο ταμπεραμέντο που ακουγόταν πως συνόδευε τις κόκκινες τρίχες τους, έκανε τις πιο ανόητες κοπέλες να πιστεύουν πως κινδύνευαν να φύγουν νεκρές από το κρεβάτι ενός τέτοιου άντρα και τις πιο τολμηρές να καίγονται να δοκιμάσουν την τύχη τους μαζί του.
Μια ξανθιά με ζουμερό σώμα τους έκλεισε τον δρόμο χαρίζοντας και στους δύο ένα πονηρό πλατύ χαμόγελο. Σταμάτησαν. Η γυναίκα πήρε το χέρι του Κλάους στο δικό της και το έβαλε πάνω στο στήθος της.
«Θες να ’ρθεις, αγάπη μου;» ρώτησε, δείχνοντας ένα άνοιγμα στο βάθος, χωρίς πόρτα και με σπασμένα παράθυρα.
Ο Κλάους κοίταξε προς τα κει. Η όρεξη ήταν ολοφάνερη στο ύφος του, μα πριν δεχτεί χωρίς δεύτερη σκέψη, λοξοκοίταξε τον νεαρό δίπλα του και ύστερα στράφηκε ξανά προς την πόρνη.
«Μετά χαράς» έκανε μελιστάλαχτα, «αλλά δεν υπάρχει κάποια να αναλάβει και τον φίλο μου;»

Ο Γιόνας στράφηκε και τον κοίταξε έντονα.
«Όχι» είπε μόνο, και ο Κλάους τον κοίταξε παραξενεμένος, χάνοντας μεμιάς το πλατύ του χαμόγελο.
«Όχι; Έλα τώρα» έκανε. «Πόσο καιρό έχεις να αγγίξεις, ακόμα και να δεις γυναίκα;»
«Πέντε μήνες• και λοιπόν;» ανασήκωσε τους ώμους του ο Γιόνας σαν να μην καταλάβαινε το πνεύμα του άλλου καθόλου. «Δεν έχω καμιά όρεξη απόψε.»
«Μα τρώγοντας έρχεται η όρεξη!» επέμεινε ο Κλάους, ενώ με ένα νεύμα έστελνε την πόρνη να φωνάξει άλλη μια κοπέλα. Ο Γιόνας ξεφύσηξε ενοχλημένος.
«Μιλάω σοβαρά» του είπε. «Εσύ μείνε αν θέλεις• εγώ θα γυρίσω στο λιμάνι για να...»
Έκανε να φύγει προς τα πίσω, μα ο Κλάους τον σταμάτησε και του έκοψε την πρόταση στη μέση, πιάνοντάς τον από το μπράτσο.
«Μα την πίστη μου, τρία χρόνια τώρα που σε ξέρω, όταν πιάνουμε λιμάνι εδώ ξαφνικά κάτι παθαίνεις!» είπε χαμηλώνοντας ελαφρά τη φωνή του. «Και δεν μπορώ να καταλάβω τι!»
Ο Γιόνας έριξε μια ματιά γύρω του, στα κορίτσια που τους περικύκλωναν, στους άντρες, στο βρώμικο δρομάκι. Οι φωνές της πόλης που έρχονταν από πίσω τους έμοιαζαν τόσο απόμακρες και θολές, λες κι έρχονταν από άλλο κόσμο.
«Αυτό το μέρος μου θυμίζει πράγματα που δε μ’ αρέσουν καθόλου» απάντησε σιγανά, σαν να μιλούσε πιο πολύ στον εαυτό του, και αναστέναξε βαθιά συνειδητοποιώντας ότι ο Κλάους δεν τον άκουγε, αλλά κοιτούσε την παρτενέρ του να πλησιάζει, μαζί με μια άλλη σκοτεινή φιγούρα που την ακολουθούσε σέρνοντας σχεδόν τα βήματά της. Κοντανάσανε. Όταν τις χτύπησε το φως των φαναριών, διέκρινε μια ξανθούλα ασθενική έφηβη με το κατάλευκο πρόσωπό της στραμμένο καταγής και με ένα βρώμικο φουστάνι που άφηνε ακάλυπτα τα κοκαλιάρικα μπράτσα και τις ωμοπλάτες της. Στον έναν ώμο της έπεσε απαλά η φουντωτή της κοτσίδα καθώς περπατούσε.

Ο Κλάους χαμογέλασε.
«Ωραία η μικρούλα» έκανε πονηρά και σκούντησε στον ώμο τον νεαρό κοκκινομάλλη. «Ό,τι πρέπει.»
Ο Γιόνας κούνησε το κεφάλι του.
«Αστεία λες; Αυτή είναι παιδάκι ακόμα!» ψιθύρισε σχεδόν, κι ο άλλος γέλασε σαν να το διασκέδαζε πάρα πολύ.
«Μη φοβάσαι, εγώ σχηματισμένη τη βλέπω» απάντησε. «Τα ’χει και τα στηθάκια της και τα όλα της. Μια χαρά θα περάσεις.»
Έκανε να του απαντήσει, μα δεν πρόλαβε, γιατί τα δυό κορίτσια σταμάτησαν μπροστά τους. Ο Κλάους πλησίασε τη δικιά του, που τον φλέρταρε ασταμάτητα με τα μάτια. Η μικρή πάλι τόλμησε για μια στιγμή μόνο να σηκώσει το κεφάλι της και να κοιτάξει από πάνω ως κάτω τον Γιόνας• μόλις εκείνος έκανε να ανταποδώσει το βλέμμα της, γύρισε ξανά στα γόνατά της. Ήταν χλωμή και έμοιαζε τρομοκρατημένη, προσπαθώντας ταυτόχρονα να το κατευνάσει όσο κι όπως μπορούσε. Ο Κλάους είχε δίκιο, το σώμα της, αν και άγουρο ακόμα, σε προκαλούσε να το εξερευνήσεις. Όμως κάτι στην όψη της έδειχνε πως εκείνη μόνο τα χέρια σου πάνω της δεν ήθελε.
Η φωνή του Κλάους ήχησε κεφάτη όπως πάντα και τον ξύπνησε ξανά από τους συλλογισμούς του.
«Αν δεν τα ξαναπούμε μετά» έκανε, «εδώ χωρίζουν οι δρόμοι μας, παράξενε φίλε μου. Καλή τύχη στο δικό σου ταξίδι, όπου κι αν πας τελικά, και μακάρι να βρεθούμε πάλι κάπου.»
Του άπλωσε το χέρι. Ο Γιόνας του έδωσε το δικό του, με το μυαλό του ακόμα στο κορίτσι που έτρεμε δίπλα του από το κρύο και τον περίμενε σιωπηλό, ανασαίνοντας γρήγορα.
«Αν συνεχίσεις να ταξιδεύεις μ’ αυτόν τον καπετάνιο, δε νομίζω» απάντησε χαμογελώντας αχνά, και ο Κλάους έβαλε τα γέλια, με την γυναίκα στο πλάι του να σκάει ένα αμήχανο χαμόγελο.
«Εις το επανιδείν» χαιρέτησε με μια ανόητη χειρονομία και πήρε από το μπράτσο την κοπέλα• μαζί εξαφανίστηκαν προς τα μέσα, σ’ ένα από τα εγκαταλελειμμένα σπίτια, όπου οι γυναίκες της νύχτας βόλευαν ένα σκληρό κρεβάτι και καμιά καρέκλα για να πετάνε, αυτές κι οι συντροφιές τους, τα ρούχα τους πριν πλαγιάσουν μαζί.

Νύχτωνε πια βαθιά. Το κρύο έτσουζε πάνω στο δέρμα κι από τον ουρανό εξακολουθούσε να πέφτει χιόνι, μονάχα που έπεφτε λίγο πιο αργά και νωχελικά από πριν, σαν να πρόσεχε να μην πνίξει μέσα του την πόλη. Η μικρή ξανθούλα τινάχτηκε καθώς ένα ρίγος ταξίδεψε στη ραχοκοκαλιά της, γυμνή σχεδόν κι εκτεθειμένη στο χιόνι και τον άνεμο. Ο Γιόνας το ένιωσε και γύρισε να την κοιτάξει• το κατάλαβε και τον κοίταξε κι εκείνη με δύο μάτια τόσο αθώα, που τον έκαναν να απορεί πώς είχε βρεθεί σε ένα τέτοιο μέρος, να του πουλάει την ομορφιά της. Σκέφτηκε να φύγει. Να της γυρίσει έτσι απλά την πλάτη και να τρέξει μακριά της. Δεν ήταν πως αρνιόταν από ευσέβεια ή φόβο για την αμαρτία, όπως θα έκανε ίσως ο Άλφρεντ Νταλ, τη φτηνή και σύντομη παρηγοριά που πρόσφερε το γυναικείο άγγιγμα από λιμάνι σε λιμάνι• ίσα ίσα το μέσα του του τη ζητούσε, όπως και σχεδόν όλων των ναυτικών. Όμως, με αυτό το μελαγχολικό μικρό κορίτσι που είχε δίπλα του τώρα δεν ήταν το ίδιο. Ο Κλάους είχε δίκιο. Κάθε φορά που έδεναν στο Ελσίνκι, εδώ και έξι χρόνια, από τότε που είχε αρχίσει να γεύεται τον έρωτα, του συνέβαινε το ίδιο πράγμα. Του ερχόταν στο μυαλό εκείνη, και κάθε επιθυμία έσβηνε αμέσως.

Πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.
Ίσως σου χρειάζεται, σκέφτηκε κοιτάζοντας τη μικρή. Για να το ξεχάσεις επιτέλους.
Μα ήξερε κατά βάθος ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να το ξεχάσει.

Η έφηβη έκανε διστακτικά δυό βήματα μπροστά.
«Έλα» του είπε σιγανά και τον πήρε από το χέρι. Κι εκείνος την ακολούθησε, θέλοντας και μη, βαθύτερα στο σκοτεινό δρομάκι, που όσο προχωρούσε η νύχτα γέμιζε με όλο και περισσότερους άντρες, ακόμα και τέλεια δείγματα του βαθύπλουτου αστικού και αριστοκρατικού κόσμου που μόλις έπεφτε το σκοτάδι οργίαζαν με τους τρόπους ακριβώς που κατέκριναν στο φως της μέρας. Οι πρώτες ώρες που ακολούθησαν τα μεσάνυχτα βρήκαν τους δυό τους κολλημένους τον έναν πάνω στον άλλον σε ένα φθαρμένο κρεβάτι, παραδομένους σε έναν σύντομο ύπνο και στη γλυκιά πλάνη ότι αυτός θα απάλυνε όλα όσα τους βασάνιζαν εκείνο το βράδυ, τόσο χαρμόσυνο και ταυτόχρονα τόσο ήσυχο και θλιβερό, ανάλογα πάντα με το ποιον σ’ αυτόν τον τεράστιο κόσμο κοίταζε το πρόσωπο της νύχτας. 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Νέο πρόσωπο λοιπόν. Λίγο δύσκολο αυτή τη στιγμή να πει κανείς τη γνώμη του βέβαια. Δεν ξέρω, εσείς τι σκέφτεστε;
Τώρα λοιπόν έχουμε γνωρίσει και επισήμως όλα τα πιο βασικά πρόσωπα της ιστορίας...

Περιμένω τις εντυπώσεις σας!

Continue Reading

You'll Also Like

3M 72K 26
"whats your favorite scary movie?" "that one my little pony movie"
110K 6K 67
"Μεγάλωσες, ωριμασες" Χαμογελάω ειρωνικα "Δεν θα έμενε το δεκαεφτά χρόνο κορίτσι που σε ερωτεύτηκε και την πρόδωσες. Η ζωή προχωράει" "Εγώ όμως όχι...
92.3K 4.7K 37
"Είσαι γλυκούλης τελικά" του λέω και τον πειράζω στα μάγουλα "Και εσύ ηλίθια" μου λέει γελώντας "Ορίστε?" απομακρύνομαι από την αγκαλιά του "Η δικιά...
81.9K 8K 36
[Wattys 2022 Winner!] Vanessa Brooks, an anxious and cynical seventeen year-old, discovers she can travel to the summer of 1953 through the run-down...